Κυριακή 3 Ιούνη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 19
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Κερδισμένοι και χαμένοι από την «ανάπτυξη»

Τα επίσημα στοιχεία του ΣΕΒ δείχνουν ότι το 1999 τα κέρδη των βιομηχανικών επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 41,7%, ενώ οι ονομαστικές αυξήσεις των μισθών και συντάξεων «κόλλησαν» στο 2%-4%, γεγονός που δικαιολογεί την «ιερά συμμαχία» κυβέρνησης και κεφαλαιοκρατών, για να κατατροπωθεί ο «εχθρός-λαός» που διεκδικεί μερίδιο από την πίτα της ανάπτυξης

Το τελευταίο διάστημα, οι κυβερνώντες προβάλλουν ως πανάκεια για την αντιμετώπιση βασικών - χρόνιων - λαϊκών προβλημάτων (Ασφαλιστικό, Συνταξιοδοτικό κλπ.), σε συνδυασμό με ζητήματα που απασχολούν το μεγάλο κεφάλαιο (δημόσιο χρέος, η λεγόμενη πραγματική σύγκλιση κλπ.), τη διατήρηση των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης (αύξησης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος-ΑΕΠ). Σπεύδουν, μάλιστα, να «διευκρινίσουν» πως μόνο μέσα από την ενίσχυση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και των πλατιών λαϊκών στρωμάτων.

Τα παραπάνω επιχειρήματα - που διατυπώνονται με μικροπαραλλαγές από τους εκπροσώπους και φορείς των μεγαλοεπιχειρηματιών, της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης - τα επανέλαβαν την περασμένη Τετάρτη, από το βήμα της ετήσιας γενικής συνέλευσης του ΣΕΒ, η συνδικαλιστική ηγεσία των βιομηχάνων, ο πρωθυπουργός, Κ. Σημίτης, και ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας, Γ. Παπαντωνίου, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόεδρος της ΝΔ, Κ. Καραμανλής, και όλοι εκείνοι που παραβρέθηκαν και μίλησαν στο εκλεκτό ακροατήριο των βιομηχάνων.

Περηφανευόμενος για τα επιτεύγματα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης - που ο ίδιος έχει την ευθύνη υλοποίησής της - ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών αναφέρθηκε στις «πολλές πρωτιές» που είχε η Ελλάδα το 2001 (στην ανάπτυξη, στον πληθωρισμό, στο πλεόνασμα, στις επενδύσεις, και πολύ καλές επιδόσεις στο χρέος, στους πραγματικούς μισθούς και στην ανεργία), και πρόσθεσε με νόημα: «Οι πραγματικοί μισθοί αυξάνονται με 2,6%, ενώ στην ευρωζώνη αυξάνονται με 0,7%. Τα πραγματικά εισοδήματα συγκλίνουν με γρήγορο ρυθμό. Τέλος, οι τάσεις για την ανεργία αναστρέφονται. Η ταχύτερη ανάπτυξη οδήγησε στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Τα μέτρα που λάβαμε εδώ και αρκετά χρόνια άρχισαν να αποδίδουν καρπούς».

Τα παραπάνω επιχειρήματα, που τα ακούμε συνεχώς τα τελευταία χρόνια, προβάλλονται - από την κυβέρνηση και τους συνοδοιπόρους της στην εφαρμοζόμενη αντιλαϊκή πολιτική - σε μια περίοδο που όλα τα στοιχεία τεκμηριώνουν πως οι μεγάλοι κερδισμένοι από την κυβερνητική πολιτική «ανάπτυξης» της οικονομίας είναι οι πολυεθνικές, οι τραπεζίτες και οι κάθε είδους συνεταίροι τους στην Ελλάδα. Το ομολόγησε - εμμέσως πλην σαφώς - και ο ίδιος ο Γ. Παπαντωνίου, όταν έλεγε από το βήμα της συνέλευσης του ΣΕΒ πως «τα μέτρα που λάβαμε εδώ και αρκετά χρόνια άρχισαν να αποδίδουν καρπούς»! Και φυσικά, όταν ο υπουργός έλεγε πως τα μέτρα αποδίδουν καρπούς, δεν εννοούσε τους εργαζόμενους, αλλά το μεγάλο κεφάλαιο.

Τι δείχνουν οι αριθμοί

Του λόγου το αληθές βεβαιώνουν επίσης τα στοιχεία για την κερδοφορία των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων (ΑΕ και ΕΠΕ), που περιλαμβάνονται στην ετήσια έκθεση του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων με τίτλο «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 2000». Η έκθεση αυτή, που δημοσιοποιήθηκε την περασμένη Τετάρτη με την ευκαιρία της ετήσιας γενικής συνέλευσης του Συνδέσμου, αποτελούσε στην ουσία το μεγάλο «ευχαριστώ» της ηγεσίας των βιομηχάνων στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για την καθοριστική συμβολή που είχε η εφαρμοζόμενη πολιτική στην ανοδική πορεία των κερδών τους.

Ο «Ρ» επεξεργάστηκε και δημοσιεύει σήμερα την εξέλιξη βασικών μεγεθών των ελληνικών βιομηχανικών επιχειρήσεων - όπως αυτά περιλαμβάνονται στη φετινή έκθεση του ΣΕΒ - σχετικά με τις πωλήσεις, την κερδοφορία, τις επενδύσεις, την απασχόληση κλπ. Επίσης αναφέρονται οι νέες αξιώσεις που πρόβαλε η ηγεσία του ΣΕΒ, η δε κυβέρνηση έσπευσε να διαβεβαιώσει τους βιομηχάνους πως εγγυάται τη συνέχιση των κατάλληλων πολιτικών που αποτελούν «θερμοκήπιο» για τα κέρδη και τα υπερκέρδη του μεγάλου κεφαλαίου. Ολα τα στοιχεία του πίνακα που δημοσιεύουμε σήμερα - με εξαίρεση τον πληθωρισμό, το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, τους μισθούς-συντάξεις - προέκυψαν από την επεξεργασία των στοιχείων της έκθεσης του ΣΕΒ.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα επίσημα στοιχεία, στην εξαετία 1993-1999 η πίτα του ΑΕΠ - δηλαδή ο πραγματικός πλούτος της χώρας, μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού - μεγάλωσε κατά 19,9%. Το πώς μοιράστηκε η αύξηση του ΑΕΠ - ποιοι δηλαδή κέρδισαν από την ανάπτυξη και ποιοι όχι - μας το δείχνουν τα παρακάτω στοιχεία.

Να πώς μοιράστηκε η πίτα του ΑΕΠ

Από τον πίνακα - και με περίοδο βάσης το έτος 1993, που το ΠΑΣΟΚ επανήλθε στην κυβερνητική εξουσία - προκύπτουν τα εξής:

Πρώτον, το 1999, τα καθαρά κέρδη όλων των βιομηχανικών επιχειρήσεων - μικρών και μεγάλων, κρατικών και ιδιωτικών, κερδοφόρων και ζημιογόνων - ήταν αυξημένα συγκριτικά με το 1993 κατά 362%. Δηλαδή, μέσα σε μια 6ετία, τα καθαρά κέρδη των βιομηχάνων αυξήθηκαν πάνω από 4,5 φορές. Η αύξηση αυτή είναι πολύ μεγαλύτερη από τα ποσοστά αύξησης που εμφανίζουν στην ίδια εξαετία οι πωλήσεις (82,9%), ο πληθωρισμός (48,2%), οι καθαρές επενδύσεις (228,4%), τα μεικτά κέρδη (103,9%), οι φόροι που πλήρωσαν για τα κέρδη τους (182%). Ειδικά, για τα καθαρά κέρδη των βιομηχάνων, η πραγματική αύξηση - μετά δηλαδή την αφαίρεση του πληθωρισμού - φτάνει στο 311,7%!

Δεύτερον, η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων αυξήθηκε σημαντικά. Ετσι, ενώ το 1993 οι βιομήχανοι, σε κάθε 100 δραχμές που τζίραραν στις επιχειρήσεις τους έπαιρναν πίσω σε ένα χρόνο 9 δραχμές, το 1999 έπαιρναν πίσω 12,40 δραχμές.

Τρίτον, ενώ το 1993 οι φόροι που πλήρωναν αντιπροσώπευαν το 52,96% των συνολικών τους κερδών, το 1999 - χάρη στη «φορολογική δικαιοσύνη» που απένειμαν με τα διάφορα φορολογικά και άλλα μέτρα οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ - οι φόροι που πλήρωσαν οι βιομήχανοι αντιπροσώπευαν μόλις το 32,5% των συνολικών τους κερδών. Κατά τα άλλα, ο πρωθυπουργός, Κ. Σημίτης, το έπαιξε «σκληρός» στους βιομηχάνους, δηλώνοντας πως δε θα επιτρέψει να μετατραπεί η Ελλάδα σε «φορολογικό παράδεισο για τα κέρδη», αποσιωπώντας το γεγονός ότι η Ελλάδα αποτελεί ήδη «φορολογικό παράδεισο» για τα κέρδη του μεγάλου κεφαλαίου και θα γίνει ακόμη καλύτερος με τις μειώσεις στους συντελεστές φορολογίας κερδών κατά 5 μονάδες, που αποφάσισε η κυβέρνησή του.

Τέταρτον, οι επενδύσεις των βιομηχάνων (με χρήματα που έβαλαν από την τσέπη τους, τις κρατικές και κοινοτικές επιχορηγήσεις αλλά και επιδοτούμενα δάνεια) αυξάνονται με ρυθμό χελώνας, διαψεύδοντας έτσι τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς πως η πολιτική αύξησης των κερδών οδηγεί σε αύξηση των επενδύσεων και άρα των νέων θέσεων απασχόλησης. Κάθε σχόλιο περιττεύει, όταν τα επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας (ΕΣΥΕ) κατέγραψαν το 2000 το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας (12,4%). Να σημειωθεί, πως το ποσοστό αύξησης (228,4%), που εμφανίζουν οι καθαρές επενδύσεις, αντιπροσωπεύουν όχι μόνο τα κέρδη που επένδυσαν οι βιομήχανοι, αλλά και οι γενναίες κρατικές και κοινοτικές επιχορηγήσεις, τα επιδοτούμενα τραπεζικά δάνεια κλπ.

Τα «ψίχουλα»

Από τον ίδιο πίνακα - που μας δείχνει τη διαχρονική εξέλιξη του βασικού (κατώτατου) ημερομίσθιου, όπως διαμορφώθηκε μετά τις ονομαστικές αυξήσεις που δόθηκαν από τις Εθνικές Γενικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας - προκύπτει ότι τα εισοδήματα των εργαζομένων έμειναν ουσιαστικά στάσιμα. Οπως μας πληροφορούν τα στοιχεία του πίνακα, το βασικό ημερομίσθιο αυξήθηκε - σε ονομαστικές τιμές - κατά 52% και ο επίσημος πληθωρισμός κατά 48,2%. Σε πραγματικές, αποπληθωρισμένες τιμές, η πραγματική αύξηση του κατώτατου ημερομισθίου - και στην ουσία η πραγματική αύξηση των εισοδημάτων όλων των εργαζομένων και συνταξιούχων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα - ανήλθε μόλις σε 2,56%, ενώ ο πραγματικός πλούτος που δημιούργησαν οι ίδιοι αυξήθηκε κατά 20%.

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία του πίνακα - που σε μεγάλο βαθμό σκιαγραφούν και την κατανομή της πίτας του ΑΕΠ - προκύπτει ότι το μεγαλύτερο, αν όχι ολόκληρο, κομμάτι του νεοπαραγόμενου πλούτου το νέμονται μεταξύ τους οι μεγαλοεπιχειρηματίες, σε αντίθεση με τους μισθωτούς, τους αγρότες, τους αυτοαπασχολούμενους επαγγελματοβιοτέχνες και τους απομάχους της δουλιάς, που καλούνται να μοιραστούν μεταξύ τους «ψίχουλα». Βεβαίως αυτός είναι ο καπιταλισμός. Το κεφάλαιο καρπώνεται τα κέρδη, που αυξάνονται από τη δουλιά των εργαζομένων. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με την πολιτική της αυτό το νόμο υπηρετεί αφού αυτή καθορίζει τους όρους διανομής και αναδιανομής των εισοδημάτων με την εισοδηματική, δημοσιονομική και γενικότερη οικονομική πολιτική. Ετσι, μοιράζει στους «κηφήνες» τη μερίδα του λέοντος από το μεγάλωμα της πίτας του ΑΕΠ. Αντίθετα, στους εργαζόμενους - που είναι οι πραγματικοί, οι αποκλειστικοί δημιουργοί του πλούτου και συμβάλλουν στην αύξηση του ΑΕΠ - η κυβερνητική πολιτική μοιράζει... απλόχερα τα τυχόν ψίχουλα που θα πέσουν από το τραπέζι, στο οποίο κάνουν το μεγάλο φαγοπότι οι εμποροβιομήχανοι, οι τραπεζίτες και οι κάθε είδους υπηρέτες των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου.

Ομως, οι βιομήχανοι, και γενικά το μεγάλο κεφάλαιο, δε χορταίνουν ποτέ. Επιβεβαιώνοντας, όμως, τη λαϊκή παροιμία που λέει «τρώγοντας ανοίγει η όρεξη», οι βιομήχανοι, εκτός από το «ευχαριστώ» - που διατύπωσαν με διπλωματικό τρόπο στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ - δεν παρέλειψαν να αξιώσουν «εδώ και τώρα» νέα μέτρα, όπως επιτάχυνση των αντιλαϊκών αναδιαρθώσεων (Ασφαλιστικό, Συνταξιοδοτικό, αποφασιστικότερο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας κλπ.), ώστε να συνεχίσουν να καρπώνονται με τη μορφή κερδών ολόκληρο το νέο κομμάτι της πίτας του ΑΕΠ που δημιουργούν με την εργασία τους οι εργαζόμενοι και γενικότερα οι άνθρωποι του μόχθου και της δουλιάς.


Λάμπρος ΤΟΚΑΣ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Χειροτερεύουν οι δείκτες για τα λαϊκά στρώματα (2003-07-02 00:00:00.0)
Σε πορεία σταθερής συρρίκνωσης (2003-06-04 00:00:00.0)
Η άλλη όψη των αριθμών (2001-05-27 00:00:00.0)
Αποκαλυπτικές ομολογίες για τους κερδοσκόπους (1999-05-16 00:00:00.0)
Μόλις 27 βιομηχανίες μοιράστηκαν κέρδη 117 δισ. δραχμών (1996-12-14 00:00:00.0)
Επιτεύγματα της λιτότητας (1995-04-28 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ