Σάββατο 23 Απρίλη 2011 - Κυριακή 24 Απρίλη 2011
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Η εκτέλεση

Γρηγοριάδης Κώστας

Ο εμφύλιος δεν είχε ξεχαστεί. Οι αστυφύλακες κάνανε ντου στα σπίτια. Συντηρούσαν το κλίμα φόβου, την αβεβαιότητα, την ανασφάλεια, δικαιολογώντας με τον «κομμουνιστικόν κίνδυνον» το οικονομικό αδιέξοδο της χώρας.

Παρά το σχέδιο Μάρσαλ και την ΟΥΝΡΑ που καταβροχθήθηκαν από τους επιτήδειους κομμουνιστοφάγους, η μάζα των εργαζομένων υπέφερε με την ανεργία να χτυπά όλα τα σπίτια. Οποιος είχε μεροκάματο θεωρούταν προνομιούχος. Στους δρόμους του Πειραιά όλο και περισσότεροι τραυματίες πολέμου έφερναν στο νου τις μεγάλες μάχες του Γράμμου και του Βίτσι.

-- Οι ξένοι, οι Αγγλοαμερικάνοι και τα τσιράκια τους οι δωσίλογοι, μας έβαλαν να σφαχτούμε μεταξύ μας για να κάτσουν για καλά στο σβέρκο μας. Ελεγαν οι πελάτες.

Ο πατέρας σώπαινε, ήταν βλέπεις το μαγαζί. Δεν έπρεπε να γίνει στόχος κανενός. Αν έπαιρνε ανοιχτά το μέρος των αριστερών, των αδικημένων, θα 'χανε τους δεξιούς πελάτες, κι ας μην ήταν πολύ αυτό θα κόστιζε. Ασε που θα 'χει μια εβδομαδιαία, αν όχι καθημερινή, επίσκεψη των δύο ασφαλιτών που 'χουν χρεωθεί τη γειτονιά «να την καθαρίσουν από τα μιάσματα», όπως κάγχαζαν οι ίδιοι μ' ένα σαρδόνιο γέλιο που πάγωνε ακόμα κι εμάς τα παιδιά που δεν ξέραμε ακόμα το πώς και το γιατί. Αν υποστήριζε, πράγμα δύσκολο, τους δεξιούς θα εξαφανίζονταν όλοι εκείνοι οι βασανισμένοι λιμενεργάτες, οι οικοδόμοι, οι μικροϋπάλληλοι και οι άνεργοι «κομμουνιστές».

Ποιος να δώσει δουλειά σ' αυτούς τους τελευταίους. Και πολύ τούς ήταν που βρίσκονταν έξω και δεν ήσαν στη Μακρόνησο. Μα πόσους να χωρέσουν οι φυλακές και τα ξερονήσια; Ολοι αυτοί μαζί με την πλειοψηφία της πελατείας του πατέρα που μας εξασφάλιζε το καθημερινό μας. Ακόμα τότε δεν είχα καταλάβει όλο το σύστημα των συλλογισμών του πατέρα αν και τον αγαπούσα τόσο πολύ. Σαν άνοιγαν οι άλλοι συζήτηση αυτός σώπαινε ή όταν τα πράγματα αγρίευαν ή βρισκόταν στο μαγαζί κανένας καλοθελητής, χαφιές με αυστηρό τρόπο που δεν έκρυβε όμως τη σύγχυσή του ανακαλούσε στην τάξη την πελατεία του. «- όχι πολιτικά στο μαγαζί», ακουγόταν από την πολυθρόνα όταν κούρευε ή ξύριζε κάποιον πελάτη κάνοντάς τους ν' αλλάξουν συζήτηση. Πού να 'ξερε τότε πόσο δίψαγα για κείνες τις παράξενες συζητήσεις, που, αν και δεν τις κατανοούσα ολότελα, με κρατούσαν τεντωμένο στη γωνιά μου. Αυτό βλέπεις ήταν το άλλο μου σχολείο, το μεγάλο.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη Δευτέρα. Ναι, Δευτέρα ήταν. Απόγιομα μετά το σχολείο μου. Είχε πέσει μια σιωπή που την έκοβες με το μαχαίρι. Τα κατσούφικα λυπημένα πρόσωπα των πελατών που τόνιζαν με το παραπάνω την αμηχανία, που για μοναδική φορά απ' ό,τι θυμάμαι επέτρεψε ένα είδος πολιτικής συζήτησης. Κάτι σαν μνημόσυνο σ' έναν εκτελεσμένο.

-- Τον έφαγαν κυριακάτικα οι μπαμπέσηδες, άρχισε ο Αιμίλιος.

-- Πίσω από την πλάτη του πρωθυπουργού. Εννοούσε τον Πλαστήρα ο θείος Βασίλης που τραβούσε νευρικά απανωτές ρουφηξιές στο ναργιλέ του.

-- Καλό κουμάσι είναι κι αυτός. Στρατηγός, λέει, και στέκει σαν την ορντινάτσα μπροστά στους υπαλλήλους της αμερικανικής πρεσβείας. Μια του μόνο λέξη θα τον έσωζε το λεβέντη. Κι αυτός στο κόλπο είναι κι ας καμώνεται το μισοπεθαμένο. Τον είδαμε και στην Κατοχή, περίμενε στη γωνιά του όταν άλλοι σαν το Σαράφη πήρανε τα βουνά. Ακούς εκεί στρατηγός να σου πετύχει και κατάπιε μαζί με το σάλιο του τη χάρη.

Αγανάκτησε ο Αιμίλιος.

Εγώ βέβαια είχα μαύρα μεσάνυχτα για το τι κατάπιε σα χαπάκι ο στρατηγός.

-- Θυμάστε τι παλικαριά στη δίκη;

Ηταν ο Τριαντάφυλλος ο κρυφοκουκουές, που προσωρινά την είχε γλιτώσει και δεν τον στείλαν ακόμα στο Μακρονήσι.

-- Αυτό τον έφαγε, μίλησε ο πατέρας επιτέλους. Τι το ήθελε κι εκείνο το κατακόκκινο γαρίφαλο στο χέρι; Οι άλλοι είχαν στρατιώτες, δικαστήρια, βασιλικούς επιτρόπους, όργανα της τάξης, φύλακες τα πάντα κι αυτός πήγε να τους πολεμήσει μ' ένα γαρίφαλο.

-- Αυτό θα μείνει, Νίκο, το γαρίφαλο. Ούτε οι στολές, τα παράσημα, οι θρόνοι και οι εκτελέσεις. Το κόκκινο γαρύφαλλο θα μείνει στην Ιστορία όταν όλοι τους οι άλλοι θα έχουν ξεχαστεί σκεπασμένοι από τη σκόνη του χρόνου.

Σιώπησαν όλοι. Από απέναντι φάνηκε η γκρίζα μορφή του ασφαλίτη με τις τιράντες. Ο Αριστείδης που σαν τον τυφλοπόντικα άνοιγε λαγούμια, έψαχνε νέες υποθέσεις, νέα θύματα για να δικαιολογήσει την ύπαρξή του και τις υπερωρίες του, αλλά και για να ξεχαστούν τα έργα και οι ημέρες του στην κατοχή, τότε που έκανε την ίδια δουλειά για τους γερμαναράδες. Πώς τη γλίτωσε από τους ΕΛΑΣτες, το Βαγγελάκη και τους άλλους ένας Θεός ξέρει. Κανείς δε γνώριζε πού είχε καταχωνιαστεί. Εμφανίστηκε με τους αραπάδες των Εγγλέζων, όταν κατέλαβαν με τανκς τους τη Σχολή Δοκίμων.

-- Λοιπόν παιδιά καλή βδομάδα, τι κάνουμε σήμερα; Κοιτούσε βλοσυρός μια τον Αιμίλιο μια τον Τριαντάφυλλο. Εψαχνε δικαιολογία να τους αρπάξει.

-- Τίποτα Αριστείδη, λέμε για τον Ολυμπιακό, σταμάτησε το ψαλίδι ο πατέρας γυρνώντας το κεφάλι του προς τον ασφαλίτη.

-- Ετσι μπράβο, είδατε κάτι γκολάρες ο Καρπαθάκης;

-- Ναι, αριστούργημα, τσιτώθηκε προσποιητά ο Αιμίλιος, μας έκανε την Κυριακή... επιτάφιο.

Ολοι κατάλαβαν τη μπηχτή, μα ο Αριστείδης ξέροντάς τον για ΑΕΚτζή δεν κατάλαβε γρι.

-- Τι να κάνουμε θα σας περάσει, του χρόνου τώρα.

-- Αυτά δεν περνούν ούτε με χρόνια, έκλεισε με νόημα τη συζήτηση ο Αιμίλιος.

Τότε, δεν καταλάβαινα πέρα για πέρα τη σημασία αυτής της κουβέντας. Μόνο σαν είδα την πρωτοσέλιδη είδηση της εφημερίδας μπήκαν όλα στη θέση τους. «Εκτέλεση του Μπελογιάννη, εκτέλεση του Μπελογιάννη» «έκτακτο παράρτημα».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ