Κυριακή 3 Ιούνη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 30
ΔΙΕΘΝΗ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ
Από και προς ... «ολίγους»

O T. Μπλερ και ο Ου. Χέιγκ στη διάρκεια της προεκλογικής καμπάνιας των κομμάτων τους

Associated Press

O T. Μπλερ και ο Ου. Χέιγκ στη διάρκεια της προεκλογικής καμπάνιας των κομμάτων τους
Οξύμωρον: Το Εργατικό Κόμμα του πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ φαντάζει όχι μόνο ως το αδιαφιλονίκητο φαβορί των εκλογών αλλά και ότι θα σαρώσει, τη στιγμή που η Βρετανία ταλανίζεται από οικονομικές και κοινωνικές αναστατώσεις, που η συγκυρία θα έκανε οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση να ριχτεί χωρίς δεύτερη σκέψη «εις το πυρ το εξώτερον».

Η χώρα σφαδάζει από την ντροπή εξαιτίας των σκανδάλων στη διατροφική αλυσίδα. Η πολυπληθής αγροτική τάξη παραπαίει από τη νόσο των «τρελών αγελάδων» και τον αφθώδη πυρετό. Οι εικόνες της ντροπής των εκατομμυρίων καμένων ζώων, ως μέτρο προστασίας κατά των μεταδιδόμενων ασθενειών, έκαναν τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους, να χάσουν ακόμη μεγαλύτερο τμήμα του εισοδήματός τους. Εκτός αυτών των οικονομικών συνεπειών, η ραγδαία μείωση και του τουρισμού συνέβαλε και αυτή στην οικονομική δυσπραγία. Από την άλλη πλευρά, τα συνεχή ατυχήματα στο νευραλγικό σιδηροδρομικό σύστημα της χώρας συνέτειναν στο συναίσθημα της απόγνωσης, που έχει κυριεύσει τους Βρετανούς. Αν και ακόμη τα συμπτώματα της «νόσου της επιβράδυνσης της οικονομίας», που έχει ήδη πλήξει τη Γηραιά Αλβιόνα, καθώς ήταν η πρώτη που νόσησε μετά τις ΗΠΑ, δεν έχουν φανεί σε όλη τους την έκταση, σύμφωνα με αναλυτές. Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι εάν η Βρετανία επιθυμούσε να ενταχθεί στη ζώνη του ευρώ, με αντικειμενικούς όρους δε θα μπορούσε να ενταχθεί. Ποιος είναι ο αντίκτυπος όμως εσωτερικά; Μάλλον ουδείς, τουλάχιστον ως προς το εκλογικό του μέρος...


Associated Press

Εντούτοις, αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί βέβαιο, είναι ότι η προεκλογική καμπάνια, κυρίως όσον αφορά στο κοινοβουλευτικό της μέρος, έχει αποκαλύψει πιο πολύ από ποτέ την πολύ βαθιά αίσθηση της αποξένωσης του συντριπτικού τμήματος των ψηφοφόρων, δηλαδή των εργαζομένων, από την κοινοβουλευτική διαδικασία. Μπορεί τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, είτε έντυπα είτε ηλεκτρονικά, να εστιάζουν αποκλειστικά στο εύρος της νίκης που κατάγει το Εργατικό Κόμμα υπό τον Τόνι Μπλερ ή αντιστρόφως στο εάν το Συντηρητικό Κόμμα, των Τόρις, θα υποστεί πανωλεθρία ανάλογη με αυτή που υπέστη αντιστοίχως το Εργατικό Κόμμα κατά την εκλογική αναμέτρηση του 1983.

Εάν τελικά το Εργατικό Κόμμα κατορθώσει να σαρώσει, θα έχει να κάνει περισσότερο με τη συνεχή πτώση της δημοτικότητας και διεισδυτικότητας των Τόρις παρά με τον ενθουσιασμό των ψηφοφόρων προς την πολιτική που ακολουθεί το Εργατικό Κόμμα. Ουσιαστικά, εάν κάποιο ρεκόρ ενδέχεται να καταρριφθεί σε αυτή την πρόωρη αναμέτρηση, μάλλον θα είναι στην αποχή, καθώς κανένα από τα δύο κόμματα που ερίζουν για την υποστήριξη των μεγάλων επιχειρήσεων - πρόσφατα μέσα από τις στήλες της «Ντέιλι Τέλεγκραφ» διευθυντές και εξέχοντα στελέχη 140 μεγάλων επιχειρήσεων εκδήλωσαν την αμέριστη συμπαράστασή τους απέναντι στους Τόρις, ενώ σε μία οξύτατη αντεπίθεση το Εργατικό Κόμμα έδωσε στη δημοσιότητα επιστολή που υπογράφουν 28 διευθυντές βιομηχανιών και μεγάλων επιχειρήσεων που στηρίζουν το κόμμα του Βρετανού πρωθυπουργού - δεν ερίζει κατά τον ίδιο βαθμό για την ψήφο των Βρετανών. Αυτή η αποξένωση των Βρετανών έχει ήδη αποτυπωθεί από τη συνεχώς μειωνόμενη προσέλευση στις κάλπες, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα, και σε αυτή την πρόωρη αναμέτρηση, τόσο σε γενικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, αναμένεται να αποτυπωθεί «πολύ δυνατά».

Εννοείται ότι ο πρωθυπουργός, Τόνι Μπλερ, έχει υποσχεθεί για άλλη μία φορά να ρίξει το βάρος της διακυβέρνησής του στους δύο κύριους άξονες του βρετανικού «κράτους πρόνοιας», την Παιδεία και την Υγεία, όπως ακριβώς έπραξε - λεκτικά πάντα - και κατά την προεκλογική εκστρατεία του 1997 και ασθμαίνοντας ομολογουμένως προσπαθεί να τονίσει τις διαφορές στην ασκούμενη πολιτική από αυτή που προτίθενται να εφαρμόσουν οι Τόρις. Ωστόσο, η αδιαφορία που καταδεικνύει η πλειονότητα των Βρετανών, τα εκατομμύρια που βουλιάζουν υπό το βάρος των δυσχερειών και της οικονομικής ανασφάλειας, δεν είναι τυχαία, αφού καμία ουσιαστική λύση που θα τους ανακουφίσει δε διαφαίνεται στον ορίζοντα.

«Η μεγάλη απάτη»

Το Εργατικό Κόμμα ήδη έχει διανύσει μία τετραετία στην εξουσία και κατόρθωσε να στερέψει την «πηγή της καλής θέλησης», με την οποία προικίστηκε κατά τη νίκη του, την 1η του Μάη 1997. Μία πηγή που αφθονούσε, καθώς οι εργαζόμενοι στη Βρετανία είχαν πραγματικά βρεθεί κολλημένοι στον τοίχο με τη 18ετή παραμονή των Τόρις στην εξουσία. Η πολιτική που εισήγαγε η «σιδηρά κυρία», Μάργκαρετ Θάτσερ, «συμπίεσης και σμίκρυνσης των ορίων του κοινωνικού κράτους», πολιτική που υπηρέτησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους όρους για το άνοιγμα της βρετανικής αγοράς στο ξένο και παγκόσμιο επενδυτικό κεφάλαιο και ταυτοχρόνως δημιούργησε μία οικονομία σχετικά φτηνού και στραγγαλιζόμενου εργατικού δυναμικού και μία βαθιά διχασμένη κοινωνία των δύο άκρων, όπου από τη μία πλευρά παρατάσσονται ολίγοι ισχυροί και πάρα πολύ πλούσιοι και στην αντίπερα όχθη στοιβάζονται τα εκατομμύρια των Βρετανών, που υποφέρουν από τη συνεχή υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου τους, την οικονομική δυσπραγία και αβεβαιότητα και το αντίκτυπο των συνεχώς μειωνόμενων κοινωνικών υπηρεσιών.

Το Εργατικό Κόμμα κατόρθωσε να κάνει το «άλμα» και να παραγκωνίσει τους Τόρις από την εξουσία, για έναν και μόνον λόγο: Εξαιτίας της πολύ βαθιάς δυσφορίας και δυσαρέσκειας, που πήγαζε ακριβώς από αυτή τη 18ετή πολιτική. Ομως, η νίκη αυτή βασίστηκε σε μία πολιτική διαχωριστική γραμμή, που κάποτε χώριζε τα δύο κόμματα, και σε πολύ μεγάλες βιομηχανικές περιοχές που χαρακτηρίζονταν κατ' εξοχήν «συντηρητικές» κατόρθωσε να εξαφανίσει τους Τόρις από το χάρτη.

Από την άλλη πλευρά όμως το Εργατικό Κόμμα κατόρθωσε να ανέλθει στην εξουσία, τέσσερα χρόνια πριν, έχοντας την απόλυτη στήριξη και αποδοχή από τα καίρια τμήματα της καθεστηκυίας τάξης της χώρας και ειδικότερα από το Σίτι του Λονδίνου. Μοναδική προϋπόθεση γι' αυτή την «πρόκριση» ήταν η δέσμευση εκ μέρους του Εργατικού Κόμματος να συνεχιστεί η ατζέντα της πολιτικής που άνοιξε από τη «σιδηρά κυρία». Η διαφορά, όπως την προσδιόρισε και συνεχίζει μέχρι σήμερα να την προσδιορίζει το Νέο Εργατικό Κόμμα, είναι ότι θα ήταν και προσδοκά... να συνεχίσει να είναι η «κυβέρνηση του λαού», που θα ενοποιήσει και πάλι τη Βρετανία διατηρώντας και ακολουθώντας αυτό που ονόμασε «θετική πλευρά της πολιτικής Θάτσερ για μία δυναμική οικονομία της αγοράς, ισχυροποιώντας εκ νέου την πάλαι ποτέ βαριά βιομηχανία της χώρας εκσυγχρονίζοντάς την και ταυτοχρόνως δαμάζοντας την ασυδοσία των μεγάλων επιχειρήσεων ώστε να μην εξαθλιώνονται ακόμη περισσότερο τα πιο αδύναμα μέλη της βρετανικής κοινωνίας».

Ο απολεσθείς «τρίτος δρόμος»

Επιθυμώντας διακαώς την περίοπτη θέση του θηριοδαμαστή και εμμένοντας στον «τρίτο δρόμο», ο Τόνι Μπλερ ευαγγελιζόταν ότι θα επουλώσει τα «βαθύτατα και διχαστικά» τραύματα της 18ετούς θητείας των Τόρις, υποσχόμενος, ούτε λίγο-ούτε πολύ, «ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε μόνο καλύτερα». Οπως γράφει πρόσφατο δημοσίευμα της ισπανικής εφημερίδας «Ελ Παΐς», ο Τόνι Μπλερ δεν αναφέρει πλέον τον όρο «τρίτος δρόμος» στις ομιλίες του. Λες και εξαφανίστηκε όπως ακριβώς εξανεμίστηκαν οι προσδοκίες που είχε δημιουργήσει, δικαιώνοντας εν μέρει την κατηγορία που εκτόξευσαν οι Συντηρητικοί ότι «ο "τρίτος δρόμος" δεν υπάρχει» ή δικαιώνοντας πολύ περισσότερο την κριτική ακόμη και στελεχών του Εργατικού Κόμματος ότι είναι «ένας θατσερισμός με ανθρώπινο προσωπείο».

Αν και ο Μπλερ δεν τον αναφέρει σχεδόν ποτέ πια - εξάλλου έχει χάσει και τη στήριξή του από τα υπόλοιπα μέλη της καθοδηγητικής παρέας, όπως τον Μπιλ Κλίντον, ή τον Μάσιμο Ντ' Αλέμα - η έννοιά του υποβάλλεται: «Είναι αλήθεια ότι δε χρησιμοποιούμε πια αυτόν τον όρο», αναγνωρίζει ο υπουργός Εξωτερικών, Ρόμπιν Κουκ, μιλώντας στην ισπανική «Ελ Παΐς». «Η έννοια είναι παρούσα όμως στους λόγους του Τόνι Μπλερ. Δεν έχουμε πια να διαλέξουμε ανάμεσα σε ένα κράτος με ισχυρή κεντρική εξουσία και στις υπερβολές της Δεξιάς της Θάτσερ. Υπάρχει μια τρίτη λύση, που συνίσταται σε μια κυβέρνηση η οποία πιστεύει στην κοινωνική αλληλεγγύη ακολουθώντας ένα πρόγραμμα σύγχρονο, ελαστικό και ανοιχτό στην παγκόσμια οικονομία».

Ομως, πώς πραγματικά εκφράστηκε και προσπάθησε να εφαρμοστεί αυτός ο «τρίτος δρόμος», κατά τα τέσσερα χρόνια της διακυβέρνησης Μπλερ; Κατ' αρχάς διακηρύσσοντας ότι «ο ταξικός αγώνας έχει τελειώσει» και ότι παράλληλα η αιτία που οδήγησε στην ίδρυση του Εργατικού Κόμματος, του κόμματος των Εργατικών Συνδικάτων - μετά την απόσχισή τους από τους Φιλελεύθερους - δηλαδή ο ταξικός αγώνας και η υπεράσπιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης, ήταν ένα ιστορικό λάθος.

Αυτή η πολιτική μετάλλαξη του Εργατικού Κόμματος, εννοείται, είχε και τις επιπτώσεις της... οι οποίες και πάλι έπεσαν ως πέλεκυς στα κεφάλια των Βρετανών. Ετσι, παρά τις προεκλογικές υποσχέσεις και τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης ότι είναι σήμερα σε θέση να κάνει μεγαλύτερες επενδύσεις στην Υγεία και στην Παιδεία, δύο τομείς που αναδείχτηκαν σε κλειδιά της εκστρατείας για τις εκλογές της 7ης του Ιούνη, η αλήθεια φαντάζει κάπως απογοητευτική. Παραδείγματος χάριν, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Δημοσίων Μελετών (Institute for Fiscal Studies-ISF) αλλά και τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, παρά τις δεσμεύσεις για περισσότερες δημόσιες δαπάνες, έκανε σαφώς λιγότερες... αν και κατόρθωσε να μειώσει κατά το ήμισυ το έλλειμμα του δημόσιου τομέα, από 30 δισ. λίρες σε 15 δισ. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ISF, οι δημόσιες δαπάνες από το 41,2% που ήταν κατά το έτος 1996/97 επί πρωθυπουργίας του Συντηρητικού Τζον Μέιτζορ, έπεσαν στο 38,8% που ήταν για το οικονομικό έτος 2000/01 και η συνολική εικόνα για την τετραετία είναι ότι επί πραγματικών αριθμών οι δαπάνες γνώρισαν μία αύξηση της τάξης του 1,3% ετησίως εν αντιθέσει με την αύξηση της φορολογίας που εκτιμάται σε 4,8% ετησίως.

Κοινωνία ανισότητας

Παρ' όλα αυτά, κατά την προεκλογική προπαγάνδα, και πάλι το Εργατικό Κόμμα υπόσχεται να καταπολεμήσει την ανισότητα, στηρίζοντας κοινωνικούς τομείς που «θα φανούν χρήσιμοι», όπως η Παιδεία και η Υγεία. Από τον πολιτικό λόγο λείπει παντελώς, όπως ήταν αναμενόμενο, αυτό που οδήγησε τη Βρετανία να κατατάσσεται σε μία χώρα «φτωχών και πενήτων» με νούμερα συγκρίσιμα μόνο με αυτά που συναντά κανείς στον Τρίτο Κόσμο. Τι έφταιξε και ο «τρίτος δρόμος» οδήγησε τους Βρετανούς στον Τρίτο Κόσμο, όπου κατά την τετραετία της διακυβέρνησης υπό τον Μπλερ το ανώτατο οικονομικά 1/5 του πληθυσμού είδε τα εισοδήματά του να αυξάνονται μετά την καταβολή του φόρου κατά 45%. Μόνο κατά τα δύο πρώτα χρόνια υπό το Εργατικό Κόμμα το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού πραγματοποίησε το υψηλότερο ρεκόρ - από το 1988 - όσον αφορά στο μερίδιό του στο εθνικό εισόδημα.

Το κλαμπ των πλουσίων, σύμφωνα με την ετήσια λίστα που δημοσιεύουν οι «Σάντεϊ Τάιμς», αυξάνει τα ετήσια εισοδήματά του κατά 17% ή 31 δισ., τη στιγμή που στοιχεία του Γραφείου Εθνικών Στατιστικών αναφέρει ότι το ασθενέστερο οικονομικά 1/5 του πληθυσμού καταβάλλει για φόρους το 41,4% του συνολικού ετήσιου εισοδήματός του, σε αντίθεση με το 36,5% που καταβάλλει το πλουσιότερο 1/5. Ενα ακόμη παράδειγμα, για το υφιστάμενο και συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα είναι η «άνθηση» που βιώνει η αγορά ειδών υπερπολυτελείας. Οπως σημειώνει πολύ χαρακτηριστικά ο «Εκόνομιστ», «δεν έχει ξανασημειωθεί από τα τέλη του 19ου αιώνα τέτοια ζήτηση για οικοδόμηση υπερπολυτελών οικοδομών. Αυτή τη στιγμή, επίσημη επιτροπή που είναι υπεύθυνη για την άδεια δόμησης, λαμβάνει τουλάχιστον 2-3 αιτήσεις εβδομαδιαίως».

Συνάμα με το ανώτατο οικονομικά στρώμα, και η ανώτερη μεσαία τάξη δείχνει να ωφελείται τα μάλα από την πολιτική του Εργατικού Κόμματος, καθώς είδε τα εισοδήματά της να διπλασιάζονται κατά την πενταετία 1995-2000. Τα οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα αυτής της τάξης, η οποία αποτελεί μόλις το 6% του συνολικού πληθυσμού, έχουν απολύτως εξυπηρετηθεί από την κυβέρνηση του Τόνι Μπλερ. Η τελευταία είναι λιγότερο συντηρητική ως προς το κοινωνικό της προφίλ απ' ό,τι οι Τόρις, λιγότερο «απολυταρχική» όσον αφορά στο νόμο και στην τάξη, ή με μικρότερη αγωνία για περικοπές των κοινωνικών δαπανών ή απευθείας φορολογία. Κυρίως όμως εξαιτίας του ενθουσιασμού που δείχνει αυτή η τάξη προς την «ελεύθερη αγορά», θεωρείται εξίσου ωφελημένη και ανερχόμενη δύναμη.

Εν αντιθέσει, η πλειοψηφία του πληθυσμού, δηλαδή τα μεσαία και τα κατώτερα στρώματα, βιώνει μία ολοένα και μεγαλύτερη επίθεση. Σύμφωνα με τον Οργανισμό για την Οικονομική Συνεργασία και την Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), περισσότερο από το 55% του βρετανικού πληθυσμού διαβιεί στην απόλυτη φτώχεια τουλάχιστον για κάποιο μεγάλο χρονικό διάστημα την τελευταία εξαετία. Σχεδόν 15 εκατομμύρια άτομα, συμπεριλαμβανομένων 4 εκατ. παιδιών, διαβιούν με το ήμισυ του ετήσιου μέσου εισοδήματος. Το 50% των μονογονεϊκών οικογενειών ζουν κάτω από τα επίσημα όρια της φτώχειας ενώ το 80% των παιδιών των μονογονεϊκών οικογενειών επισήμως κατατάσσονται ως «άπορα». Στο μεταξύ, και το υπόλοιπο τμήμα της εργατικής τάξης, που δεν υποπίπτει στην κατηγορία των «φτωχών», διαβιεί, σε συντριπτικό βαθμό, παρά τις ολοένα και αυξανόμενες ώρες που απασχολείται, με ελάχιστα, δημιουργώντας μία νέα κατηγορία, που ονομάστηκε «απασχολούμενοι φτωχοί».

Σε αυτή την πραγματικότητα, το Εργατικό Κόμμα τονίζει ότι θα συνεχίσει την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων των μεγάλων βιομηχανικών μονάδων, τη μερική ιδιωτικοποίηση του συστήματος Υγείας αλλά και της Παιδείας, «ώστε να ανταποκριθούν στις επιταγές της νέας εποχής» και η ανισότητα εισοδήματος θα συνεχίζεται, η φτώχεια θα αυξάνεται στην αυγή της νέας χιλιετίας όσο η αυταπάτη πολλών ως προς την πολιτική του Τόνι Μπλερ θα συνεχίζεται. Μία αυταπάτη, μία ψευδαίσθηση που έκανε την εμφάνισή της και σε αυτή την προεκλογική εκστρατεία, τονίζοντας ότι η εκλογική αναμέτρηση της 7ης του Ιούνη είναι η «μεγαλύτερη πρόκληση της Αριστεράς από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο»...


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ