Κυριακή 9 Απρίλη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΠΑΙΔΕΙΑ

Κείμενα

Δημήτρης ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

Μαρίνα ΚΑΛΛΙΓΕΡΗ

ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ - ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΝΔ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ
Αλλος ένας λόγος να τους «μαυρίσουμε»

Ο βίος και η πολιτεία της κυβέρνησης Σημίτη είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικά και στο χώρο της Παιδείας. Μέσα από την κεντρική πολιτική, που εφαρμόστηκε με τους δύο νόμους 2525/97 και 2640/98 της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, έβαλε τα θεμέλια για την αποδιάρθρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και για τη συγκρότησή της με τέτοιο τρόπο που θα εξυπηρετούνται τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, της οικονομίας της αγοράς. Στα συρτάρια βρίσκονται τα σχέδια για την πολυκατηγοριοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης.

Η δήθεν ελεύθερη πρόσβαση όλων στα πανεπιστήμια - με την προϋπόθεση ότι θα έχουν εθνικό απολυτήριο - προσπαθεί να συγκαλύψει την αποψίλωση του Λυκείου. Ενός Λυκείου που μετατρέπεται σε ένα απέραντο εξεταστικό κέντρο, απαγορευτικό για χιλιάδες παιδιά των λαϊκών στρωμάτων.

Οχι άδικα λοιπόν αυτή η βάναυση, αντιλαϊκή, αντιεκπαιδευτική πολιτική συνάντησε την αντίδραση και αντίσταση χιλιάδων μαθητών, εκπαιδευτικών και γονιών που ανέπτυξαν ένα μεγαλειώδες αγωνιστικό κίνημα. Η εμπειρία που καταγράφτηκε στους δρόμους της λαϊκής αντίστασης μπορεί και πρέπει να εκφραστεί και στην κάλπη, με καταδίκη όσων εφάρμοσαν, στήριξαν την αντιεκπαιδευτική πολιτική και με επιβράβευση του ΚΚΕ, που πάλεψε με συνέπεια μέσα και δίπλα στο μαθητικό και λαϊκό κίνημα.

ΝΔ
Συμπληρώνει και επαυξάνει σε αντιλαϊκά μέτρα

Μέσα από το πρόγραμμά της για την Παιδεία, η ΝΔ προαναγγέλλει τα επόμενα βήματα, τα οποία ήδη έχει ανακοινώσει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο η κυβέρνηση.

Εχοντας την ίδια αφετηρία με την κυβέρνηση, την προσαρμογή δηλαδή της εκπαίδευσης στις απαιτήσεις που δημιουργούν οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, προβάλλει: Την «ανάπτυξη ενός ευέλικτου, δυναμικού και ανταγωνιστικού εκπαιδευτικού συστήματος, στο πλαίσιο της ΕΕ, που θα συνδέεται με τις σύγχρονες παραγωγικές δραστηριότητες», την «αποκέντρωση της Παιδείας, με εκχώρηση ευθυνών, αρμοδιοτήτων και πόρων ανά σχολική μονάδα. Δρομολογεί την κατηγοριοποίηση των σχολείων ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες των δήμων, αλλά και των γονέων, δημιουργώντας καθαρά ταξικά σχολεία, την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών και την άρση της μονιμότητας, την πλήρη διάλυση της δημόσιας εκπαίδευσης.

Η εξαγγελία της για νέες ευκαιρίες στην εκπαίδευση συμβαδίζει με την υποβάθμιση της «δημόσιας» εκπαίδευσης, που θα λειτουργεί - όπως λέει - με βάση την «αρχή της ανταποδοτικότητας, μέσω του συναγωνισμού θα γίνει ανταγωνιστική», ενώ βασική παράμετρος στην «αναβάθμισή της» είναι η απώλεια από τους εκπαιδευτικούς της «δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη μονιμότητα και τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών.

Στο πρόγραμμά της άλλωστε τοποθετείται ξεκάθαρα στα ζητήματα της αξιολόγησης: «Στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση η αξιολόγηση πραγματοποιείται από στελέχη της εκπαίδευσης (βλέπε διορισμένους από την κυβέρνηση) και συνδέεται με την υπηρεσιακή εξέλιξη». Ταυτόχρονα εξαγγέλλει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, ισχυριζόμενη με θράσος ότι θα είναι «μη κερδοσκοπικά ιδρύματα». Αν είναι δυνατόν ποτέ η ιδιωτική πρωτοβουλία και το κεφάλαιο να μην έχει σκοπό το κέρδος. Ταυτόχρονα ξεκαθαρίζει τη θέση της, όσον αφορά στη φοιτητική μέριμνα, που είναι: κατάργηση των φοιτητικών εστιών και συνεπώς της σίτισης και της στέγασης και αντικατάστασή τους από «κρατική σηματοδότηση για τη στέγασή τους εκτός εστιών», ενώ ακολουθεί η κατάργηση της δωρεάν χορήγησης συγγραμμάτων σε όλους τους φοιτητές και η αντικατάστασή της από την «κάρτα προμήθειας συγγραμμάτων».

Ετοιμάζουν αντιδραστικά μέτρα στα πανεπιστήμια

Η αντιδραστική αναδιάρθρωση που επιχειρήθηκε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αποτελεί την πρώτη πράξη στο έργο της συρρίκνωσης της δημόσιας δωρεάν παιδείας. Σύμφωνα με τις εντολές της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως αυτές έχουν κωδικοποιηθεί στις ντιρεκτίβες της, η δεύτερη πράξη θα παιχτεί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ολα δείχνουν ότι το σκηνικό και εκεί θα αλλάξει σε συντηρητική κατεύθυνση με την αποφασιστική στροφή στην κατάρτιση και την ύψωση νέων ταξικών φραγμών.

Το πρώτο βήμα το έκανε ο νόμος 2525 που εισήγαγε τα λεγόμενα «Προγράμματα Σπουδών Επιλογής» και το «Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο». Μια ματιά στα προγράμματά τους δείχνει με σαφήνεια το χαρακτήρα τους (πρόκειται για κατάρτιση), παρά τις διακηρύξεις του υπουργείου Παιδείας για παροχή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε ακόμα μεγαλύτερα τμήματα του λαού. Ο ίδιος ο υπουργός είχε στο παρελθόν χαρακτηρίσει τα ΠΣΕ ως προγράμματα κατάρτισης, ενώ για την επιβολή τους επιστρατεύτηκε για μια ακόμα φορά ο αυταρχισμός, με αποκορύφωμα την παρέμβαση του εισαγγελέα στο Πολυτεχνείο Κρήτης όταν η Σύγκλητος και σύσσωμο το Ιδρυμα τα καταδίκασε και αποφάσισε την κατάργησή τους.

Παράλληλα, τα πολυδιαφημισμένα νέα τμήματα σε ΑΕΙ και ΤΕΙ που χρηματοδοτούνται από κοινοτικά κονδύλια, με την πολυδιάσπαση των επιστημονικών αντικειμένων, με πτυχία που φαίνεται ότι οδηγούν σε παροχή δεξιοτήτων και όχι επιστημονικών γνώσεων, συμπληρώνουν το σκηνικό.

Κοντά στα παραπάνω, αξίζει να θυμηθεί κανείς το πρόβλημα της χρόνιας υποχρηματοδότησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που εκφράστηκε και με περικοπή κονδυλίων από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και που είχε ως αποτέλεσμα το Πανεπιστήμιο Αθήνας να προχωρήσει στη μέθοδο του δανεισμού για την αποπεράτωση της Φυσικομαθηματικής Σχολής στην Πανεπιστημιούπολη, αποτελώντας δείγμα για το πώς εννοεί την οικονομική αυτοτέλεια το υπουργείο Παιδείας.

Πάντως, σύμφωνα και με πρόσφατη εξαγγελία του υπουργείου Παιδείας, ετοιμάζεται το σχέδιο νόμου για τα μεταπτυχιακά και την πανεπιστημιακή έρευνα, στο οποίο συμπυκνώνονται οι επιλογές του κεφαλαίου για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση.

«Εργα και ημέρες» της διάλυσης της παιδείας

Ο υπουργός Παιδείας στις προγραμματικές του δηλώσεις στη Βουλή, τον Οκτώβρη του 1996, είχε πει ότι «στη νέα εποχή, λίγοι θα κλείσουν τον κύκλο της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας ασκώντας ακριβώς το ίδιο επάγγελμα με το οποίο άρχισαν. Γι' αυτό απαιτούνται ευελιξία στο πρόγραμμα της εκπαίδευσης και προγράμματα για τη διά βίου κατάρτιση και επανακατάρτιση». Οι συνέπειες αυτών των πολιτικών είναι πολύ συγκεκριμένες:

  • Από τους 120.000 μαθητές που αποφοίτησαν από το γυμνάσιο τη σχολική χρονιά 1996-1997, σήμερα φοιτούν στη Γ΄ τάξη του ημερήσιου λυκείου μόλις 72.000 νέοι. Από αυτούς θα πάρουν απολυτήριο οι 62.000 περίπου, όπως έχει επιβεβαιωθεί και από επίσημα κυβερνητικά χείλη.
  • Περίπου 25.000 μαθητές της Α΄ και Β΄ Λυκείου έμειναν στην ίδια τάξη το 1999, ενώ περισσότεροι από 70.000 μαθητές δε συνέχισαν ή υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους στο λύκειο για τα Τεχνικά Επαγγελματικά Εκπαιδευτήρια (ΤΕΕ), ή απομακρύνονται γενικά από το εκπαιδευτικό σύστημα.
  • Η χρόνια υποχρηματοδότηση της δημόσιας παιδείας και η εφαρμογή της αντιεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης οδηγούν τις λαϊκές οικογένειες να πληρώνουν ποσά που φτάνουν στα 600 δισ. δρχ. το χρόνο στο σύστημα της παραπαιδείας (φροντιστήρια, ξένες γλώσσες, επαγγελματική εκπαίδευση, έξοδα σπουδών και βιβλίων).
  • Τα ΤΕΕ, από τον ίδιο το στενά εμπειρικό χαρακτήρα τους δεν προσφέρουν ούτε μόρφωση, ούτε επάγγελμα στους αποφοίτους τους, λειτουργούν σαν δεξαμενή αποβλήτων της εκπαίδευσης. Ούτε βιβλία, ούτε εκπαιδευτικούς, ούτε εργαστήρια, ούτε καν επαρκή κτιριακή υποδομή δε φρόντισε η κυβέρνηση να εξασφαλίσει για τις ανάγκες τους, με αποτέλεσμα την άνθηση των ιδιωτικών ΤΕΕ που ξεφύτρωσαν παντού.
  • Η ασφυκτική σύνδεση του Λυκείου με το σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ-ΤΕΙ το μετέβαλε σε φροντιστήριο προπαρασκευής διαρκών εξετάσεων, ακυρώνοντας την όποια μορφωτική λειτουργία του.
  • Την αντιδραστική αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης συνοδεύουν η πολιτική κατάργησης ή συγχώνευσης σχολείων, που οδήγησε σε κλείσιμο 300 Γυμνασίων και Λυκείων τη χρονιά που πέρασε, η ρητή εντολή του υπουργείου Παιδείας για μαζικές συμπτύξεις τμημάτων, ώστε να επιστρέψουμε σε τμήματα των 30 και 35 μαθητών, με αρνητικές συνέπειες για τους μαθητές των απομακρυσμένων από τις πόλεις αγροτικών περιοχών, όπου η πρόσβαση στο σχολείο γίνεται σχεδόν απαγορευτική.
  • Στην κατεύθυνση του περιορισμού των δαπανών της εκπαίδευσης κινείται και η φετινή μείωση των προσλήψεων μονίμων εκπαιδευτικών. Με το σημερινό αριθμό των εκπαιδευτικών δεν καλύπτονται ούτε στοιχειωδώς οι προϋποθέσεις λειτουργίας των σχολείων, πόσο μάλλον οι σύγχρονες ανάγκες ενός σχολείου που θα μορφώνει ολόπλευρα και θα ολοκληρώνει το εκπαιδευτικό του έργο χωρίς την απαίτηση εξωσχολικής βοήθειας.
  • Από το Ν. 2525/97 η ευθύνη λειτουργίας των «ολοήμερων» σχολείων ανατίθεται στους ΟΤΑ και τους γονείς, όπως ήδη γίνεται με τη «δημιουργική απασχόληση». Οπως ήδη έχει διατυπωθεί από αρμόδια κυβερνητικά στελέχη, μακροπρόθεσμος στόχος της κυβέρνησης είναι, στο όνομα της αποκέντρωσης και της αξιολόγησης, η διαφοροποίηση και η διαβάθμιση σχολείων και άλλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (ΑΕΙ-ΤΕΙ), που θα λειτουργούν ανταποδοτικά και επί πληρωμή. Οι παρουσιαζόμενες ως βελτιώσεις της «Επιτροπής Καζάζη», που έκανε το υπουργείο Παιδείας, στο ελάχιστο δεν επηρεάζουν το έκτρωμα της «μεταρρύθμισης».
  • Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους και ξεσκεπάζουν την απάτη της ελεύθερης πρόσβασης. Ο υπουργός Παιδείας δηλώνει ότι «φέτος, για πρώτη φορά, ο αριθμός των εισακτέων στα AEI και στα TEI (85.531) ξεπερνάει τον αριθμό των τελειοφοίτων του Λυκείου». Κι αυτό, όχι χάρη στη γενναιοδωρία της κυβέρνησης που προγραμματίζει σε 85.531 φέτος τους εισακτέους αλλά εξαιτίας της αντιεκπαιδευτικής της πολιτικής, που σπρώχνει τα παιδιά των φτωχών λαϊκών στρωμάτων εκτός λυκείου.


Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ