Λυπάμαι που δεν υπάρχει χώρος να ασχοληθούμε εκτενώς με την ταινία. Γιατί δεν είναι, απλώς, μια περίπτωση. Είναι ένα φαινόμενο. Μια προσπάθεια να αναστηθούν λείψανα. Να διατηρηθεί ή και να ξαναμπεί η θρησκεία - και μέσα από τον κινηματογράφο - στο παιχνίδι. Και ακόμα γιατί ήταν επίσημη συμμετοχή στο φεστιβάλ των Καννών. Μια συμμετοχή που δε δικαιολογείται ούτε από τη φόρμα της ούτε, πολύ περισσότερο, από το περιεχόμενό της. Και επίσης γιατί είναι μια παραγωγή των αδελφών Αλμοδόβαρ!
Μπορεί όλα τα παραπάνω να είναι τυχαία. Ακόμα και η καταγωγή της σκηνοθέτιδας να μην έχει τόση σημασία (είναι από την Αργεντινή που καίγεται και τσουρουφλίζεται). Το θέμα, πάντως, της ταινίας μόνον ο «Σωτήρ» θα μπορούσε να το είχε γεννήσει. Αδυνατώ να πιστέψω πως είναι πρόβλημα για την Αργεντινή ή για οποιαδήποτε άλλο μέρος του κόσμου το πρόβλημα που θίγει η ταινία.
Τα κορίτσια μιας χορωδίας ενός κατηχητικού ενώ κάνουν πρόβες συζητούν για την πίστη, τη «θεία» κλίση, αλλά και για τα ερωτικά (κρυφά). Ολα αυτά συμβαίνουν σε ένα ξενοδοχείο, όπου γίνεται ένα ιατρικό συνέδριο. Ενας παντρεμένος και με παιδιά γιατρός «κολλάει» πίσω από ένα νεαρό κορίτσι. Το νεαρό αυτό κορίτσι θα βρει τη δύναμη να σώσει τον αμαρτωλό αυτόν άντρα! Βοήθειά μας!
Η εφημερίδα μας καθυστέρησε να γράψει κριτική για τον πολυσυζητημένο Αλέξανδρο («βγήκε» στις αίθουσες την περασμένη Παρασκευή), γιατί η ταινία έκανε «ξαφνική» έξοδο. Ξαφνική έξοδο που επέβαλαν τα διάφορα «κυνηγητά» της από διάφορους - και διαφορετικούς - χώρους και πρόσωπα. Ποτέ, όμως, δεν είναι αργά.
Η κινηματογραφική βδομάδα που τρέχουμε είναι πλούσια ποσοτικά αλλά όχι, δυστυχώς, και ποιοτικά. Ξεχωρίζουν ο «Πρώτος Ερωτας», «Το Φάντασμα της Οπερας» και ο «Αλέξανδρος», για «ειδικούς» λόγους. Οι υπόλοιπες ταινίες, όπως ...συνήθως!
Η ταινία θυμίζει κάποιους ποδοσφαιριστές - και όχι μόνον - που κάνουν τα εύκολα - δύσκολα. Αντί να στρώσουν την μπάλα και να διηγηθούν μια ιστορία, κάνουν διάφορα πολύπλοκα φλας-μπακ (ντρίπλες) και σε μπερδεύουν. Στο τέλος, όταν χαθεί η μπάλα, λες τόσο κακό για το τίποτα; Για να πεις πως ένας νεαρός άντρας τη στιγμή που νομίζει πως έχει βολευτεί (ξανα)συναντά τη «γυναίκα της ζωής» του και χωρίς πολλές περιστροφές τα παρατάει όλα και τρέχει κοντά της; Ε, αυτό εξυπακούεται, διάβολε!
Τέλος πάντων, το Χωρίς Αναστολές, είναι ένα κινηματογραφικό κουίζ. Η μια σύμπτωση διαδέχεται - αδικαιολόγητα - την άλλη μέχρι που στο τέλος ...παντρεύονται! Το μόνο που παίρνεις μαζί σου στο σπίτι είναι τα όμορφα μάτια της μιας πρωταγωνίστριας (Νταϊάν Κρούγκερ), το καλό παίξιμο της άλλης (Ρόουζ Μπερν), η καλή φωτογραφία και η σωστά ελεγχόμενη ατμόσφαιρα. Κάπου νομίζεις ότι κάτι θα συμβεί. Τελικά, όμως, με απογοήτευση διαπιστώνεις πως δε γίνεται τίποτα!
Παίζουν: Τζος Χάρτνετ, Νταϊάν Κρούγκερ, Ρόουζ Μπερν, Μάθιου Λίλαρντ.
Ο Αϊ Βασίλης είναι λέρα γιατί έγινε πρόχειρα. Ενώ διαθέτει μια θαυμάσια ιδέα, οι δημιουργοί του τον «ξεπέταξαν». Ενας παρακμασμένος Αϊ Βασίλης, ξέρετε απ' αυτούς που γεμίζουν τους δρόμους τώρα τις γιορτές, προσπαθεί να επιβιώσει. Πίνει, βρίζει, κλέβει, εξαπατά. Τελικά, η καρδιά του «λυγίζει» - και γίνεται χρήσιμος - για ένα παιδί-χοντρομπαλά, που όλοι το κατατρέχουν (γιατί είναι χοντρό).
Πολλοί είναι αυτοί που βλέπουν τον κινηματογράφο σαν ένα κερδοφόρο «αστείο». Ανάμεσα σε αυτούς πρώτοι και καλύτεροι οι δημιουργοί αυτής της ...Λέρας. Που για να τραβήξουν την προσοχή (λέγε με εισιτήριο) δε διστάζουν να χυδαιολογούν. Τέτοιες «κακές κουβέντες», χωρίς μάλιστα λόγο, πρώτη φορά άκουσα μαζεμένες σε κινηματογραφικό έργο. Βρισιές να ακούσουν τα αυτιά σας και, μάλιστα, μπροστά σε μικρά παιδιά!
Το έργο, για να μην ξεχνιόμαστε, απευθύνεται σε νέους, σε πολύ νέους ανθρώπους. Αντιλαμβάνεστε τι πανέξυπνο μποναμά θα λάβουν για να πλουτίσουν το ήδη πλούσιο από βρισιές λεξιλόγιό τους. Μην ακούσετε ή διαβάσετε ανατρεπτικό μπλακ χιούμορ και άλλες αηδίες. Είναι μια φθηνή ταινία. Φθηνή με όλες τις έννοιες της λέξης.
Παίζουν-βρίζοντας: Μπίλι Μπομπ Θόρντον, Τόνι Κοξ, Λόρεν Γκράχαμ, Μπρετ Κέλι, Τζον Ρίτερ.
Οταν το 1910 ο Γκαστόν Λερού έγραφε τη νουβέλα τρόμου «Το Φάντασμα της Οπερας», σε καμία περίπτωση, υποθέτω, δε φανταζόταν ότι το γραπτό του θα γινόταν θεατρικό, κινηματογραφικό και τηλεοπτικό έργο. Το συγκεκριμένο «Φάντασμα», που παίζεται από σήμερα στις αίθουσες, είναι μιούζικαλ (απέσπασε 19 βραβεία!). Το σενάριο συνέγραψαν ο σκηνοθέτης και ο συνθέτης και παραγωγός (Αντριου Λόιντ Βέμπερ).
Η ιστορία: Ενας παραμορφωμένος στο πρόσωπο ιδιοφυής μουσικός ζει στις κατακόμβες κάτω από την όπερα του Παρισιού, σκορπώντας τον τρόμο στους επισκέπτες. Το «Φάντασμα» ερωτεύεται μια νεαρή σοπράνο. Κάνει ό,τι μπορεί για να την κάνει μεγάλη καλλιτέχνιδα. Εκείνη «μαγεύεται» από την ιδιοφυΐα του. Ο φίλος της, όμως... Η συνέχεια στην οθόνη!
Η ταινία δε βάζει υψηλά ερωτήματα. Μια ρομαντική ερωτική ιστορία διεκπεραιώνει (μην ξεχνάτε ότι γράφτηκε στην «καρδιά» του ρομαντισμού, το 1910). Και το κάνει μέσα σε μουσικές και σε χρώματα. Ενδείκνυται, δε, για τις γιορτές! Καθώς έχει πολλές στιγμές που σε κάνει χαρούμενο. Ιδιαίτερα με τη μουσική της, αφού κυρίως το λάιτ-μοτίβ (ακούγεται όταν και όπου εμφανίζεται το «Φάντασμα») είναι από τις μουσικές που σου μένουν. Βγαίνεις από την αίθουσα «τραγουδώντας» το.
Η ταινία, σαν μιούζικαλ, «ανέβηκε» σε 18 χώρες, έκανε 65 χιλιάδες παραστάσεις, απέσπασε 50 κορυφαία βραβεία και την είδαν περισσότεροι από 80.000.000 θεατές! Δώστε μια «άδεια» στον εαυτό σας. Μπείτε σε μια αίθουσα, «αδιαφορήστε» για τις υπερβολές και τις αδυναμίες της ταινίας και χαρείτε, ας πούμε, το θέαμα! Είναι και αυτό μια - προσωρινή - λύση!
Παίζουν: Τζέραρντ Μπάτλερ, Εμι Ρόσαμ, Πάτρικ Ουίλσον, Μιράντα Ρίτσαρντσον, Μίνι Ντράιβερ.
Η ταινία, βέβαια, δεν πάσχει μόνον από την κακή επιλογή του πρωταγωνιστή. Πάσχει, κυρίως, από τον τρόπο που ο σκηνοθέτης προσέγγισε τον Αλέξανδρο και την ιστορία. Καμία προσπάθεια διαλεκτικής ανάλυσης. Αντίθετα, απλοϊκές ιστορικές και - σε κάποιες περιπτώσεις - ψυχιατρικές εξηγήσεις! Εικονογραφημένα, μάλιστα, όλα αυτά με πρωτόγονο αφηγηματικά τρόπο. Οι σκηνές στα ανάκτορα της Πέλλας, αλλά και αυτές της Βαβυλώνας, μοιάζουν με χαλκομανίες. Αναπαραστάσεις που βλέπουμε σε διάφορα φθηνά βιβλία με ιστορικό περιεχόμενο. Προσθέτοντας σε όλα αυτά και την αναλυτική αφήγηση, αφήγηση για παιδιά Δημοτικού σχολείου, που εξηγεί τα «δρώμενα» και αυτά που δε συλλαμβάνει η εικόνα, καταλήγουμε σε μια άτονη «διδακτική» ταινία. Ταινία που καταναλώνεται, οπωσδήποτε, με ποπ-κορν.
Δεν είμαστε - άδικα - αυστηροί. Τρομάζουμε στην ιδέα ότι, στο απώτερο μέλλον, κάποιος άλλος (μελλοντικός) Ολιβερ Στόουν θα γυρίσει μια ταινία για την εισβολή στο Ιράκ και θα αποδώσει όλη αυτή τη σφαγή στα άσχημα παιδικά χρόνια του Μπους! Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να καταλήξει και εκείνος πως και ο Μπους ήταν ομοφυλόφιλος! Ομως, δε γράφεται έτσι η ιστορία. Ούτε ο ρόλος της προσωπικότητας στην ιστορία. Η αληθινή επιστημονική γνώση επιβάλλει να μελετηθεί το ιστορικό φαινόμενο στην εξέλιξή του. Στην εμφάνισή του, στην ανάπτυξή του και, τέλος, στο μαρασμό του! Και η τέχνη καλείται να τα αποδώσει όλα αυτά με «καλλιτεχνικές εικόνες».
Ο Αλέξανδρος δεν ταξίδεψε για τουριστικούς λόγους! Ούτε, βέβαια, για να εκπολιτίσει τους «βαρβάρους» (που, άλλωστε, είχαν πιο μακρόχρονο πολιτισμό από το δικό του). Κατά την ίδια έννοια ούτε οι Πέρσες έφτασαν στο Μαραθώνα για σκι. Και σε καμιά περίπτωση, βέβαια, και οι δυο αυτές αυτοκρατορίες δεν έκαναν πολιτιστικές ανταλλαγές μεταξύ τους! Ανταγωνισμούς είχανε για την παγκόσμια (εκείνης της εποχής) κυριαρχία. Για το χρυσό!.. Και αυτοί οι ανταγωνισμοί είχαν σαν αποτέλεσμα ποταμούς αίματος. Και καταστροφές. Οπου πέρναγαν γινόταν της ...Χιροσίμας!
Βέβαια στην ταινία ακούγονται κάποιοι - τέτοιοι - ψίθυροι. Αναφέρεται ο στρατοκρατικός χαρακτήρας της εκστρατείας. (Ηρθε στιγμή που ο Αλέξανδρος είχε περισσότερους από 250.000 στρατιώτες. Μέγεθος τεράστιο για εκείνη την περίοδο). Αμέσως, όμως, έρχεται δυνατότερος (κινηματογραφικά) ο «εκπολιτιστικός» ρόλος του Αλέξανδρου και η αγιογραφία του στρατηλάτη και σβήνει κάθε άλλη σκέψη. Σβήνει ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της εκστρατείας. Η ποσότητα λειτουργεί σε βάρος της ποιότητας. Το τελικό συμπέρασμα είναι, ο Αλέξανδρος να προσμετράται στα θετικά της ιστορίας. Και ας κόστισε η πορεία του στην Ασία χιλιάδες νεκρούς και μεγάλες καταστροφές ανθρώπων και πολιτισμών.
Το ίδιο επιφανειακά αντιμετωπίστηκε και η ερωτική ζωή του Αλέξανδρου. Η στενή φροϋδική εξήγηση (άγριος πατέρας, καταπιεστική μάνα κλπ.), δεν αποδίδουν την αλήθεια, αφού αφήνουν απ' έξω το χρόνο και το χώρο, το ιστορικό περιβάλλον, δηλαδή, πού γεννήθηκε και μεγάλωσε ο ήρωας. Δεν είναι της στιγμής να μιλήσουμε για τις ερωτικές «συνήθειες» εκείνης της περιόδου. Αφού όμως το θέμα τίθεται στην ταινία οφείλουμε να πούμε πως και αυτή η πτυχή του Αλέξανδρου αντιμετωπίστηκε επιφανειακά. Αλλη αξία έχει η ομοφυλοφιλία, που είναι αποτέλεσμα οικογενειακής καταπίεσης και άλλη αυτή που είναι αποτέλεσμα κοινωνικών και αισθητικών αξιών. Αυτά όμως είναι, φαίνεται, ψιλά γράμματα για το Χόλιγουντ.
Εν κατακλείδι, ο Μέγας Αλέξανδρος δεν έχει γυριστεί, ακόμα! Η ταινία του Στόουν είναι μια επιφανειακή εμπορική αναφορά. Είναι, έστω, η έκπληξη και ο θαυμασμός του Αμερικανού, άξιου κατά τα άλλα, δημιουργού όταν - καθυστερημένα - έμαθε για τον Αλέξανδρο και το «μεγαλείο» του. Ή είναι (αρνούμαι να το πιστέψω αυτό) μια προσπάθεια της Αμερικής να κάνει συνειρμούς - και συσχετισμούς - με τη δική της σημερινή επεκτατική συμπεριφορά. Χρησιμοποιεί, δηλαδή, τον Αλέξανδρο σαν ασπίδα στη δική της «εκπολιτιστική» πολιτική.
Παίζουν: Κόλιν Φάρελ, Ατζελίνα Τζολί, Αντονι Χόπκινς, Βαλ Κίλμερ, Ροζάριο Ντόουσον, Τζόναθαν Ράις Μέιγερς κ.ά.
Στην Ευρώπη, χρόνια τώρα, γίνεται μεγάλη συζήτηση για την εισβολή του αμερικανικού κινηματογράφου στις ευρωπαϊκές αίθουσες. Του κινηματογράφου της περιπέτειας, της δράσης και της βίας. Κάποιοι Ευρωπαίοι δημιουργοί, ταλαντούχοι μάλιστα, θέλοντας να ανταγωνιστούν αυτό το φαινόμενο έγιναν βασιλικότεροι του βασιλέως. Εγιναν και αυτοί Αμερικανοί. Γυρίζουν ταινίες πιστά αντίγραφα της υπερατλαντικής μητέρας.
Μια τέτοια ταινία είναι και οι Αγγελοι της Αποκάλυψης. Γάλλοι καλόγεροι και Γερμανοί ευρωπαϊστές (νεοναζί) σκοτώνουν 12 άτομα, που είχαν ονόματα και επαγγέλματα ίδια με αυτά των 12 αποστόλων! Αυτό που γίνεται στην οθόνη ούτε ο «θεός» δεν μπορεί να το αποτρέψει. Εμείς δηλώνουμε πως με τέτοιες ταινίες δεν εμποδίζεται η ιμπεριαλιστική εισβολή της Αμερικής. Αντίθετα διευκολύνεται!
Παίζουν: Ζαν Ρενό, Μπενουά Μαζιμέλ, Κρίστοφερ Λι.
Ξέχασα, λοιπόν, τα «προσωπικά» και πέρασα - με πέρασε η ίδια η ταινία - σε αισθητικές και κοινωνικές αλληγορίες. Γοητεύτηκα από την εμμονή του σκηνοθέτη να θέλει να απαλλαγούμε από το περιττό. Να προχωρήσουμε στο κόκαλο. Εκεί που υπάρχει ο «χρυσός». Η «ουσία» των αισθημάτων και των πραγμάτων. Να καταλήξουμε, με άλλα λόγια, στην ποίηση...
Βέβαια ο μέσος, ας τον πούμε έτσι, θεατής δε φτάνει εύκολα σε αυτούς τους συλλογισμούς. Καθώς η ταινία είναι από αυτές που χαρακτηρίζονται δύσκολες! Επίσης, γιατί έχει αδυναμίες και αντιφάσεις. Γιατί δεν κατορθώνει, πάντα, να περνάει στην αισθητική υπέρβαση. Γιατί διστάζει να απογειωθεί, όπως έκανε, για παράδειγμα ο Μπουνιουέλ, στον οποίο φαίνεται να προσπαθεί να μοιάσει.
Δείτε την ταινία, όπως βλέπετε ένα - χωρίς τίτλο - έργο μοντέρνας ζωγραφικής. Οπου ελλείψει πληροφοριών και καθαρών σχημάτων φτιάχνεται το δικό σας έργο.
Παίζουν: Βιταλιάνο Τρεβισάν (συν-σεναριογράφος), Μικαέλα Σεσκόν (άριστη).
Μιλάμε για «καρτούν» έτσι για να συνεννοούμαστε. Δεν πρόκειται για τέτοια. Εδώ έχουμε να κάνουμε με «ψηφιακές φιγούρες». Η ηλεκτρονική εκδοχή του Τομ και Τζέρι. Μια τεχνική που δίνει μεγάλες δυνατότητες. Το «Πολικό Εξπρές» εκμεταλλεύτηκε μερικές απ' αυτές. Κάποιες στιγμές η οθόνη γέμιζε χρώματα, κίνηση, δράση. Δυστυχώς, οι δημιουργοί του δεν «τρελάθηκαν». Δεν ελευθέρωσαν όλη τη φαντασία τους, με αποτέλεσμα η ταινία, τελικά, να δείχνει «φτωχή». Ο θεατής να θέλει περισσότερα.
Ισως το είδος αυτό του κινηματογράφου να πρέπει να δημιουργήσει δική του δραματουργία. Οσο μένει «καρφωμένο» σε μυθιστορήματα ή σε παραμύθια, που γράφηκαν για άλλες τεχνικές, μάλλον μπλοκάρει. Ο κόσμος, ακόμα και οι «Πόλοι», είναι πια γνωστοί. Τα παιδιά, σήμερα, δε χορταίνουν με παλιά παραμύθια. Χριστουγεννιάτικες ιστορίες μέσα από τα pc είναι μια παραδοξολογία!
ΣΗΜ. Το «Πολικό Εξπρές»προβάλλεται και μεταγλωττισμένο στα ελληνικά.