Η δίωξη βασίστηκε σε πόρισμα της επίκουρης Οικονομικής εισαγγελέα Ελ. Μιχαλοπούλου, η οποία διενήργησε τη σχετική έρευνα μετά από παραγγελία από τον οικονομικό εισαγγελέα, Π. Αθανασίου. Σύμφωνα με πληροφορίες, στο πολυσέλιδο πόρισμα της εισαγγελέα, στο οποίο περιλαμβάνεται και η σχετική πραγματογνωμοσύνη που είχε παραγγείλει, εξετάζονται αναλυτικά μία προς μία οι συναλλαγές της ΤτΕ με την Τράπεζα Πειραιώς, που κατέτειναν - σύμφωνα με το συμπέρασμα της εισαγγελέα - σε ζημία του Κοινού Κεφαλαίου (ΚΚ), το οποίο είναι ο «κουμπαράς» των ασφαλιστικών Ταμείων και το οποίο οφείλει να διαχειρίζεται προς όφελός τους. Το συμπέρασμα της εισαγγελικής έρευνας είναι ότι η ΤτΕ ως διαχειριστής του Κοινού Κεφαλαίου «όχι μόνο παρέβη τους κανόνες διαχείρισης που έθεσε ο νόμος, η πολιτική της και οι αρχές χρηστής διαχείρισης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού της διαχείρισης, αλλά η παράβαση αυτή έγινε κατά αντικειμενική κρίση προφανώς, πρόδηλα, κατά κατάχρηση της διαχειριστικής εξουσίας αντίθετα προς τα συμφέροντα και το σκοπό του Κοινού Κεφαλαίου». Την εισαγγελική έρευνα προκάλεσαν μηνυτήριες αναφορές ασφαλιστικών φορέων και ΝΠΔΔ, των οποίων τα διαθέσιμα αποτελούν το Κοινό Κεφάλαιο (ΚΚ) που διαχειρίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος.
Ο πρώην επικεφαλής της Τράπεζας Πειραιώς Μ. Σάλλας, σε σχετική του ανακοίνωση, αναφέρει μεταξύ άλλων: «(...) Οι συγκεκριμένες συναλλαγές είναι συνήθεις και καθημερινές για τα πιστωτικά ιδρύματα, χωρίς να έχουν γνώση ή συμμετοχή στην απόφαση και εκτέλεσή τους τα μέλη των Διοικήσεων και των Διοικητικών Συμβουλίων (....)».