Τα παραπάνω αποσκοπούν στο να υπογραμμίσουμε το ξάφνιασμα και την απορία που μας προκάλεσε η σκηνοθετική «ανάγνωση» της «Αντιγόνης» από τον Γιώργο Κιμούλη. Στο παρελθόν, αρκετές παραστάσεις αρχαίου δράματος -κωμωδιών περισσότερο, αλλά και τραγωδιών- «εισήγαν» λίγα έως πολλά στοιχεία της φόρμας και του ήθους του λαϊκού δρώμενου. Το λαϊκό δρώμενο, όμως, δεν είναι κάτι που κολλάει παντού... Πολλαπλάσια δεν κολλάει παντού το πανηγυριώτικο λαϊκό δρώμενο. Στην «Αντιγόνη», πάντως, διόλου. Η στήλη έχει αποδείξει ότι σέβεται το καλλιτεχνικό ταλέντο και μόχθο, ότι συμμερίζεται το δικαίωμα της αισθητικής αναζήτησης, ακόμα και του λάθους. Η απορία όμως παραμένει: Τι συνέβη, τι έφταιξε και ο ευφυής, έμπειρος, ταλαντούχος Γ. Κιμούλης αναπαρέστησε την τραγωδία ως σκηνικό λαϊκό δρώμενο που το στήνει ένας πανηγυριώτικος, χαμογελαστός, τραγουδισταράς, χορευταράς Χορός, σημερινοί νέοι και νέες του λαού (οι άντρες με σημερινά παντελόνια και πουκάμισα, οι κοπέλες με μίνι φουστάνια). Πώς γίνεται ο Χορός-λαός να γλεντά με τα τραγικά που αναπαριστούν πάνω στα μετακινούμενα πατάρια του- καλαίσθητου είναι αλήθεια- σκηνικού (Πάβελ Ντομπρζίσκι) οι υποκριτές των επώνυμων ρόλων και πέντε αποσπασμένα μέλη του Χορού, ενδεδυμένοι ως πανάρχαιοι Γέροντες; Η δραματουργική επεξεργασία (Ελένη Μερκενίδου), η «διεύθυνση χορού» (Μαρτσέλλο Μάνι), ή μήπως ο πανηγυριώτικος τόνος, το εύφορο, λαϊκό, χυμώδες ύφος των τραγουδιών του Χορού που έγραψε ο Διονύσης Σαββόπουλος (τραγούδια σε άλλο μήκος κύματος από τη «σκοτεινή» μουσική που άνοιξε την παράσταση), «γέννησε» αυτή την ιδέα; `Η συνέβη το αντίστροφο; Δεν κατάλαβε ότι το σύγχρονο γιορτάσι επί της ορχήστρας δεν κοντράρει μόνο με τα βαριά αρχαιοπρεπή κοστούμια των ρόλων. Κοντράρει με τη δραματικότητα που επιδίωξαν οι ερμηνευτές των ρόλων και προπαντός με τον τραγικότατο μύθο, με τον ποιητικό λόγο του Σοφοκλή, ακέραια μεταπλασμένο από τον Κ.Χ. Μύρη;
Η παράσταση είχε και σοβαρά ερμηνευτικά προβλήματα. Ο Γ. Κιμούλης περιόρισε σημαντικά τα προβλήματα της άρθρωσής του και προσπάθησε να συγκρατήσει τη χρήσιμη (αποδοτική σε ορισμένους ρόλους του) αλλά μανιερισμένη κλίση του να αναδεικνύει τα νοσηρά στοιχεία του ψυχισμού του χαρακτήρα που υποδύεται. Τελικώς, έπλασε έναν Κρέοντα διχασμένο ανάμεσα στην αυταρχική σκληρότητα και στο κλαψιάρικο ψυχοπαράπονο. Η αποδειγμένα ταλαντούχα Πέγκυ Τρικαλιώτη, είναι - εντελώς άλλων από την αρχαία τραγωδία- υποκριτικών μεγεθών και μέσων. Η Αντιγόνη είναι «μνημειακό» σύμβολο σθεναρής αντίστασης της ανθρώπινης συνείδησης, διάνοιας και ψυχής και όχι ένα ψυχικά τσακισμένο στα δυο πλάσμα, με διαταραγμένο νευρικό σύστημα. Πρωτόπειρη και με αγύμναστη φωνή είναι και η Ελευθερία Βιδάκη (Ισμήνη). Ο Δημήτρης Βάγιας αναβάθμισε το λαϊκό φρουρό που είναι ο Φύλακας, σε είδος Ρωμαίου Συγκλητικού. Ο Δημήτρης Ημελλος, υπεδύθη έναν Αίμωνα «γνήσιο τέκνο» του Κρέοντα. Ενα κακέκτυπο, σε μικρογραφία, του ψυχρού αυταρχικού «ορθολογισμού» του Κρέοντα. Ο ταλαντούχος Αρτώ Απαρτιάν (Τειρεσίας) διεσώθη, παρά το ακραίο εικαστικό περίβλημά του. Μέτρο, λιτότητα, στέρεη σκηνική παρουσία είχαν μόνον ο Χάρης Εμμανουήλ (Γέρων), η Βαρβάρα Λαζαρίδου (Ευρυδίκη) και ο Δημήτρης Μαύρος (Αγγελος).