«Μας σιδεροδέσανε τα χέρια / και μας κλείσαν ολούθε μαλινχέρια.
Μας μετρήσανε, κάπου εξηνταριά, και μας ζυγιάσαν την ψυχή - βαριά!
Μουδιάσανε σφιχτόδετα καιρό / χέρι δεξί με χέρι αριστερό.
Μουδιασμένο και τ' άλλο μας που εκράτει / βαλίτσα ή δέμα για τον Αη Στράτη.
Κατάχαμ' Αρετή, Μυαλό και Νιάτα!
Το κάλλιον ο χειρότερος επάτα... / Τυχερέ, κείνο τ' άθλιο δειλινό / σε δέσαν με το Δάσκαλο Γληνό.
Μαζί μας, τελεφταίοι, με το βαπόρι / πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι.
Ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια λογιούνται η Λευτεριά και τα χασίσια».