Σάββατο 28 Απρίλη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 25
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΑΣ
Βάζει πλάτες για πλήρη κατεδάφιση και της Κοινωνικής Ασφάλισης

Διαβάζοντας χτες στη γενική συνέλευση των μετόχων της τράπεζας την ετήσια έκθεσή του, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας υποστήριξε πως η «πραγματική σύγκλιση» προϋποθέτει... και την άλωση των κοινωνικοασφαλιστικών κατακτήσεων

Συστάσεις στην κυβέρνηση για επίθεση διαρκείας σε βάρος των εργαζομένων και των πλατιών λαϊκών στρωμάτων, με την πλήρη κατεδάφιση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος και άλλα μέτρα, έκανε χτες ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Λουκάς Παπαδήμος, μιλώντας με τη γλώσσα των ευρωτραπεζιτών. Διαβάζοντας στους μετόχους της τράπεζας την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας για το έτος 2000 -και ενώ ήταν αισθητός ο απόηχος της προχτεσινής 24ωρης πανελλαδικής απεργίας και της μεγαλειώδους συγκέντρωσης στην Αθήνας και σε άλλες πόλεις ενάντια στα σχέδια της κυβέρνησης για την ανατροπή χρόνιων κοινωνικοασφαλιστικών κατακτήσεων- ο Λ. Παπαδήμος, πρόβαλε την ανάγκη υλοποίησης της αντιλαϊκής πολιτικής των Βρυξελλών, υποστηρίζοντας πως αυτή η πολιτική είναι προϋπόθεση για την «πραγματική σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με την ΕΕ».

Δικαιολογώντας σαν αναγκαία τη «συνεχή αύξησης της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας», μαζί με την «ολοκλήρωση της δημοσιονομικής εξυγίανσης», ο Λ. Παπαδήμος ομολόγησε δημόσια πως για την επίτευξη της «πραγματική σύγκλισης θα απαιτηθεί περίπου μια εικοσαετία». Εσπευσε, μάλιστα, να συμπληρώσει πως η «πραγματική σύγκλιση» προϋποθέτει «και την έγκαιρη αντιμετώπιση του προβλήματος της Κοινωνικής Ασφάλισης». Με τέτοια τερτίπια και λογικούς ακροβατισμούς η φετινή έκθεση Παπαδήμου, έρχεται να υπηρετήσει, τις ειδικές προτεραιότητες της κυβέρνησης στην κατεδάφιση του Ασφαλιστικού συστήματος της χώρας.

Αναμασώντας τις γνωστές «αναλύσεις» για το δημογραφικό πρόβλημα και επιχειρηματολογώντας υπέρ της κατεδάφισης του ισχύοντος κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας υποστηρίζει πως θα «αυξηθούν υπερβολικά οι δημόσιες δαπάνες για Συντάξεις, Υγεία και φροντίδα των ηλικιωμένων ως ποσοστό του ΑΕΠ». Το γεγονός ότι σήμερα οι δημόσιες δαπάνες για συντάξεις είναι αρκετά κατώτερες από πολλές άλλες χώρες της ΕΕ εξοβελίζεται σε μια υποσημείωση του κειμένου, όπου αναγράφεται ότι «η Ελλάδα κατατασσόταν πέμπτη με 12,1%». Το ποσοστό αυτό ήταν υψηλότερο στην Αυστρία (14,6%), την Ιταλία (14,2%), τη Γαλλία (12,7%) και τη Γερμανία (12,4%). Είναι φανερό, πως και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, σχοινοβατεί ανάμεσα στην ανάγκη του να υποστηρίξει με όλα τα μέσα την εφαρμοζόμενη, ελέω ΟΝΕ, πολιτική και στην «ιδιαιτερότητα» του οργανισμού που διοικεί. Θα έπρεπε, λοιπόν, να δείξει και κάποια ψήγματα ανεξαρτησίας από την κυβέρνηση.

Ετσι, αν και αναφέρει πως «η Τράπεζα της Ελλάδας δεν είναι αρμόδια να υποδείξει τρόπους επίλυσης του προβλήματος» στο «διά ταύτα» κάνει λόγο για «παρεμβάσεις στις εσωτερικές παραμέτρους του ισχύοντος συστήματος, καθώς και στους βασικούς πυλώνες ασφάλισης και τους τρόπους αξιοποίησης των διαθεσίμων των ταμείων». Και ο... «ντροπαλός» μας κεντρικός τραπεζίτης εξηγεί τη φράση του και πάλι σε υποσημείωση: «Τα κύρια ερωτήματα (sic!) αφορούν το ρόλο του κράτους, καθώς και την επιλογή του μείγματος των τριών βασικών προσεγγίσεων: του διανεμητικού συστήματος (όπου οι συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων χρηματοδοτούνται από τις εισφορές των σημερινών ασφαλισμένων), του κεφαλαιοποιητικού συστήματος (όπου υπάρχει αυστηρή σχέση ανταποδοτικότητας μεταξύ εισφορών και παροχών σε ατομικό ή επαγγελματικό/ κλαδικό επίπεδο) και της συμπληρωματικής ιδιωτικής ασφάλισης».

Επομένως, τα «ερωτήματα», που, θέτει εν παρόδω, η έκθεση του διοικητή θα «έπρεπε» να αποτελέσουν και το πλαίσιο του διαλόγου, όπως τον ορατίζεται η πλουτοκρατία. Η έκθεση αποφαίνεται πως «οι τελικές αποφάσεις είναι σκόπιμο να ληφθούν μετά από γόνιμο κοινωνικό διάλογο, ο οποίος πρέπει να επικεντρωθεί στην καλύτερη κατανόηση (sic!) του προβλήματος». Και επειδή εκ προοιμίου οι Παπαδήμος, Τράπεζα της Ελλάδας κυβέρνηση και βέβαια η ΕΕ θεωρούνται αυθεντίες και ενδελεχείς γνώστες του προβλήματος αυτό που περιμένουν είναι και η... κατανόηση του «προβλήματος» από τους εργαζόμενους. Ταυτόχρονα, τα πιο απλά ζητήματα που θα έδιναν κάποια λύση, χωρίς ιδιαίτερο κόστος για τους κυβερνώντες και τους πλουτοκράτες (ενσωμάτωση των μεταναστών στην αγορά εργασίας, μείωση της εισφοροδιαφυγής) υποβιβάζονται στην έκθεση σε απλές «επιμέρους κατευθύνσεις» της γενικότερης πολιτικής.

Ομως, το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι: «Στις προς διερεύνηση διεξόδους περιλαμβάνονται, όπως είναι φυσικό, η εφαρμογή πολιτικών που ενθαρρύνουν την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης και ευνοούν την άνοδο της παραγωγικότητας». Τι, όμως, είναι αυτό που η ΤτΕ θεωρεί «φυσικό»; Είναι η μείωση των πραγματικών συντάξεων για τους δικαιούχους. Το διαλαλούν και οι ίδιοι (πάλι σε υποσημείωση) «υποθέτοντας» πως «οι μισθοί παρακολουθούν την αύξηση της παραγωγικότητας, ενώ οι συντάξεις αυξάνονται με βραδύτερο ρυθμό».

Το ζήτημα, όμως, είναι πως θα τα περάσει κανείς όλα τούτα. Και η έκθεση του διοικητή (σ.σ.είχε συνταχτεί πριν από τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις) εκτιμά πως «η μεταρρύθμιση (sic!) του ασφαλιστικού συστήματος (ή, κατ' ελάχιστον, η κάλυψη του κόστους των μεταβατικών ρυθμίσεων που είναι απαραίτητο και αναπόφευκτο να συνοδεύσουν τη μεταρρύθμιση) θα απαιτήσουν τη διάθεση πρόσθετων δημόσιων πόρων». Προς άρση παρεξηγήσεων η ΤτΕ επ' ουδενί συστήνει καταβολή κάποιων πόρων στους εργαζόμενους που θίγονται. Στην ίδια αράδα με το παραπάνω συμπληρώνει: «Ομως, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, η δυνατότητα... είναι περιορισμένη, εφόσον προέχει η μείωση του δημοσίου χρέους». Ετσι, λοιπόν, τα «κακά λόγια» του κ. διοικητή είναι στην πραγματικότητα ένα απλό όχημα που θα τον επαναφέρει στην αφετηρία των απόψεων που διακονεί: «Η σημαντική και συνεχής βελτίωση της ανταγωνιστικότητας αποτελεί το κύριο μέσο για τη σταθερή άνοδο του πραγματικού εισοδήματος και της απασχόλησης μακροπρόθεσμα». Επομένως, συμπεραίνει η έκθεση, «η διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας απαιτεί άνοδο της παραγωγικότητας». Σε αυτό «θα συμβάλει η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων και η ανάπτυξη της νέας οικονομίας».

Η ΤτΕ γνωρίζει, πρώτο χέρι, και άλλες συνταγές για την... αντιμετώπιση της ανεργίας: «Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που αυξάνουν την ευελιξία στην αγορά εργασίας μπορούν να συμβάλουν στη μείωση του ποσοστού ανεργίας». Ταυτόχρονα «ιδιαίτερα σημαντική είναι η αναμόρφωση (σ.σ. εδώ η λέξη μεταρρύθμιση ξεχνιέται, πιθανόν γιατί θα γεννούσε άλλους συνειρμούς...) της γενικής εκπαίδευσης, ώστε οι εκπαιδευόμενοι να αποκτούν δεξιότητες μάθησης, οι οποίες θα τους προσφέρουν ευελιξία...».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ