Ωστόσο, οι προτάσεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου, αλλά και συνολικά το κείμενο της παρουσίασης των αποτελεσμάτων της πρόσφατης δράσης του Δικτύου που διανεμήθηκε πριν από λίγες μέρες κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, διαπνέονται από την αντίληψη της ενοχοποίησης και καταδίκης του εγκλήματος «μίσους» και της «βίας» από «εξτρεμιστικές» ομάδες, γενικά.
Προτείνεται, μάλιστα, στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης η συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες που θα παρακολουθούν τη δράση των «εξτρεμιστικών» ομάδων, η ενημέρωση και η εκπαίδευση των αστυνομικών δυνάμεων, ώστε να αντιδρούν κατάλληλα, η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 187 του ποινικού κώδικα που αφορά τις εγκληματικές οργανώσεις και τις λεγόμενες «τρομοκρατικές» πράξεις. Επιπλέον, ζητείται η υιοθέτηση νομοθετικής ρύθμισης για την κύρωση του εγκλήματος «μίσους», ακόμα και ως ιδιώνυμου αδικήματος.
Οι προτάσεις αυτές συνιστούν στην ουσία εφαρμογή των κατευθύνσεων διεθνών αντιδραστικών οργανισμών, όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση, το Συμβούλιο της Ευρώπης, ο ΟΑΣΕ κ.ά. που με ψηφίσματα και συστάσεις, εξομοιώνουν απαράδεκτα και ανιστόρητα, τη ρατσιστική φασιστικής δράση με αυτήν του οργανωμένου ταξικού εργατικού και λαϊκού κινήματος. Το αντιδραστικό ρατσιστικό μίσος που εξυπηρετεί τους καπιταλιστές, για να διαιρεί τους εργαζόμενους, με το δικαιολογημένο ταξικό μίσος που νιώθουν και εκφράζουν οι τελευταίοι κατά των εκμεταλλευτών τους. Τα εγκλήματα του φασισμού, με την πρωτοπόρα κομμουνιστική ιδεολογία και δράση που είναι η πιο συνεπής αντίπαλός του, γιατί αντιπαλεύει το καπιταλιστικό σύστημα, που τον γεννά και τον τρέφει.
Σχετικό νομοσχέδιο, που ενσωμάτωνε σχετική απόφαση της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ποινικοποιούσε γενικά τον εγκωμιασμό ή την άρνηση της αναγνώρισης εγκλημάτων γενοκτονίας κατά της ανθρωπότητας, πολέμου κ.λπ. (αφήνοντας ανοιχτό ποια θεωρούνται τέτοια) είχε έρθει για ψήφιση και στην ελληνική Βουλή πριν ένα χρόνο και αποσύρθηκε.
Σε πρώην σοσιαλιστικές χώρες, όπου οι αντιλαϊκές και αντιδραστικές κυβερνήσεις έχουν προχωρήσει στην εξομοίωση και ποινικοποίηση των λεγόμενων «άκρων», δηλαδή τόσο της φασιστικής όσο και της κομμουνιστικής ιδεολογίας και δράσης, το αποτέλεσμα είναι τα κομμουνιστικά κόμματα, ριζοσπάστες και αντιφασίστες αγωνιστές να διώκονται και παράλληλα ο φασισμός και ο ρατσισμός να φουντώνουν, οι συνεργάτες και θαυμαστές των ναζιστικών «SS» να αντιμετωπίζονται ως ήρωες.
Θα περίμενε λοιπόν κανένας από οργανώσεις και ανθρώπους που δηλώνουν υπερασπιστές των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, να είναι πιο προσεκτικοί και να μη χύνουν νερό στο μύλο τέτοιων αντιδραστικών και επικίνδυνων θεωριών και πρακτικών, στο όνομα του αγώνα κατά του ρατσισμού. Πολύ περισσότερο, να μη γίνονται προπομποί της επιβολής τους.