ΣΥΜΦΩΝΑ λοιπόν με τα στοιχεία της UNCTAD, της υπηρεσίας του ΟΗΕ για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, οι διεθνείς ροές άμεσων ξένων επενδύσεων (foreign direct investments-FDI) αυξήθηκαν επί δεύτερο συνεχόμενο έτος το 2011 και ανήλθαν στα 1,509 τρισ. δολάρια. Ωστόσο, το σύνολο των επενδύσεων παρέμεινε κατά 23% χαμηλότερα από την αιχμή του 2007, χρονιά έναρξης της διεθνούς κρίσης.
ΟΙ ΑΜΕΣΕΣ ξένες επενδύσεις σημείωσαν άνοδο και στις τρεις κατηγορίες χωρών, όπως τις κατηγοριοποιεί ο ΟΗΕ, στις αναπτυγμένες, στις αναπτυσσόμενες και τις αναδυόμενες. Βεβαίως και το 2011, όπως και το 2010, η μεγάλη άνοδος σημειώθηκε στις αναδυόμενες οικονομίες αφού η Κίνα υποδέχθηκε επενδύσεις 124 δισ. δολαρίων, ποσό ρεκόρ επί δεύτερο συνεχόμενο χρόνο, ενώ η Ινδία υποδέχθηκε επενδύσεις 34 δισ. δολαρίων σημειώνοντας αύξηση κατά 38%.
Επίσης, σημαντικές ροές παρατηρήθηκαν και στην κατηγορία των αναπτυσσόμενων χωρών με κύριο αποδέκτη τη Λατινική Αμερική, η οποία υποδέχθηκε επενδύσεις 216,4 δισ. δολαρίων με αύξηση 35%.
ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ στοιχείο βρίσκεται στο ότι μετά από τρία χρόνια, αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων παρατηρείται και στις αναπτυγμένες οικονομίες. Η αύξηση ήταν 18% και αντιστοιχούσε σε επενδύσεις 753 δισ. δολαρίων. Η αύξηση αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση (κατά 23%) των επενδύσεων στην Ευρώπη.
Τέλος, όσον αφορά την κατανομή των άμεσων ξένων επενδύσεων, σημειώνεται ότι οι ΗΠΑ παρέμειναν ο κυρίαρχος προορισμός φθάνοντας στα 210,7 δισ. δολάρια, αν και εκδηλώθηκε μείωση κατά 7,7%.
ΟΙ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΕΣ εξαγορές και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων (δείκτης συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίου) αυξήθηκαν σημαντικά το 2011 (ιδίως το δεύτερο εξάμηνο). Υπολογίζεται ότι η αξία αυτών των συμφωνιών αυξήθηκε από 338,8 δισ. δολάρια σε 507,3 δισ. δολάρια, δηλαδή κατά 49,7% μεγαλύτερη. Η πιο έντονη δραστηριότητα στον τομέα των συγχωνεύσεων και των εξαγορών σημειώθηκε στις αναπτυγμένες οικονομίες όπου η άνοδος ήταν 57,4%, ενώ εντυπωσιακή άνοδο (κατά 644,5%!) σημείωσαν οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (πρώην σοσιαλιστικές χώρες) εξαιτίας κυρίως των συμφωνιών με τη Ρωσία στον ενεργειακό τομέα.