Τετάρτη 24 Οχτώβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Οι μεγάλες έγιναν μεγαλύτερες το 2000

Από τους ισολογισμούς 8.711 επιχειρήσεων (ΑΕ και ΕΠΕ), που επεξεργάστηκε η ICAP, προκύπτει για τη χρονιά που πέρασε αύξηση των πωλήσεων κατά 20,4% και των μεικτών κερδών κατά 13,2%

Με σημαντική αύξηση των πωλήσεων, του ενεργητικού και των μεικτών κερδών, έκλεισε το 2000 για τις μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις. Αυτό προκύπτει από την επεξεργασία των ισολογισμών των εμπορικών επιχειρήσεων, μορφής ΑΕ και ΕΠΕ, που έκανε και δημοσιοποίησε η εταιρία ICAP. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ICAP το σύνολο των 8.711 εμπορικών επιχειρήσεων, εμφάνισε για το έτος 2000 (συγκριτικά με τις 7.706 επιχειρήσεις του 1999) αύξηση των πωλήσεων κατά 2.676 δισ. δραχμές και των μεικτών κερδών κατά 311 δισ. δραχμές.

Συγκεκριμένα, η αξία των πωλήσεων το 2000 (στην παρένθεση τα μεγέθη του 1999) έφτασε τα 15.788 δισ. δραχμές (13.112 δισ. δραχμές), τα μεικτά κέρδη διαμορφώθηκαν σε 3.011 δισ. δραχμές (2.658 δισ. δραχμές), ενώ τα καθαρά- προ φόρων- κέρδη ήταν 485 δισ. δραχμές (557 δισ. δραχμές το 1999). Η μείωση των καθαρών, πριν από τη φορολογία, κερδών (κατά 13%), όπως επίσης και των περιθωρίων κέρδους, οφείλεται κυρίως στην αρνητική πορεία του Χρηματιστηρίου. Να σημειωθεί, παρενθετικά, ότι εκφράζοντας την «ευαισθησία» της στην αρνητική πορεία που εμφάνισαν στα κέρδη τους αρκετές επιχειρήσεις το 2000, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έσπευσε να μειώσει το συντελεστή φορολογίας (άρα τη φορολογική επιβάρυνση των μεγάλων επιχειρήσεων) κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες (2,5 για τη χρήση του 2001 και 2002) που θα εκκαθαριστούν τα έτη 2002 και 2003, αντίστοιχα. Σε διψήφια ποσοστά κινήθηκαν και οι αυξήσεις των καθαρών παγίων (27,6%), του συνόλου του ενεργητικού (22,5%) και των ιδίων κεφαλαίων (22,9%). Τα πάγια διαμορφώθηκαν στο ποσό των 2.556 δισ. δραχμών (2.003 δισ. δραχμές το 1999), το σύνολο του ενεργητικού ανήλθε στο ποσό των 10.602 δισ. δραχμών (8.655 δισ. το 1999) και τα ίδια κεφάλαια ανήλθαν στο ποσό των 2.944 δισ. δραχμών (2.395 δισ. δραχμές το 1999).

Αν και δε δημοσιοποιήθηκε η επεξεργασία των ισολογισμών με την κατάταξη των 10, των 50 και των 100 μεγαλύτερων επιχειρήσεων, αποτελεί κοινό μυστικό, ότι τη μερίδα του λέοντος από τις αυξήσεις πωλήσεων, κερδών, παγίων κλπ. την καρπώθηκαν οι μεγαλύτερες (μονοπωλιακού χαρακτήρα) εμπορικές επιχειρήσεις. Του λόγου το αληθές βεβαιώνουν οι επιμέρους ισολογισμοί τους, που δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες το α' εξάμηνο 2001, αποδεικνύοντας ότι η «Ισχυρή Ελλάδα» -στο όνομα της οποίας η κυβέρνηση Σημίτη δικαιολογούσε και δικαιολογεί την εμμονή της στην εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας- αποδείχτηκε στην πράξη ότι οδηγεί στην «ισχυροποίηση» των κερδών και άλλων βασικών οικονομικών μεγεθών των μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων.

Αλλα ενδιαφέροντα στοιχεία, που κατέγραψε η ICAP, είναι και τα εξής:

Πρώτον, το γεγονός ότι οι μεγαλύτεροι κλάδοι, με βάση το σύνολο των κεφαλαίων, ήταν τα μεταφορικά μέσα και τα σούπερ μάρκετ- πολυκαταστήματα, καθώς το μερίδιο του ενεργητικού τους- στο σύνολο των κλάδων- ξεπέρασε το 10%.

Δεύτερον, οι δυο παραπάνω κλάδοι μαζί με την εμπορία των πετρελαιοειδών, πρωταγωνίστησαν και το 2000 στις πωλήσεις. Συγκεκριμένα, το μερίδιο των μεταφορικών μέσων επί του συνόλου των πωλήσεων του εμπορικού τομέα, ήταν 16,2%, των καυσίμων - λιπαντικών 16,1% των φαρμάκων - καλλυντικών 14%, των σούπερ μάρκετ 13,1%.

Τρίτον, οι περισσότερο κερδοφόροι κλάδοι ήταν τα μεταφορικά μέσα, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τα φάρμακα - καλλυντικά, οι οποίοι απέσπασαν -από την πίτα των συνολικών καθαρών κερδών (προ φόρων) των 8.711 εμπορικών επιχειρήσεων- μερίδια 11,8%. 11,7% και 10% αντίστοιχα.

Τέταρτον, τη μεγαλύτερη αύξηση κερδών εμφάνισαν οι κλάδοι των «δομικών υλικών - προκατασκευών» (270,6%), «αγροτικών ειδών και ζωοτροφών» (48,7%), ειδών «ηλεκτρονικού και ηλεκτρολογικού υλικού» (31,9%) κλπ. Πτώση κερδών κατέγραψαν οι κλάδοι δέρματος - γούνας, ενδυμάτων - υποδημάτων, επίπλων - φωτιστικών κλπ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ