Ως μέτρο λοιπόν για την καλύτερη προστασία τους από τις πυρκαγιές στο μέλλον, η βουλευτής Σάμου του ΣΥΡΙΖΑ τους πρότεινε να οργανώσουν ένα εθελοντικό κίνημα, χρησιμοποιώντας τη γνώση του δικτύου της Σάμου. Οπως είπε: «η Σάμος διαθέτει ένα από τα καλύτερα εθελοντικά δίκτυα δασοπυρόσβεσης στην Ελλάδα, με υπερδιπλάσια δύναμη από εκείνη της Πυροσβεστικής». Μόνο που έτσι η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ ενισχύει την πολιτική που δημιούργησε αυτή την κατάσταση αφού μεταφέρει την ανάγκη πυροπροστασίας στις πλάτες του λαού.
Αυτό θέλουν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ. Εχοντας ήδη υποβαθμίσει την Πυροσβεστική, θέλουν με την αναδιάρθρωση που προχωρά η συγκυβέρνησή τους (με τη βοήθεια της ΔΗΜΑΡ) να κλείσει σταθμούς, υπηρεσίες και κλιμάκια και να υποκατασταθεί η πυρασφάλεια, μία από τις βασικές υποχρεώσεις του κράτους, από εθελοντές, ΜΚΟ κ.ά.. Και με αυτή την πρόταση της βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, γίνεται σαφές πως όχι μόνο δεν συμβάλλουν στην ανάδειξη των ευθυνών των κυβερνήσεων και της σημερινής, όχι μόνο δεν συμβάλλουν στην ανάγκη οργάνωσης από το κράτος όλων των αναγκαίων υποδομών πυροπροστασίας, αλλά καλούν τους κατοίκους της Χίου να φτιάξουν τα δικά τους εθελοντικά δίκτυα βοηθώντας τη συγκυβέρνηση στο έργο της.
Οτι «η ΠΑΣΚΕ δεν είναι παράταξη ενός κόμματος, είναι η συνδικαλιστική έκφραση της ευρύτερης σοσιαλιστικής και δημοκρατικής αριστεράς», φέρεται (σύμφωνα με χτεσινά δημοσιεύματα) να δήλωσε ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γ. Παναγόπουλος. Την ίδια στιγμή πυκνώνουν τα σενάρια περί «ρήξης» συνδικαλιστικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ με το συγκεκριμένο κόμμα και πρωτοβουλιών που δεν αποκλείεται να σχετίζονται ή ακόμα και να συμβάλλουν στην αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού. Αλλωστε, εδώ και καιρό το βάθεμα της κρίσης και οι δυσκολίες διαχείρισής της γεννούν εξελίξεις (διαφοροποιήσεις, διαφωνίες, ανταγωνισμούς κ.τ.λ.) και στο εσωτερικό των αστικών πολιτικών κομμάτων, κατά συνέπεια και των συνδικαλιστικών τους παρατάξεων κ.τ.λ. Βέβαια, από τη διαφοροποίηση μέχρι την υπεράσπιση των εργατικών συμφερόντων και αναγκών παραμένει τεράστια η απόσταση, αν η πρώτη κινείται στο πλαίσιο διαχείρισης της κρίσης υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου, αν, σε τελική ανάλυση, παραμένει αναμφισβήτητη η προστασία των συμφερόντων των μονοπωλίων. Αν, δηλαδή, όλες οι «διαφοροποιήσεις» που εκφράζονται δεν είναι παρά μια προσπάθεια «να βάλει ο Μανωλιός τα ρούχα του αλλιώς», όπως θα 'λεγε και ο λαός μας.
Ενα είναι το σίγουρο: Οτι η μεγαλοεργοδοσία και οι μηχανισμοί της θα εντείνουν την επιχείρηση παραπλάνησης και χειραγώγησης των εργαζομένων ώστε να μην αντιδράσουν στη σαρωτική επίθεση που δέχεται η ζωή τους. Οι «παγίδες» και οι «τρικλοποδιές» για την εξουδετέρωση των αγωνιστικών διαθέσεων και κινητοποιήσεων των εργαζομένων, τα εμπόδια για την ταξική συσπείρωση και οργάνωσή τους, θα πολλαπλασιάζονται με ραγδαίους ρυθμούς. Μέσα σ' αυτά τα δεδομένα, κριτήριο για την εργατική τάξη πρέπει να είναι αν η κάθε (πολιτική και συνδικαλιστική) δύναμη στέκεται υπέρ ή κατά της υπεράσπισης των συμφερόντων των μονοπωλίων. Γιατί δε γίνεται να υπερασπίζεσαι και τα μονοπώλια, την «ανταγωνιστικότητα», την «επιχειρηματικότητα», την «ανάπτυξη» (με όρους διαρκούς συμπίεσης της τιμής της εργατικής δύναμης και κατεδάφισης των λαϊκών κατακτήσεων) και τους εργαζόμενους.
Αλλωστε, ότι τέτοιου είδους «διαφοροποιήσεις» δε λειτουργούν πάντα προς το συμφέρον των εργαζομένων το μαρτυρά ήδη και η πείρα από διάφορους κλάδους. Για παράδειγμα, ο Γ. Παναγόπουλος, που προσπαθεί να εμφανιστεί ότι είναι αντίθετος στην πολιτική γραμμή του ΠΑΣΟΚ, στις πρόσφατες αρχαιρεσίες της ΟΤΟΕ ήταν υποψήφιος με μια νέα παράταξη, τη «Διαφάνεια». Η οποία, στο τελευταίο ΔΣ του Συλλόγου υπαλλήλων της Εθνικής Τράπεζας, μαζί με τις παρατάξεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ αποφάσισαν να υπογράψουν με την εργοδοσία ΣΣΕ με μειώσεις μισθών από 4% έως 11%.
Κοινό επιχείρημα με το οποίο δικαιολόγησαν τη συμφωνία τους στη μείωση των μισθών ήταν ότι «έτσι διασφαλίζεται η σύμβαση και οι θέσεις εργασίας». Δηλαδή, το επιχείρημα του «σύμβαση να 'ναι κι ό,τι να 'ναι», που προσαρμόζει το περιεχόμενο της ΣΣΕ στις ανάγκες προστασίας του μεγάλου κεφαλαίου, τσακίζει κατακτήσεις και αφήνει τους εργαζόμενους με την αυταπάτη ότι σώζουν θεσμούς που βέβαια με αυτή την υποχωρητική τακτική... αχρηστεύονται.
Επίσης, σημείο συνάντησης των δυνάμεων αυτών ήταν ότι σχεδόν (όπως έγραφε και το προχτεσινό ρεπορτάζ του «Ρ») «εδώ κι ένα χρόνο βρίσκονταν σε συνεχείς διαβουλεύσεις με τη διοίκηση της Εθνικής για τη μείωση των μισθών. Αρνήθηκαν επανειλημμένα την πρόταση των ταξικών δυνάμεων, της "Ενιαίας", να γίνει Γενική Συνέλευση για να αποφασίσουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Αγνόησαν το ψήφισμα που έφεραν οι ταξικές δυνάμεις και υπερψήφισαν οι εργαζόμενοι στην εκλογοαπολογιστική συνέλευση (την οποία ήταν αναγκασμένοι να συγκαλέσουν) ότι δε δέχονται καμία μείωση στους μισθούς. Κορόιδεψαν τους εργαζόμενους όταν πριν τις εκλογές του Συλλόγου είχαν κυκλοφορήσει αφίσα στην οποία έγραφαν "Ο Σύλλογος απορρίπτει την πρόταση της διοίκησης για μείωση των μισθών"». Αρα, οι όποιες «διαφοροποιήσεις» τους εξουδετερώνονται μπροστά στην εξυπηρέτηση της εργοδοσίας.
Για το στόχο, άλλωστε, δεν υπάρχει καμία συζήτηση, πρέπει να φύγουν 150.000 υπάλληλοι και ο δημόσιος τομέας να λειτουργεί αποκλειστικά για τους εφοπλιστές, τους βιομήχανους και τους τραπεζίτες.
Τώρα, αν αυτά θα γίνουν με απολύσεις, εφεδρείες, ωριμάνσεις ή ό,τι άλλο κατεβάζει η δημιουργική τους φαντασία, λίγο νοιάζει αυτούς που υπαγορεύουν αυτήν την πολιτική.
Κι έτσι αποκτήσαμε ...υπουργούς - γλωσσολόγους που κάνουν ό,τι μπορούν για να μπερδέψουν το λαό. Είτε τους δημόσιους υπάλληλους που θα δουν τις δουλειές τους να χάνονται και τους μισθούς να μειώνονται είτε τους άλλους εργαζόμενους που θα έχουν ένα Δημόσιο χωρίς καμία σχέση με τις ανάγκες τους.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΦΗΜΗ επίσκεψη Γιούνκερ τι να πει κανείς; Οταν μας δουλεύουν τόσο εξόφθαλμα μόνο οργή μπορεί να προκαλέσουν.
Αναγνωρίζει λέει τις θυσίες του ελληνικού λαού. Ε, μάλλον αυτή είναι η δουλειά του. Να επιβάλλει πολιτικές λιτότητας, τη μία χειρότερη από την άλλη και μετά να ...εξάρει αυτούς που θα τις υποστούν.
Ιδίως δεν αντιδρούν και δεν αμφισβητούν με κανέναν τρόπο τις πολιτικές που εφαρμόζονται.
Μπορεί ο Αντώνης Σαμαράς και οι υπόλοιποι να αρέσκονται στο να ευχαριστούν δημόσια κάτι τέτοιους εκπροσώπους του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, τους βεβαιώνουμε όμως ότι δεν ισχύει το ίδιο για τον ελληνικό λαό.
Σύντομα, άλλωστε, θα διαπιστώσουν τις διαθέσεις του. Ιδίως αν επιχειρήσουν να «περάσουν» όλα αυτά που έχουν εδώ και μήνες σχεδιάσει.
Παράλληλα, οι άνεργοι γονείς, στερούμενοι της δυνατότητας φιλοξενίας των παιδιών τους, στερούνται των προϋποθέσεων για εξεύρεση εργασίας. Αν και η κυβερνητική πολιτική έχει φροντίσει ώστε να καταδικάζονται στην ανέχεια χιλιάδες οικογένειες, είτε μένοντας στην ανεργία είτε βρίσκοντας ένα μεροκάματο με μισθό πείνας. Είναι υποκρισία, λοιπόν, δήμοι να καυχιόνται ότι έχουν ικανοποιήσει όλες τις αιτήσεις που έχουν κατατεθεί από γονείς της περιοχής τους για φιλοξενία παιδιών, αφού απορρίπτεται εξαρχής μια μεγάλη πλέον μερίδα εργαζομένων που η κρίση τους ώθησε στην ανεργία.
Το αίτημα που πρέπει να προβληθεί και να διεκδικηθεί είναι ένα και μοναδικό. Κανένα παιδί να μη μείνει εκτός παιδικών σταθμών.
Μετά την προπαγανδιστική του αξιοποίηση και στην Ελλάδα, κύρια από το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ, το φαινόμενο Ολάντ έχει αρχίσει να «ξεφουσκώνει» ραγδαία, ακόμα και στο εσωτερικό της Γαλλίας. Η προσπάθεια της ντόπιας σοσιαλδημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένου και του ΣΥΡΙΖΑ, να παρουσιάσουν προεκλογικά τον Ολάντ σαν τον φορέα τάχα της αλλαγής στην ΕΕ, για να κοροϊδέψουν το λαό και να του καλλιεργήσουν αυταπάτες, απογυμνώθηκε παταγωδώς από τις πρώτες μέρες της διακυβέρνησης του νέου Γάλλου Προέδρου. Από τις δηλώσεις και πρωτοβουλίες του, φάνηκε καθαρά ότι καμιά επί της ουσίας αντίρρηση δεν είχε με τη στρατηγική της ΕΕ, αλλά αντίθετα στόχος του ήταν να υπερασπιστεί πιο αποτελεσματικά τα συμφέροντα της γαλλικής αστικής τάξης σε κόντρα με τη Γερμανία, σε μια Ευρωζώνη βυθισμένη στην κρίση και στους ανταγωνισμούς. Λίγους μήνες μετά την εκλογή του, ο γαλλικός Τύπος που πρόσκειται στη λεγόμενη κεντροαριστερά, χαρακτηρίζει «πολύ μέτρια» την αντιμετώπιση από τον Ολάντ των οικονομικών προβλημάτων που έχουν η Γαλλία και η ΕΕ, καθώς, όπως ισχυρίζονται, «ακόμη δεν έχει εξηγήσει πώς θα υλοποιήσει τις εμφανώς αντιφατικές προεκλογικές του υποσχέσεις για ανάκαμψη, ενόσω παράλληλα θα μειώσει το έλλειμμα του γαλλικού προϋπολογισμού σε 3% τον επόμενο χρόνο».
Η κριτική που του ασκείται βέβαια γίνεται από τη σκοπιά των συμφερόντων της αστικής τάξης, που προσδοκούσε περισσότερα από τον διάδοχο του Σαρκοζί και τώρα του καταλογίζει ότι είναι ράθυμος στο κυβερνητικό του έργο. Την ίδια κριτική αναπαράγει όμως και ο Μελανσόν, ο «κολλητός» του ΣΥΡΙΖΑ και υποστηρικτής του Ολάντ στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του Μάη. Δίπλα σε όλους αυτούς, η κεντροαριστερή «Liberation» και η «Le Monde» κριτικάρουν τον Ολάντ για «διστακτική στάση» και «ακινησία». Ακόμα και η «Αυγή» αναπαρήγαγε άρθρο του βρετανικού «Γκάρντιαν», στο οποίο ο Ολάντ κατηγορείται ότι «έχει επιλέξει να παραμείνει στο δρόμο των πολιτικών της τιμωρητικής λιτότητας που καταστρέφουν τις ευρωπαϊκές χώρες» και ότι «έχει παρασυρθεί από τη νεοφιλελεύθερη θάλασσα και δεν προβάλλει αντίσταση». Ολοι αυτοί που προεκλογικά έγραφαν ύμνους για τον Ολάντ, τώρα «τα στρίβουν», όπως κάνουν συνήθως, έχοντας εκπληρώσει την αποστολή τους σε βάρος του λαού. Αδικα όμως κατηγορούν τον Ολάντ για «ακινησία». Τις επόμενες μέρες, στην ατζέντα της γαλλικής Προεδρίας βρίσκεται η συζήτηση για τις νέες περικοπές ύψους 33 δισ. ευρώ από τις κρατικές δαπάνες στον προϋπολογισμό του 2013, προκειμένου το γαλλικό έλλειμμα να κατέβει στο 3%, που είναι ο στόχος της Ευρωζώνης. Τη δουλειά των μονοπωλίων κάνει ο άνθρωπος, για την οποία άλλωστε εκλέχτηκε...