Κυριακή 22 Ιούλη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
«Ολυμπία» σου έχω όστρακα

Στη μνήμη του Μιχάλη Καραντάνη

Ηταν Χριστούγεννα κοντά στη θάλασσα, μπροστά στη θάλασσα.

Με τα μάτια στη θάλασσα.

Κι η Αθήνα ήταν ένα κακό όνειρο.

Με τον άνεμο του νερού να με σηκώνει, προχωρούσα να φτάσω στο σπίτι το αγαπημένο το παλιό, που άδειο από ανθρώπους και γεμάτο γαλήνη και περισυλλογή και ανάσες που ακόμα τριγυρνούν τα βράδια - χτες νύχτα είχα νιώσει μια στο πρόσωπο καθώς κοιμόμουνα - με περίμενε.

Πάντα με περίμενε.

Ξέρει πως όσο κι αν λείψω θα γυρίσω.

Ξέρει πως όπου κι αν λείπω είμαι εκεί.

- Ολυμπία, σου έχω όστρακα.

Γυρνώ.

Κάτω από το φως της νύχτας στη γωνιά μια σκιά.

- Ποιος είσαι;

- Εγώ, ο Μιχάλης. Σου μάζεψα κι εφέτος.

Ω!.. ο καλός μου φίλος. Τους αγαπάω τους παλιούς, είναι η Λέρος. Εκείνη η γλυκιά ψυχή της, η σοφή, η ανθρώπινη. Που μες στη φτώχεια έγινε πλούσια από δέντρα, από γη, από αληθινό ψωμί, αληθινό λάδι, αληθινό κρασί... Εκεί, στις βεγγέρες και στην ανατολή του ήλιου γύρω στη θάλασσα και στα βουνά, στο αργό το βάδισμα και στο άγγιγμα του ζώου, στο γλέντι το εύκολο και όμορφο με την τσαμπούνα, το τραγούδι, το τυρί, το ψωμί, το κρασί και την ελιά.

Γι' αυτό αγαπώ τους παλιούς.

Αυτούς που φεύγουν.

Φυσάει ο χρόνος άγρια τελευταία και τους παίρνει.

- Μιχάλη!

- Θα πάω να στα φέρω; Θα περιμένεις;

- Οχι, Μιχάλη. Δε θα περιμένω. Θα έρθεις σπίτι μου. Δεν ήρθες ποτέ και το 'χω καμό.

- Να 'ρθω πιο ύστερις; Εχω δουλιά.

- Θα περιμένω, μα αν δεν έρθεις δε θα σ' αγαπώ.

Το καντήλι ακόμα ανάβει απ' το πρωί. Μα είναι βράδυ. Κάτω στο μεγάλο πέτρινο δωμάτιο μπρος στη θάλασσα. Οι δυο παλιές απλές πολυθρόνες κι έξω η θάλασσα.

Περιμένω.

Εχω βγάλει τα μπλε ποτηράκια και το κονιάκ και περιμένω.

Ενα δειλό χτύπημα στην πόρτα.

Πετιέμαι. Ηρθε. Ο Μιχάλης ήρθε στο σπίτι μου!

- Καλώς τον.

Μπαίνει από το σκοτάδι στο φως.

Μένω!

- Μιχάλη! Τι όμορφος που είσαι!

Είχε αλλάξει ρούχα. Είχε πάει σπίτι του κι είχε φορέσει τα καλά του. Φορεσιά, γραβάτα, παπούτσι...

- Μιχάλη, για μένα;

- Ε, πρώτη φορά που έρχομαι... έπρεπε...

Καθόμαστε.

Μου σκορπάει μπρος στα μάτια τα όστρακα. Δυνατά, περήφανα, περίτρανα. Με κείνη την τέχνη του Θεού. Νιώθω δέος.

- Μιχάλη σ' ευχαριστώ.

- Στα μάζευα όλο το χρόνο.

Πίνουμε σιωπηλά.

Κι η νύχτα γαληνεύει, κι η καρδιά μου γεμίζει, γαληνεύει κι αυτή.

Υστερα πέθανε.

Εμειναν τα όστρακα.

Κι ένα δάκρυ πάντα έτοιμο στη θύμησή του σαν στέκομαι καμιά φορά και τα κοιτώ και τα χαϊδεύω.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ