Ο Χρήστος Καπράλος, ο αξέχαστος πλαστουργός της μνημειακής «Ζωφόρου της Πίνδου», που κοσμεί πλέον το Περιστύλιο της Βουλής, αλλά και ο πλάστης τόσων άλλων σπουδαίων έργων, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους δημιουργούς, όχι απλώς της ελληνικής, αλλά και της διεθνούς γλυπτικής του 20ού αιώνα. Σεμνός και αθόρυβος «χειρώνακτας», φίλος και αντίπαλος της πέτρας και του ξύλου, του πηλού και του μπρούντζου, δημιούργησε μια γλυπτική που συνδυάζει τα αρχαϊκά χαρακτηριστικά με τις σύγχρονες αναζητήσεις και διακρίνεται για τη μνημειακότητα, την πηγαιότητα, την εκφραστική δύναμη και τον εσωτερικό της πλούτο. Μια γλυπτική που είναι εικόνα της ίδιας της ζωής.
Εμμένοντας σε μια ανθρωποκεντρική, μνημειώδη γλυπτική, ο Χρ. Καπράλος εμπνεύστηκε αδιάλειπτα από την ελληνική μυθολογία, αλλά και από την αρχαία ελληνική τέχνη. Στο έργο του συναντά κανείς έννοιες όπως η εγκαρτέρηση, η αυτοθυσία, ο ηρωισμός, έννοιες που θίγουν την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα γλυπτά του, απαλλαγμένα από περιγραφικά και φιλολογικά στοιχεία του ρεαλισμού, διακρίνονται όχι μόνο για την πλαστική και τη δομή τους, αλλά και για το συμβολισμό τους και τη σχέση τους με τη γλυπτική παράδοση. Σημαντικό χαρακτηριστικό των παρουσιαζόμενων έργων αποτελεί η ιδιαιτερότητα της τεχνικής του καλλιτέχνη. Πρόκειται για τη λεγόμενη τεχνική του «χαμένου κεριού», μια αναβίωση της αρχαίας ελληνικής τεχνικής που ο Χρ. Καπράλος εφάρμοσε στα χάλκινα γλυπτά έργα του. «Με τη μέθοδο αυτή», αναφέρει η Αλεξάνδρα Κοροξενίδη στον κατάλογο, «ο Καπράλος πρωτοτυπεί ως προς τη συνήθη τεχνική που προϋποθέτει δουλιά στον πηλό και στη συνέχεια στο γύψο. Δουλεύει κατευθείαν σε κέρινες επιφάνειες τις οποίες, αφού τις οπλίζει με αγωγούς που τροφοδοτούν το μέταλλο τις χυτεύει στους ειδικά προετοιμασμένους φούρνους του χυτηρίου του».
Με τα χάλκινα έργα αυτής της τεχνικής, ο καλλιτέχνης εκπροσώπησε την Ελλάδα στην «Μπιενάλε» της Βενετίας το 1962, αποκομίζοντας τεράστια επιτυχία και διεθνή αναγνώριση. «Καρπός» αυτής της επιτυχίας, ήταν η δημιουργία ενός νέου εργαστηρίου στην Αίγινα, όπου φιλοτέχνησε, από το 1965 έως το θάνατό του, πλήθος έργων. Στην αγαπημένη του Αίγινα, δύο χρόνια πριν το «φευγιό» του, ιδρύθηκε το «Ιδρυμα Χρήστου και Σούλης Καπράλου», το οποίο λειτουργεί από το 1995 ως μουσείο και φιλοξενεί ένα μεγάλο κομμάτι της πολύμορφης δημιουργίας του. Την έκθεση, που θα διαρκέσει έως τον Ιούλιο, μπορεί το κοινό να την επισκεφτεί κάθε Τετάρτη (6μ.μ. - 8μ.μ.) και Σάββατο (11π.μ. - 3μ.μ.).