Κυριακή 28 Γενάρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Κύμα είμαι και ξεσπώ»

Κυκλοφόρησε το βιβλίο ποιημάτων του Μίκη Θεοδωράκη 

«Απ' την απόμακρη Χιο στο Πετροπούλι/ κι απ' την Ασία στον Αϊ-Λια/ νιώσαμε τον ουρανό να σκύβει/ και να φιλά την πληγή μας/ κι ήσουν, χαμένε σύντροφε/ χίλια πουλιά να πετούν/ προς το Νότο!/ Κι ήρθαν κοπέλες απ' τη Δάφνη/ κι απ' το Στελί μανούλες πικραμένες/ απ' την Αρέθουσα και τους Βρακάδες οι μαυροφόρες/ κι απ' τον Αρμενιστή γερο-ψαράδες ήρθαν/ μ' αλατισμένη την καρδιά στο κύμα και στα δάκρυα./ Και κάθισαν ολόγυρά σου, χαμένε σύντροφε/ και κάθισαν ολόγυρά μας/ ν' αρχινήσουν ψιλό μοιρολόι./ Τ' ήσουν ο στεναγμός ενού Λαού/ το φτεροζύγισμα ενού γύπα/ που χιμάει!»

Ενα απόσπασμα από τις «ευαίσθητες στιγμές» που κορφολόγησε ο δημοφιλής μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, και τις απέδωσε σε στίχους, σε ποιήματα. Απόσπασμα από το ποίημά του «Ελεγείο» αφιερωμένο στον Αγαμέμνονα Δάνη, γραμμένο στην Ικαρία το 1948.

Η άλλη πλευρά του Μίκη Θεοδωράκη που «σταχυολογήθηκε» στην έκδοση με τίτλο «Να μαγευτώ και να μεθύσω» («Νέα Σύνορα» - Α.Λιβάνη). «Σαν όνειρον εφήβου ευγενικού.../ Να μαγευτώ και να μεθύσω/ τις σιωπηλές ακούγοντας φωνές των ουρανών» (Σιάο, 1941). Το βιβλίο συνοδεύεται από ένα CD με τον Μίκη Θεοδωράκη να διαβάζει τους «Χαιρετισμούς» και τη «Νεκρή Εποχή», με μουσική υπόκρουση από τα έργα του «Χαιρετισμοί» και «Ραψωδία για βιολοντσέλο και ορχήστρα» από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών.

«Δεν είμαι ποιητής» -τονίζει ο Μίκης Θεοδωράκης στην εισαγωγή του βιβλίου-«όμως, όταν οι στίχοι άρχισαν να σφυροκοπούν το μυαλό μου, ένιωσα πόσο οι λέξεις μπορεί να ντυθούν στο αίμα. Πόσο μπορεί να με λυτρώσουν»...

Την ανθολόγηση των ποιημάτων υπογράφει η Ιουλίτα Ηλιοπούλου και στην εισαγωγή γράφει μεταξύ άλλων: «"Με μελωδίες από σιωπή" που εκείνος ακούει, μοιάζει να φεύγει απ' τη μητρική του γλώσσα, τη μουσική, για να διατρέξει μιαν ατελεύτητη πορεία διαμαρτυρίας που είναι η ζωή του μέσα από πόλεις, κρατητήρια, εξορίες, έρωτες, συλλαλητήρια, δηλώσεις, ώσπου τέλος να ανέβει ψηλά τη μικρή σκάλα που οδηγεί στο δωμάτιό του και να κοιτάξει απέναντι στο βράχο "μια παγωμένη μουσική", τον Παρθενώνα, και να κοιταχτεί αφηρημένος στις λέξεις του. Στις λέξεις που γίνονται αναγγελίες, ψίθυροι, επικλήσεις, απειλές, υποσχέσεις, παράπονα, ώσπου να ξαναγίνουν φθόγγοι μουσικοί και να ακυρώσουν αλλιώς τη σιωπή μας».

Το εξώφυλλο, ένα χειρόγραφο, και σκίτσο του Μίκη Θεοδωράκη στην Ικαρία
Το εξώφυλλο, ένα χειρόγραφο, και σκίτσο του Μίκη Θεοδωράκη στην Ικαρία
Το βιβλίο διακρίνεται σε θεματικές ενότητες με στιχουργικούς τίτλους όπως: «Στην άλλη άκρη του καιρού», ποιήματα με κυρίαρχη αναφορά στη φύση και τη μοναξιά. «Πού μ' έδεσες για πάντα», ερωτικά ποιήματα. «Καβαλάρης τ' ουρανού» ποιήματα που επικεντρώνονται στην έννοια της Ελλάδας. «Κύμα είμαι και ξεσπώ», ποιήματα της εξορίας και της επανάστασης. «Κρυφά μιλούνε τα βουνά», ποιήματα κυρίως της περιόδου της δικτατορίας. «Ημερος σαν τον θάνατο», θρήνοι. Των ενοτήτων προηγείται το αυτοτελές έργο του «Χαιρετισμοί» και ο επίλογος γίνεται με τη «Νεκρή Εποχή».

«Σε κλοιό ασφυκτικό»

Ζάτουνα 1968: Ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει: «Μου κουβάλησαν πρώτα το πιάνο. Ολο το χωριό βοήθησε ν' ανέβει στο δωμάτιό μου. Πέντε μήνες, εκατόν πενήντα μέρες, το 'βλεπα και δεν το άγγιζα. Ο κλοιός γύρω μου ήταν ασφυκτικός. Τα μέτρα ηλίθια. Τα νεύρα μου τεντώνονταν. Η ψυχή μου πονούσε».

Και η ψυχή του έγραφε, ξεσπούσε: «Κύμα είμαι και ξεσπώ/ δίχως λευτεριά δε ζω/ σύμμαχα το βόλια που με σκίζουν/ μα εγώ ορμώ, πάντα θα ορμώ/ γύρω πόνος βαρύς./ Κύμα είμαι και ξεσπώ/ δίχως λευτεριά δε ζω/ μέσ' απ' το αίμα των αθώων/ η Ελλάδα με κοιτάζει/ με οδηγεί. («Το συλλαλητήριο στις 3 Δεκέμβρη» του 1946).

Εκεί γράφει και τα τραγούδια του Αγώνα. Ποιος δεν ξεσηκώθηκε με το τραγούδι «Μην ξεχνάς τον Ωρωπό». «Ο πατέρας εξορία/ και το σπίτι ορφανό/ ζούμε μες στην τυραννία/ στο σκοτάδι το πηχτό./ Κι εσύ, λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον Ωρωπό»...


Και οι αγωνίες επανέρχονται καταγράφονται, το χαρτί πνίγεται από το όνειρο: «Κοιτάζω μια γραμμή στο πεντάγραμμο που έχω μπροστά μου και σκέφτομαι ότι αυτή και μόνο φτάνει για να σαρώσει σαν χάρτινο πύργο το καθεστώς της κτηνώδους βίας που εγκατέστησαν μπροστά στην πόρτα μου», γράφει πάντα στη Ζάτουνα (1969).

Και είναι εκείνες οι στιγμές της μόνωσής του που συναντάται με παρουσίες και απουσίες και ο διάλογος ξεσπά σα μονόλογος και γεύεται από το στόχο, το όνειρο, την υπόσχεση και δένεται με το θρήνο και γίνεται τραγούδι καθόλου θρηνητικό «Κάποιο πρωί για τον πόλεμο/ κινήσαμε μαζί/ όλοι μαζί τραγουδούσαμε/ παλεύαμε μαζί/ Μέσα στον Μάη σκοτώθηκες. το αίμα σου μαβί/ έβαψε μαύρο τον ουρανό/ κόκκινο τον καιρό./ Μαζί σου όλα σκοτώθηκαν/ όνειρα, ιδανικά/ γίναμε όλοι φαντάσματα/ ζούμε συμβατικά./ Τώρα οι σημαίες γενήκανε/ είδη εμπορικά/ είναι τα όνειρα αγαθά/ καταναλωτικά (Για τον Αλέξανδρο Παναγούλη).


Σ.Α.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ