Παρασκευή 17 Δεκέμβρη 2010 - Κυριακή 19 Δεκέμβρη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο μονοσάγονος

Γρηγοριάδης Κώστας

Στο γύρω από τη στρογγυλή στόφα πούκαιγε το πριονίδι του ξυλά πούφερνα από την κορδέλα, πέντε τετράγωνα πιο κάτω, είχαν μαζευτεί οι φίλοι του πατέρα και ψήναν κάστανα. Το μαγαζί μοσχοβολούσε κι εγώ καθισμένος στη γωνιά μου ετοίμαζα τα μαθήματα της άλλης μέρας. Ο πατέρας δεν είχε δουλειά. Κουτσόπινε την κρητικιά ρακή πούστελνε από το νησί ο αδελφός της μάνας μου.

-- Τι αγίασμα είναι τούτο, ρε Νίκο.

-- Καθαρό πράμα, σπιτικό από το χωριό της γυναίκας μου.

-- Κι ευωδιαστό το αφιλότιμο.

-- Και πως τραβιέται με τούτο το κρύο.

Είναι αλήθεια, το κρύο περόνιαζε. Είχε χιονίσει στο Τρελό και τα βόρεια προάστια, όπως λέγαν αυτές τις μέρες.

-- Είδες εκεί, δε λέει να γλυκάνει μια στάλα.

-- Κουτσοφλέβαρος, όνομα και πράγμα.

-- Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει...

-- Αστο, ρε Νίκο, τώρα τι κάνουμε πούχουνε γίνει σαν τους στραβοσουγιάδες.

Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα μαζί με μια ριπή παγωμένου αγέρα.

-- Καλώς το Βαγγελάκη.

-- Τι γίνεται, ρε παιδί, όλα καλά; Μια χαρά σε βλέπω.

Εκείνος τους κοίταξε λίγο παράξενα. Ενα φως αλλόκοτο τόνιζε πιότερο ακόμα τη χλομάδα του. Αδύνατος, μελαχρινός με κοντά, ψηλά κουρεμένα, μαύρα μαλλιά. Εγερνε το κεφάλι του προς το στήθος με το βλέμμα υψωμένο για να τους παρατηρήσει σαν όπως κοιτάμε στην εκκλησία τον Παντοκράτορα. Τότε διαπίστωσα το μεγάλο τραύμα στο κάτω σαγόνι του πούταν μια κατακόκκινη ουλή. Προφανώς αυτήν ήθελε να κρύψει με το σκυφτό του κεφάλι. Τον γνώριζα από παλιά. Παιδικός φίλος του πατέρα και σταθερός πελάτης του.

-- Αυτός που βλέπεις Γιαννάκη τάβαλε μ' ένα λόχο Γερμανούς μόνος του. Σκότωσε τρεις και τόσκασε. Ελασίτης στο τάγμα του Πισσά. Σκληρό καρύδι.

Αλλά και με τους Εγγλέζους δεν πήγε πίσω. Τρεις μέρες πάλευε στη Γούβα μπρος από τη Σχολή Δοκίμων. Πώς την σκαπούλαρε, χέλι μοναχό, άπιαστος σαν ίσκιος. Ο πατέρας μού τάλεγε τότε που τον πρωτογνώρισα, μόλις μετά το ξύρισμα μείναμε μόνοι. Στην παιδική φαντασία μου ορθωνόταν ένα χάλκινο άγαλμα ο Βαγγελάκης με τα σταυρωτά του φυσεκλίκια, το αυτόματο στο χέρι και το πηλήκιο του ΕΛΑΣ στο κεφάλι. Τώρα έμοιαζε σαν το νικημένο Προμηθέα κι η θλίψη των ματιών του τάραζε τα φύλλα της παιδικής καρδιάς μου. Είχα καρφώσει τα μάτια μου σ' αυτό το άδειο καταπόρφυρο σάρκινο σπήλαιο που 'χε πάρει τη θέση του σαγονιού.

-- Μια χαρά και δυο τρομάρες δεν βλέπεις πώς κατάντησα; Οι λέξεις βγαίναν σαν αμάσητες μπουκιές από το στόμα του σα να χτυπιόταν η μια με την άλλη συρικτές, ημίτονες, λίγο ακαταλαβίστικες. Χρειαζόταν προσπάθεια κι επιμονή για να τις αναγνωρίσεις.

Κανείς δεν μίλησε. Κοιτούσαν όλοι τη στόφα με τα κάστανα που τριζοβολούσαν. Δεν θέλαν να τον πληγώσουν κι άλλο. Γνώριζαν την ιστορία του. Εδώ την είπαν, δυο τρεις φορές κι έτσι την έμαθα κι εγώ. Ηταν ο «μονοσάγονος», όπως του κόλλησαν το παρατσούκλι.

Είχε γλιτώσει τη σύλληψη, όχι όμως και την επιστράτευση. Τον ντύσαν φαντάρο και τον στείλαν στο Γράμμο να πολεμήσει τους συντρόφους του. Δεν το άντεξε. Οι αξιωματικοί γνώριζαν το παρελθόν του, αλλά θέλαν να τον σπάσουν εκεί επάνω στις ρεματιές και τα διάσελα που αγωνιζόταν η ταξική Λευτεριά και η Δικαιοσύνη. Αν τους έδινε αφορμή μια σφαίρα στο σβέρκο κι αν ήταν τυχερός στο Μακρονήσι το κολαστήρι των ψυχών, εκεί που ζυγιάζονταν η τιμή και η αξιοπρέπεια με τον ξενόδουλο εθνικοφρονισμό.

Ενα πρωί τον κάλεσε ο υπολοχαγός.

-- Μυλωνάκο.

-- Διατάχτε.

-- Πάρε αυτόν τον κατσαπλιά και πήγαινέ τον στη στενή.

Ο αιχμάλωτος αχτένιστος, άπλυτος με ξεραμένα αίματα στον κρόταφο τον κοίταξε όλο αυτοπεποίθηση. Μια λάμα καθάριο μέταλλο η ματιά του. Ενα χαμόγελο αχνό φώτιζε το ρουφηγμένο από τις κακουχίες πρόσωπο.

-- Μάλιστα κ. υπολοχαγέ.

-- Γρήγορα και να τον προσέχεις είναι διάολος μεταμορφωμένος. Κράτησε μόνος του το λόχο μας δυο μέρες κι αν δεν του τελείωναν οι σφαίρες ακόμα θα μας κρατούσε καρφωμένους στα ταμπούρια μας. Ο Βαγγελάκης ένιωσε μια ανομολόγητη υπερηφάνεια κι έναν απέραντο θαυμασμό για το σύντροφό του που 'χε την τόλμη να περιφρονεί μ' αυτά τ' αλύγιστα μάτια του τον ίδιο το θάνατο ακόμα και τώρα που βρισκόταν δεμένος στα χέρια του. Ξεκρέμασε το όπλο από τον ώμο του και το πρόταξε προς τον αιχμάλωτο αντάρτη.

-- Μπρος περπάτα. Είχε πάρει μια στριγκιά φωνή, άγρια, μονοκόμματη, κοφτή, αλλοπαρμένη. Ο άλλος τον κοίταξε με περιφρόνηση. Αχνογελούσε πάντα. Κάτι περιπαιχτικό στα μάτια τούδινε να καταλάβει πως τους είχε όλους γραμμένους. Μπρος πηγαίνω, στρατιώτης, μπρος... εσείς πάτε πίσω.

-- Προχώρα κι άσε τα λόγια εαμοβούλγαρε.

Ο υπολοχαγός δεν πίστευε στ' αυτιά του «Λες νάπιασαν τα λόγια μας οι πατριωτικές νουθεσίες μας; Ποιος ξέρει, πυκνό δάσος η ψυχή του ανθρώπου», σκέφτηκε.

Πού νάξερε αυτός, αλλά και ο αιχμάλωτος, το σχέδιο του Βαγγελάκη που μέσα του έλαμπε από την αυταπάρνηση και το μεγαλείο του αιχμαλώτου. «Ετσι είμαστε μεις λεβέντες του λαού κι όχι χέστες της Φρειδερίκης», σιγομουρμούρησε.

-- Είπες τίποτε Μυλωνάκο;

-- Τίποτε, κ. Υπολοχαγέ, να τσακιστεί ο προδότης να περάσει στρατοδικείο σήμερα κι αύριο να δούμε αν θα γελάει μπρος στις κάννες του αποσπάσματος.

-- Ετσι μπράβο Μυλωνάκο. Πήγαινέ τον κι ύστερα έλα από τη σκηνή μου να μιλήσουμε.

-- Ο,τι διατάχτε, κ. υπολοχαγέ.

Εφυγε. To σπηλιάρι που τόχαν, φρουρούμενο δρακόντια, για φυλακή ήταν πέντε λεπτά δρόμος στα όρια του στρατοπέδου.

Στις πρώτες φυλλωσιές, δίπλα στη βρύση, στην άκρη άκρη του γκρεμού, λίγο πριν το σπηλιάρι, σταμάτησαν.

-- Αλτ!

Ο αιχμάλωτος πέτρωσε. Θάρρεψε πως θα τον εκτελούσαν αδιάβαστο. Ο Βαγγέλης τον πλησίασε. Εβγαλε ένα σουγιά και στάθηκε μπροστά του.

-- Σύντροφε, φύγε τούπε καθώς τούκοβε τα σχοινιά. Πάρε το μονοπατάκι δίπλα στο γκρεμνό. Χάσου στη ρεματιά. Ο άλλος έμεινε να τον κοιτά ξαφνιασμένος. Οχι, αυτό δεν το περίμενε. Τον κοιτούσε στα μάτια προσπαθώντας, λες, να καταλάβει. «Το λαϊκό κίνημα, απέθαντο ποτάμι, φωτεινό», καρφώθηκε στο μυαλό του.

-- Κι εσύ; Αρθρωσε με δισταγμό.

-- Ασε με μένα, φύγε αμέσως πριν μας πάρουν πρέφα.

--Στη Λαϊκή Δημοκρατία θα ξανασυναντηθούμε, σύντροφε, και κατρακύλησε στο γκρεμνό από το μυστικό μονοπάτι που τούδειξε ο Βαγγέλης.

Ο υπολοχαγός γυρόφερνε στις σκηνές, έλεγχε, παρατηρούσε και συμβούλευε... την πρωινή γαλήνη έσπασαν οι κραυγές όλο απόγνωση του Βαγγέλη πίσω από τις κουμαριές.

-- Αλτ, αλτ, στα όπλα στα όπλα. Γύρισε απότομα ξαφνιασμένος ο υπολοχαγός.

-- Στα όπλα φώναξε πνιγμένος από την αγωνία. Τρεξίματα, φασαρίες, αρβύλες που ξερίζωναν πέτρες. Μια τουφεκιά τους μαρμάρωσε όλους. Τον βρήκαν μέσα στο αίμα. Το τουφέκι του χαμένο στην άκρη του γκρεμνού. Ο αιχμάλωτος φευγάτος, Λούης. Οι φαντάροι κοίταζαν μια τον ξαπλωμένο Βαγγέλη με το πρόσωπο ανοιχτή πελώρια πληγή και μια τον υπολοχαγό πούχασκε με το στόμα ανοιχτό ίδιος βλάκας. «Μα πώς έφυγε πώς του τόσκασε δεμένος». Καλά τόλεγε αυτός πως ήταν ίδιος ο σατανάς ο κατσαπλιάς.

-- Τον πούστη, τρέχτε να τον πιάσετε. Χτυπάτε στο ψαχνό όπου κι αν το βρείτε. Τον θέλω νεκρό.

-- Μάλιστα, κ. υπολοχαγέ. Ροβόλησαν κατεβάζοντας τις πέτρες στο γκρεμό. Χαμένος κόπος. Αφαντος ο αντάρτης. Ο Βαγγέλης έκατσε δύο μήνες στο νοσοκομείο. Ποτέ δε μάθαν αν πείστηκαν πραγματικά οι δήμιοι από την ιστορία του. Δεν ήταν κι απίθανο να τον αφόπλισε ο κερατάς, ο ληστοσυμμορίτης και να τον πυροβόλησε αφοπλίζοντάς τον. Αν όμως δεν ήταν σίγουροι; Με ποια κατηγορία να τον δίκαζαν; Υστερα τι αντίχτυπο θα είχε στο στράτευμα, η άλλη, η πραγματική ιστορία;

Τον απόλυσαν μετά τη γιατρειά του και τον συνταξιοδότησαν.

-- Ολα περαστικά είναι Βαγγέλη μου, αφού την έβγαλες καθαρή όλα τ' άλλα ξέχασέ τα, είπε ο πατέρας.

-- Τι να ξεχάσω ρε Νίκο; Τους νεκρούς, τους τραυματισμένους, τους σακατεμένους; Οχι δεν ξεχνώ. Τώρα θα παλέψω μαζί με τους άλλους στην πύλη με άλλα μέσα. Ο φασισμός δε θα περάσει. Οι άλλοι κοιτάχτηκαν. Κάτι χαρούμενο έλαμπε μέσα τους. Οχι, η σφαίρα δεν είχε πάρει τον ελασίτη. Λίγο τη μορφή του άλλαξε.

-- Αντε στην υγειά σου, Βαγγέλη.

-- Στην υγειά σας παιδιά και καλή Λευτεριά.

Στη γωνιά μου συμμάζευα τις σκέψεις μου. Γνώριζα για πρώτη μου φορά ένα πραγματικό παλικάρι.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ