Αν οι ιδιώτες, όμως, έχουν διαθέσιμα κεφάλαια και δεν τα επενδύουν, αυτό σημαίνει ότι δεν είναι ικανοποιημένοι από την πολιτική της κυβέρνησης έναντι της επιχειρηματικότητας. Αρα, λοιπόν, η κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει με τόλμη σε μεταρρυθμίσεις, που θα απελευθερώσουν τις παραγωγικές δυνάμεις της οικονομίας και θα δημιουργήσουν ένα ευνοϊκό κλίμα για τις επενδύσεις».
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από πρόσφατο άρθρο του Ν. Νικολάου στην «Καθημερινή» και το αναδημοσιεύουμε, γιατί αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της αστικής οικονομικής σκέψης, τόσο γενικά, όσο και ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία. Κι όχι μόνον αυτής, αλλά και της πολιτικής των κυβερνώντων, όπως και αυτής του ΠΑΣΟΚ και των κάθε λογής οπαδών της λογικής του «ευρωμονόδρομου» και της «ελεύθερης αγοράς». Οι κεφαλαιοκράτες απαιτούν συνεχώς και φτηνότερους και με ακόμη λιγότερα δικαιώματα εργάτες. Και δεν πρόκειται ποτέ να «χορτάσουν», εκτός των άλλων, επειδή ο μεταξύ τους ανταγωνισμός, όχι μόνο δεν έχει σταματημό, αλλά συνεχώς δυναμώνει.
ΥΓ: Για το χαρακτηρισμό των κεφαλαιοκρατών, ως «παραγωγικών δυνάμεων», καλύτερα να μη μιλήσουμε...
Αναρωτιέστε, μήπως, γιατί έπιασε την κυβέρνηση τόση πρεμούρα με την «απελευθέρωση» του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων και την κατάργηση της κυριακάτικης αργίας; Αν ναι, αναζητήστε την απάντηση στο γεγονός πως, μέσα στο 2005, εγκαταστάθηκαν στη χώρα μας περίπου άλλες 20 πολυεθνικές «αλυσίδες», από το εμπόριο τροφίμων μέχρι τις οικιακές συσκευές και τα βιβλία. Και, βέβαια, στοχεύουν στην απόσπαση ενός σεβαστού -τουλάχιστον - μεριδίου του εγχώριου λιανικού εμπορίου, μαζί με τα ανάλογα κέρδη. Και δεν είναι μόνον αυτές. Από κοντά έρχονται οι μεγάλες εταιρίες κατασκευής και εκμετάλλευσης εμπορικών κέντρων, όπου συνήθως εγκαθίστανται οι προαναφερόμενες «αλυσίδες», οι τράπεζες που παρέχουν με το αζημίωτο τα σχετικά δάνεια και πάει λέγοντας.
Για παράδειγμα, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός, ότι στα πρόσφατα εγκαίνια ενός μεγάλου εμπορικού κέντρου, οι μεγαλοτραπεζίτες έθεσαν δημόσια το θέμα της κυριακάτικης αργίας...
Μπορεί το γήπεδο του Παναθηναϊκού να μη μεταφερθεί τελικά στο Γουδί, αλλά το τελευταίο, μάλλον, δεν έχει γλιτώσει από σχέδια κι επιδιώξεις οικονομικής εκμετάλλευσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Σύμφωνα, με δημοσιογραφικές πληροφορίες, τα υπουργεία Πολιτισμού και Εθνικής Αμυνας υπέγραψαν πρόσφατα μνημόνιο συνεργασίας, για τη δημιουργία ενός πολυχώρου για εμπορικές και ψυχαγωγικές χρήσεις. Μάλιστα, για την προώθηση των επιδιώξεων αυτών δημιουργείται μια κοινοπραξία με τη συμμετοχή του Ταμείου Εθνικής Αμυνας (ΤΕΘΑ) και της εταιρίας «Ολυμπιακά Ακίνητα ΑΕ», η οποία έχει αναλάβει να εκπονήσει και να παρουσιάσει τα σχετικά σχέδια μέχρι τις αρχές Φλεβάρη.
Να θυμίσουμε ότι ολόκληρος ο χώρος, γνωστός ως Πάρκο Γουδί, έχει χαρακτηριστεί με το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας (1985), ως μητροπολιτικός χώρος πρασίνου. Το 1997 ο Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας ανέθεσε στο ΕΜΠ μελέτη για τη δημιουργία Μητροπολιτικού Πάρκου. Η μελέτη παραδόθηκε το 1999 και αφορούσε στην αξιοποίηση 4.500 στρεμμάτων με πυρήνα τα 965 στρέμματα του κεντρικού αδόμητου χώρου. Παρά τις σχετικές υποσχέσεις των κυβερνητικών αρμοδίων, όμως, τόσο της προηγούμενης κυβέρνησης, όσο και της νυν, η προαναφερόμενη μελέτη δεν έχει θεσμοθετηθεί μέχρι σήμερα.
Οσοι, λοιπόν, αναθάρρησαν, όταν άκουσαν τις ανακοινώσεις για το γήπεδο του Παναθηναϊκού και πίστεψαν ότι η ταλαίπωρη Αθήνα θα αποκτήσει επιτέλους ένα Μητροπολιτικό Πάρκο, ας πάρουν τα μέτρα τους...
Μίλησε για «καθεστηκυία τάξη» και την «ανάγκη ανατροπής της», αφού «δεν τα κατάφερε καλά από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, για τον λαό και τον τόπο». Δήλωσε, ακόμη, ότι ο ίδιος είναι «εκτός συστήματος», όπως και διάφορα άλλα παρόμοια, με τον συνηθισμένο και πονηρό λαϊκίστικο τρόπο του. Για τον πρόεδρο του ΛΑΟΣ, Γ. Καρατζαφέρη, μιλάμε, που τις τελευταίες μέρες τυγχάνει ιδιαίτερης προβολής από μια σειρά τηλεοπτικών σταθμών και άλλων ΜΜΕ.
Βέβαια, κανείς εξ όσων τον φιλοξένησαν σε τηλεοπτικές εκπομπές δεν τον ρώτησε τι εννοεί όταν μιλάει για «καθεστηκυία τάξη» και «σύστημα» και, επομένως, τι θέλει να ανατρέψει. Ισως, δεν το θεώρησαν και αναγκαίο, γνωρίζοντας ότι ο κ. Καρατζαφέρης κάθε άλλο παρά εννοεί την ολιγαρχία του πλούτου και το καπιταλιστικό σύστημα. Ισως, πάλι, δεν ήθελαν να του χαλάσουν τον λαϊκιστικό του οίστρο. Ετσι ή αλλιώς, πάντως, η ουσία παραμένει. Τα συμφέροντα του λαού βρίσκονται στον αντίποδα αυτών της πλουτοκρατίας. Ούτε μπορούν να συμβαδίσουν, ούτε να συνυπάρχουν αρμονικά και ικανοποιημένα. Μόνο στα ...λόγια γίνονται αυτά, όπως και στα λαϊκιστικά και δημαγωγικά συνθήματα του κ. Καρατζαφέρη.
Γιατί - ασχέτως του τι λένε οι αρμόδιοι υπουργοί - στην περίφημη υπόθεση του «βασικού μετόχου», θυμίζουμε πως οι συνταγματικές διατάξεις «πήγαν περίπατο» και, μάλιστα, υπό το χλευασμό «μικρομεσαίων» ευρωενωσιακών αξιωματούχων. Και μόνο το «μάγκωμα» των πρωτοκλασάτων κυβερνητικών στελεχών για το θέμα, το ομολογεί.
Αυτή η υπόθεση που πέρασε, αλλά - δυστυχώς για τους κυβερνώντες - δεν ξεχάστηκε, είναι σαφώς διδακτική για την κατεύθυνση, στην οποία θα κινηθεί και η νέα αναθεώρηση. Βλέπετε, τίποτε δεν είναι στις μέρες μας αρκετά κακό, ώστε να μην μπορεί να γίνει χειρότερο.
Οσον αφορά τη συναίνεση που απαιτείται για κάτι τέτοιο, πρέπει να τη θεωρούμε από τώρα δεδομένη κι ας είναι ψηλά αυτές τις μέρες οι τόνοι της αντιπαράθεσης Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ.
Εχουν αποδείξει πως όταν η «ελεύθερη αγορά», οι Βρυξέλλες και οι εγχώριοι κεφαλαιοκράτες ζητούν συγκεκριμένα πράγματα, μπορούν, ωραιότατα, και να τα βρίσκουν και να τα συνυπογράφουν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΘΡΑΣΟΥΣ, αν μη τι άλλο. Οι εξαγωγείς της Βόρειας Ελλάδας (μεταξύ τους και πολλοί βιομήχανοι, φυσικά) διαμαρτύρονται γιατί καθυστερούν 30 μέρες να τους επιστραφούν χρήματα από φοροαπαλλαγές για τις εξαγωγές τους!
Προφανώς, τέτοιου είδους μεγαλοσχήμονες δεν ανέχονται ...μύγα στο σπαθί τους, όταν πρόκειται να τους επιστραφούν χρήματα, μια και θεωρούν ότι είναι υποχρέωση της χώρας, για τις υπηρεσίες που της προσφέρουν κερδοσκοπώντας.
Μόνο που ...βρίσκουν και τα κάνουν. Κι αυτό που βρίσκουν δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια κυβέρνηση που τους υποστηρίζει με κάθε τρόπο, ελαχιστοποιώντας τα ρίσκα τους και πολλαπλασιάζοντας τα οφέλη.
Η ετήσια συμμετοχή της Ελλάδας στα έσοδα της ευρωένωσης ανέρχεται στο 1,27% του ελληνικού ΑΕΠ. Το ποσοστό αυτό, με τα 193 δισεκατομμύρια ευρώ που είναι φέτος το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν ανέρχεται περίπου στα 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Επομένως, για επτά χρόνια, θα ανέλθει στα 17,5 δισ. ευρώ. Κι αν συνυπολογιστεί μια ελάχιστη ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά 3% -οι κυβερνώντες μιλάνε για αρκετά μεγαλύτερη - τότε το συνολικό ποσό, που θα δώσει η χώρα μας στην ευρωένωση ξεπερνά τα 19 δισ. ευρώ, ενώ θα έχει δικαίωμα να πάρει 20,1 δισ. ευρώ. Δικαίωμα, το οποίο θα εξαρτηθεί από τον βαθμό απορρόφησης. Και μέχρι σήμερα, οι απορροφήσεις των σχετικών κονδυλίων φθάνουν στο 50%, 60%, 70% και στην καλύτερη περίπτωση στο 75%. Ολοφάνερο, λοιπόν, το συμπέρασμα: Χαμένη από χέρι είναι η Ελλάδα στο «πάρε - δώσε» με την ευρωένωση.
Και να σκεφθείτε ότι όλα όσα αναφέρονται στο προηγούμενο σχόλιο αφορούν στην ποσοτική και μόνο πλευρά της όλης υπόθεσης. Γιατί, εκτός απ' αυτή, υπάρχει και η ποιοτική. Δηλαδή, ποιοι δίνουν τα δισεκ. ευρώ, που πηγαίνουν στα ταμεία της Ευρωένωσης και τι γίνονται, όπως και ποιοι τσεπώνουν αυτά, που παίρνει η χώρα μας από τις Βρυξέλλες.
Και σε ό,τι αφορά το πρώτο ερώτημα, δε χρειάζονται και πολλά λόγια. Ο λαός πληρώνει τη συμμετοχή της χώρας στον προϋπολογισμό της ΕΕ, αφού τα χρήματα αυτά αποτελούν μέρος της έμμεσης φορολογίας. Σε ό,τι αφορά στο δεύτερο, αρκεί να σημειώσουμε δυο πράγματα: Πρώτον, ότι η αξιοποίηση των κονδυλίων προϋποθέτει την έγκριση των Βρυξελλών και δεύτερον την προχτεσινή δήλωση του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, Γ. Αλογοσκούφη. Σύμφωνα με την τελευταία, τα χρήματα του Δ' ΚΠΣ θα χρησιμοποιηθούν κυρίως για την ενίσχυση της παρουσίας των κεφαλαιοκρατών στα Βαλκάνια και την προώθηση των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων και των γενικότερων στόχων της διαβόητης στρατηγικής της Λισαβόνας.
Με δυο λόγια, επομένως, ο λαός πληρώνει και οι κεφαλαιοκράτες ωφελούνται και, μάλιστα, πολύμορφα. Και με την παροχή «ζεστού» χρήματος (επιδοτήσεις, κίνητρα, κλπ.), και με την προώθηση της αντιλαϊκής πολιτικής και των αντεργατικών μέτρων...
Σκόπιμο είναι, επίσης, να σημειωθούν ορισμένες ακόμη πλευρές, σχετικά με τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης (ΚΠΣ), που έχουν τη δική τους σημασία. Εχοντας οι Βρυξέλλες το δικαίωμα της έγκρισης των όποιων προγραμμάτων, έχουν ουσιαστικά τη δυνατότητα του προσανατολισμού και ελέγχου των σχετικών οικονομικών δραστηριοτήτων. Κι όχι μόνον όσων αντιστοιχούν στο ύψος του εκάστοτε ΚΠΣ, αλλά και των καθόλου ευκαταφρόνητων κονδυλίων από τους κρατικούς προϋπολογισμούς, που αποτελούν προϋπόθεση για την εκταμίευση των ευρωενωσιακών κονδυλίων. Με δυο λόγια, η διαβόητη «βοήθεια» της ΕΕ αποτελεί στην πραγματικότητα το μοχλό, για τον εντεινόμενο συνεχώς εγκλωβισμό και ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας και της χώρας συνολικά στην ευρωένωση και, ταυτόχρονα, για την καταλήστευση του παραγόμενου πλούτου από τους ντόπιους και ξένους κεφαλαιοκράτες.
Τέλος, ας σκεφτεί ο καθένας, γιατί οι κάθε λογής οπαδοί του «λιγότερου κράτους», από την κυβέρνηση μέχρι και τον ΣΕΒ, πανηγυρίζουν τις μέρες αυτές, για το ύψος του Δ' ΚΠΣ. Πανηγυρίζουν, δηλαδή, επειδή το κράτος θα διαχειριστεί το τεράστιο ποσό των 20,5 δισ. ευρώ, χώρια τα δισ. της υποχρεωτικής εθνικής συμμετοχής. Προφανώς, δεν πανηγυρίζουν τυχαία...
Αυξημένο εμφανίζεται, σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές, το ποσοστό των Ελλήνων που πιστεύει ότι το νέο έτος θα είναι χειρότερο και όχι καλύτερο απ' αυτό που πέρασε, ενώ η Ελλάδα καταλαμβάνει τη θέση τής πλέον απαισιόδοξης χώρας του κόσμου. Αυτά είναι τα βασικά ευρήματα της παγκόσμιας έρευνας, για τις «προσδοκίες» των πολιτών το 2006, που διενεργήθηκε από την TNS ICAP και την «Gallup International» σε 62 χώρες του πλανήτη.
Και δεν είναι αβάσιμες, βέβαια, οι απαισιόδοξες προσδοκίες των Ελλήνων. Αλλωστε, το «κάθε φέτος και χειρότερα» έχει στρογγυλοκαθίσει για τα καλά, εδώ και χρόνια, στα λαϊκά νοικοκυριά. Μόνο που τα ευρήματα της παραπάνω έρευνας έχουν τις αιτίες τους και αποκαλύπτουν με το δικό τους τρόπο τα «επιτεύγματα» των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Είναι ολοφάνερο, πως η εφαρμογή των αντιλαϊκών μέτρων και πολιτικών, που συναποφασίζονται στις Βρυξέλλες και υπηρετούν το ίδιο καλά οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, παράγουν όλο και μεγαλύτερη απαισιοδοξία για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα στην Ελλάδα.