Πέμπτη 15 Σεπτέμβρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Θα θερμανθούν φέτος οι αίθουσες;

Με εξαίρεση τη «Σφαγή», των Μόνικα Μπόργκμαν, Λόκμαλ Σλιμ, Χέρμαν Θέισεν, που λόγω θέματος αποσπά δικαιωματικά το ενδιαφέρον, οι άλλες τρεις ταινίες της βδομάδας, «Φτάσαμε!..», του Σταύρου Τσιώλη, «Εκατομμύρια» του Ντάνι Μπόιλ και «Μπομπ Ο Σφουγγαράκης», των Σερμ Κοέν, Στίβεν Χίλεμπεργκ δε στέκονται στο ύψος των περιστάσεων και δεν προδιαθέτουν ελπιδοφόρα το θεατή, για έναν καλό κινηματογραφικό χειμώνα!

Βέβαια, είμαστε ακόμα στο καλοκαίρι. Τα γραφεία διανομής δεν άνοιξαν ακόμα τα χαρτιά τους. Ας ελπίσουμε ότι ο φετινός χειμώνας θα είναι, σε όλα τα επίπεδα, καλύτερος από τον περσινό! Με τέτοια ακρίβεια, όμως, και με τέτοια εμπορευματοποίηση της τέχνης, πώς και ποιος θα ζεστάνει τις αίθουσες;

Εμείς, πάντως, αισιοδοξούμε! Γιατί πιστεύουμε στην εξελικτική ανοδική πορεία του κόσμου. Και σε αυτή την πορεία η τέχνη πάντοτε έπαιζε το ρόλο της. Το ίδιο θα πράξει και τώρα!

ΝΤΑΝΙ ΜΠΟΪΛ
Εκατομμύρια

Λίγο πριν η αγγλική λίρα μετατραπεί σε ευρώ γίνεται μια μεγάλη ληστεία. Μια πέτσινη «σακούλα» από τα κλεμμένα χρήματα πέφτει στα χέρια ενός μπόμπιρα. Αυτός ο μπόμπιρας, με τη βοήθεια του μεγαλύτερου αδερφού του, πρέπει να ξοδέψει τα χρήματα πριν αυτά χάσουν την αξία τους. (Τελικά η εγγλέζικη λίρα εξακολουθεί να βασιλεύει! Βασιλεύει και με τις δυο έννοιες!).

Πάνω σε αυτό τον καμβά ο Ντάνι Μπόιλ («Trainspotting», «Μικρά Εγκλήματα Μεταξύ Φίλων», «Η Παραλία»), προσπάθησε να χτίσει μια κωμωδία για παιδιά και, ίσως, και για μεγαλύτερα παιδιά!

Η αλήθεια είναι πως κάποιες στιγμές γελάς ή, τέλος πάντων, σου 'ρχεται να γελάσεις. Ομως, μέχρι εκεί! Γιατί η ταινία πάσχει από στόχους. Ολα όσα γίνονται στην οθόνη, δείχνουν να μην έχουν προσανατολισμό. Δε φαίνεται πουθενά ποιος είναι ο «εχθρός». Είναι το ίδιο το χρήμα, είναι οι ανάγκες, είναι ο άνθρωπος που είναι λαίμαργος; Τι, τέλος πάντων, φταίει;

Η σύγχυση που υπάρχει στο «στόρι» της ταινίας (η οποία σύγχυση υπάρχει και στη γραφή: αλλού είναι απλή και ρεαλιστική και αλλού μετατρέπεται σε θρίλερ - με καλύτερες κινηματογραφικά στιγμές αυτές του θρίλερ), κατά τη γνώμη μου, οφείλεται στο γεγονός ότι ο σκηνοθέτης (και οι παραγωγοί, βεβαίως), δεν ήθελαν να κακοκαρδίσουν κανέναν! Ηθελαν να πιάσουν όλα τα πορτοφόλια!

Για να συλληφθεί, λοιπόν, το χρήμα μπήκαν όλα μέσα! Παιδική κωμωδία σε πρώτο επίπεδο. Λίγο δράση σε δεύτερο. Και, στη συνέχεια, οι νεοφιλελεύθερες και κρυπτοθεοσεβούμενες (έστω και αν συμβαίνουν και κάποιες «ανατροπές») απόψεις, για το χρήμα, για την πολιτική, για τη «φύση» του ανθρώπου κλπ! Αυτός ο αχταρμάς, λογικό είναι, επιδεινώνει τη σκόπιμη σύγχυση! Στο τέλος βγαίνεις από την αίθουσα χωρίς να ξέρεις αν ευχαριστήθηκες ή δυσαρεστήθηκες!

Παίζουν: Αλεξ Ιτέλ, Λιούις Μακ Γκίμπον, Τζέιμς Νέσμπιτ.

ΣΕΡΜ ΚΟΕΝ - ΣΤΙΒΕΝ ΧΙΛΕΜΠΕΡΓΚ
Μπομπ ο σφουγγαράκης

Ας ξεκινήσουμε απ' το σχέδιο (κινούμενο). Δεν είναι από τα καλύτερα ούτε, όμως, και από τα χειρότερα! Το ίδιο και το θέμα της. Δεν είναι (εκ)παιδευτικό, όμως, δεν είναι και (πολύ) αντιδραστικό!

Βρισκόμαστε στο βυθό της θάλασσας. Ο «Μπομπ Ο Σφουγγαράκης», δουλεύει σαν σεφ σε ένα φαστφουντάδικο. Κάποια μέρα ο βασιλιάς Ποσειδώνας χάνει το στέμμα του. Ο Μπομπ και ο φίλος του ο Πάτρικ ο Αστερίας, αναλαμβάνουν να το βρούνε.

Η αναζήτηση αυτή, δυστυχώς, δεν έγινε ποτέ η αφορμή, «για μια μικρή θαλάσσια οδύσσεια»! Πλημμυρισμένη με χρώματα και με ήχους! Δεν έγινε η αφορμή ούτε καν για κάποια μικρή, έστω, ευχάριστη περιπέτεια. Οι δημιουργοί, έδειξαν να στερούνται φαντασίας. Με αποτέλεσμα να μείνουν τα παιδιά, και οι μεγαλύτεροι θεατές, από καύσιμα. (Να φταίει άραγε η τηλεοπτική προέλευση της εικόνας);

Σε αυτή τη στειρότητα αν προσθέσει κανείς και τις «περιπαικτικές» ελληνικές φωνές (ορισμένες), που συνοδεύουν τα σκίτσα, και οι οποίες φωνές, πολλές στιγμές, με το «στόμφο» τους σε βγάζουν από το «θέμα», τότε ο θεατής θα πλησιάσει και σε κάποιες στιγμές θα φτάσει στο χασμουρητό και στην αδιαφορία.

Οι «ταινίες για παιδιά» έχουν πολλές απαιτήσεις. Η φαντασία των μικρών οργιάζει. Οταν το άλογο δεν καλπάζει τα παιδιά βαριούνται! Οταν δεν τους δημιουργείς απορίες, σε παρατάνε.

ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΣΙΩΛΗΣ
Φτάσαμεε!...

Ο Σταύρος Τσιώλης γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1937. Θεωρείται -και είναι - ένας πολύ καλός και έμπειρος κινηματογραφιστής. Από τον «Μικρό Δραπέτη», την πρώτη του ταινία, το 1968, μέχρι το «Φτάσαμεε!..», την τελευταία του, έχει κάνει πολλές - και καλές - ώρες κινηματογραφικών πτήσεων! Η «Κατάχρηση Εξουσίας», που γύρισε το 1970, παίχτηκε σε 36 χώρες και θεωρείται μια από τις εμπορικότερες ελληνικές ταινίες. Εκείνη, ακριβώς, τη χρονιά, το «ιστορικό» 1970, ο Σταύρος Τσιώλης εγκαταλείπει τον κινηματογράφο!

Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια μετά, το 1985, επιστρέφει! Θέλοντας να εξηγήσει την «απουσία» του, γυρίζει την καλύτερη, κατά τη γνώμη μου, ταινία του: «Μια Τόσο Μακρινή Απουσία». Η «...Μακρινή Απουσία» αγαπήθηκε από το κοινό και τους κριτικούς και απέσπασε έξι πρώτα βραβεία στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Ακολουθούν δυο ταινίες, «Σχετικά με το Βασίλη», 1986, και «Ακατανίκητοι Εραστές», 1988. (Η τελευταία επιλέχτηκε και παίχτηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης).

Μετά από αυτές τις δυο ταινίες ο Σταύρος Τσιώλης, που, στο μεταξύ, έγινε σοφότερος σαν κινηματογραφιστής και γλυκύτερος σαν άνθρωπος, έδωσε ένα σάλτο και πέρασε στο σουρεαλισμό! Ενα ιδιόμορφο «βιοτεχνικό», καθαρά προσωπικό, σουρεαλισμό. Στηριζόμενος σε επαγγελματίες, αλλά και, κυρίως, σε ερασιτέχνες ηθοποιούς (φίλοι του παιδικοί και άλλοι «Καππαδόκες»), προσπάθησε να καταγράψει και να εξηγήσει «μικρά καθημερινά κοινωνικά και προσωπικά στιγμιότυπα και γεγονότα».

«Ερωτες Στη Χουρμαδιά», «Παρακαλώ, Γυναίκες Μην Κλαίτε», «Χαμένος Θησαυρός του Χουρσίτ Πασά...» και τέλος το «Φτάσαμεε!..» είναι οι ταινίες «της τρέλας», του «φευγάτου», πια, Σταύρου Τσιώλη! Αυτός ο βαθύς γνώστης της κινηματογραφικής τέχνης και τεχνικής αρνείται τις γνώσεις του και καταφεύγει στο μινιμαλισμό, που σε κάποιες στιγμές αγγίζει τον ερασιτεχνισμό! Υποθέτω πως ο Σταύρος Τσιώλης, όπως ο Πικάσο, θυμίζω, ξανάγινε «παιδί» και άρχισε να ζωγραφίζει (να κινηματογραφεί) σαν «παιδί». Να τραβάει ελεύθερα και χωρίς «γεωμετρία» διάφορες χρωματιστές γραμμές στον αέρα!

Ο θεατής που θα φτάσει στο ...«Φτάσαμε!..», πρέπει να γνωρίζει όλα τα παραπάνω, για να κατανοήσει τον Σταύρο Τσιώλη και τις «παραξενιές» του. Και εκεί που θα θυμώνει για τα διαδραματιζόμενα στην οθόνη, θα φέρνει, θέλει δε θέλει, στο νου του το ποιόν και τις γνώσεις του σκηνοθέτη. Και θα «μαλακώνει», υποθέτοντας πως ο σκηνοθέτης βρίσκεται στη μέση ενός πειράματος. Και θα εύχεται, όπως ευχόμαστε και εμείς, κάπου να φτάσει αυτό το πείραμα!

Παίζουν: Γιάννης Ζουγανέλης, Αννα Παναγιωτοπούλου, Ταμίλα Κουλίεβα, Χρήστος Τσάγκας, Παύλος Κοντογιαννίδης, Κωνσταντίνα (τραγουδίστρια), Αργύρης Μπακιρτζής, Μάκης Κοντίζας κ.ά.

ΜΟΝΙΚΑ ΜΠΟΡΓΚΜΑΝ - ΛΟΚΜΑΛ ΣΛΙΜ - ΧΕΡΜΑΝ ΘΕΪΣΕΝ
Η σφαγή

Μόνικα Μπόργκμαν
Μόνικα Μπόργκμαν
Αύριο (16 Σεπτέμβρη) συμπληρώνονται 23 χρόνια από την έναρξη της μεγάλης σφαγής στα προσφυγικά παλαιστινιακά στρατόπεδα της Σάμπρα και Σατίλα στη Βηρυτό. Μια σφαγή που διήρκεσε δυο νύχτες και τρεις μέρες με άγνωστο, ακόμα και σήμερα, αριθμό θυμάτων!

Δράστες αυτού του στυγερού εγκλήματος κατά των Παλαιστινίων, κατά της ανθρωπότητας καλύτερα, ήταν μέλη των «Λιβανικών δυνάμεων», μιας χριστιανικής παραστρατιωτικής οργάνωσης, με πάρα πολύ στενούς δεσμούς με το Ισραήλ. Αυτοί οι «στενοί δεσμοί» εκφράστηκαν, άλλωστε, και στην ίδια την επιχείρηση. Εξω από τα στρατόπεδα, που δέχτηκαν την απάνθρωπη επίθεση, είχε στρατοπεδεύσει ο Αριέλ Σαρόν, υπουργός Αμύνης τότε, και αργότερα πρωθυπουργός του Ισραήλ, με επίλεκτες στρατιωτικές δυνάμεις της χώρας του.

Κάτω από την επίβλεψή του, λοιπόν, και πιο πίσω, βέβαια, των Αμερικανών, αλλά και άλλων αντιδραστικών κύκλων, έγιναν μαζικές εκτελέσεις, βασανιστήρια, βιασμοί γυναικών, ακρωτηριασμοί νέων, ηλικιωμένων, ακόμα και μωρών παιδιών! Ομως, ο Αριέλ Σαρόν δεν περιορίστηκε στο να επιβλέπει. Οι δυνάμεις του ήταν αυτές που άνοιξαν την είσοδο και επέτρεψαν στους παραστρατιωτικούς, γνωστούς για το μίσος τους προς τους Παλαιστινίους, να εισβάλουν στα στρατόπεδα. Και, επίσης, οι δυνάμεις του ήταν που, συμμετέχοντας έμπρακτα, έριχναν φωτοβολίδες τις νύχτες, για να βλέπουν τους ανθρώπινους στόχους οι δολοφόνοι! Επίσης, οι δυνάμεις αυτές βοήθησαν και στην «εξαφάνιση» των πτωμάτων. Επρεπε να «χαθούν» τα «ίχνη»! Και ακόμα «φυγάδευσαν» και «έκρυψαν» τους εκτελεστές σε ασφαλές μέρος.

Λόκμαλ Σλιμ
Λόκμαλ Σλιμ
Αυτή τη σφαγή προσπαθούν να φωτίσουν οι τρεις σκηνοθέτες, που υπογράφουν την ταινία. Οι δημιουργοί της κινηματογραφικής «Σφαγής», μια Γερμανίδα, ένας Λιβανέζος και ένας Γερμανός (οι δυο πρώτοι είναι και συζυγικό ζευγάρι) έχουν σχηματίσει μια ομάδα κινηματογραφιστών με έδρα το Λίβανο. Θέλοντας να «θυμίσουν» στην ανθρωπότητα το έγκλημα, «διάλεξαν» έξι από τους εισβολείς, από αυτούς δηλαδή που εκτέλεσαν τη σφαγή, και μέσα από τις περιγραφές τους προσπαθούν να «εξηγήσουν» τα γεγονότα. Οι άνθρωποι αυτοί, το σύνολο δηλαδή της παραστρατιωτικής οργάνωσης, που εκτέλεσε την «αποστολή», στρατολογήθηκαν μέσα από τα χειρότερα στρώματα του λιβανέζικου πληθυσμού. Παιδιά που ζούσαν στους δρόμους και βαρύνονταν με εγκλήματα. Αλλά και θρησκόληπτα άτομα, ανίσχυρα να δουν πέρα από τις πεποιθήσεις τους. Ακόμα, άτομα εξαρτημένα από ναρκωτικά και αλκοόλ!

Τα άτομα αυτά πέρασαν από διάφορα «τεστ» και, στη συνέχεια, εκπαιδεύτηκαν από τον ισραηλινό στρατό, και άλλους «άγνωστους» πράκτορες, για να μετατραπούν σε πολεμιστές - δολοφόνους. Και όταν θεωρήθηκαν ικανά (τυφλά, δηλαδή), τα αμόλησαν πάνω στους Παλαιστινίους! Ο φανατισμός τους ήταν τέτοιος, που κάθε περιγραφή θεωρείται ελάχιστη...

«Στην αρχή σκοτώνεις απρόθυμα», λέει στο φιλμ ένας από αυτούς, "την τρίτη, τέταρτη φορά είναι ευκολότερο. Μετά πια, το απολαμβάνεις».

Χέρμαν Θέισεν
Χέρμαν Θέισεν
«Εκείνη την εποχή ρίχναμε, όπως στα καουμπόικα έργα, δεν καταλαβαίναμε πως σκοτώναμε πραγματικά»! λέει ένας άλλος.

Στα άτομα αυτά, πέρα από την «πρακτική» εκπαίδευση, τους έγινε, φυσικά, και ισχυρή πλύση εγκεφάλου. Ακούγανε Παλαιστίνιο και βγάζανε αφρούς! Οταν τους αμολήσανε στα στρατόπεδα, δεν ήταν πια άνθρωποι. Ηταν μηχανές!

«...Σκότωνες σαν σε διαγωνισμό! Ασυναίσθητα, ο καθένας μας ήθελε να γίνει πιο δυνατός, πιο τρομακτικός, ο καλύτερος εκδικητής».

Η ταινία δεν προσπαθεί να εξηγήσει πολιτικά τις σφαγές. Το βάρος της πέφτει στους δολοφόνους. Ή καλύτερα στους εκτελεστές, γιατί δολοφόνοι είναι και αυτοί, κυρίως αυτοί, που στρατολόγησαν, εκπαίδευσαν και έστειλαν όλα αυτά τα αποβράσματα, για να τρομοκρατήσουν! Μέσα από τις αφηγήσεις τους, που γίνονται χωρίς ο φακός να δείχνει τα πρόσωπά τους (από φόβο, όπως δηλώνουν), έρχεται στην επιφάνεια μια άλλη «πλευρά» του εγκλήματος. Η πλευρά των δολοφόνων! Των εκτελεστών...

Τα άτομα αυτά με το λόγο τους, αλλά και με τις σιωπές τους και τις κινήσεις τους, αποκαλύπτουν μια τρομερή αγριότητα. Τους ακούς να μιλούν και νιώθεις ότι αυτά τα άτομα υπήρξανε κτήνη! Κυριολεκτικά κτήνη! Και βέβαια, θέλεις δε θέλεις, κάνεις σημερινούς συνειρμούς. Σκέφτεσαι τους αντίστοιχους εκτελεστές, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Λατινική Αμερική!

Στο σημείο αυτό να πούμε πως ακόμα και σήμερα στο Λίβανο, και όχι μόνον σ' αυτό, δυστυχώς, δε μιλάνε για τα στρατόπεδα Σάμπρα και Σατίλα. Οι σφαγές αυτές «χρεώνονται» σιωπηρά στις απώλειες του λιβανικού «εμφυλίου». Κανένας από τους δολοφόνους δεν έφτασε στο δικαστήριο. Αντίθετα, το 1991, το κοινοβούλιο του Λιβάνου ψήφισε την αμνήστευση όλων των εγκλημάτων, που είχαν διαπραχθεί κατά τη διάρκεια αυτού του «εμφυλίου».

Ενας από τους δολοφόνους με τατουάζ τον σταυρό στο μπράτσο
Ενας από τους δολοφόνους με τατουάζ τον σταυρό στο μπράτσο
Ακόμα και οι ίδιοι οι δολοφόνοι δεν άντεξαν αυτή τη νεκρική σιωπή: «Είκοσι χρόνια, τώρα, δεν είχα μιλήσει σε κανέναν», εξομολογείται ένας από τους δράστες και μιλώντας και εξ ονόματος όλων (κατά κάποιο τρόπο), συμπληρώνει: «Εφτασα ξαφνικά να νιώθω πως είμαι έτοιμος για να μιλήσω, όμως, θα είναι η τελευταία φορά»! λέει.

Η ταινία, που είναι γερμανικής, λιβανικής και ελβετικής παραγωγής, έχει βραβευτεί σε διάφορα επίσημα φεστιβάλ. Στο πιο γνωστό, αυτό του Βερολίνου, απέσπασε το βραβείο των κριτικών.

Κατά τη γνώμη μου το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ είναι μικρότερο από το έγκλημα! Στάθηκε διστακτικό στο να ξύσει πληγές, να ανοίξει ολόπλευρα την κουβέντα. Αυτά που περιγράφουν οι δολοφόνοι είναι βέβαια αποκαλυπτικά, όμως, περιορίζονται στο πρώτο επίπεδο. Σε αυτό των εκτελεστών, που κατά κάποιον τρόπο, και αυτοί θύματα είναι. Οι πραγματικοί δολοφόνοι δεν εμφανίζονται στη «σκηνή». Δε βλέπουμε τα ίδια τους τα χέρια ματωμένα.

Με αυτή την έννοια η ταινία είναι, θα μπορούσε να πει κανείς, μια «σπουδή» πάνω στους δολοφόνους και όχι ένα ντοκιμαντέρ, για μια σφαγή που συγκλόνισε τον κόσμο. Μια σφαγή που δεν μπορεί να αποδοθεί μόνον στο θρησκευτικό φανατισμό. Ούτε καν στην επεκτατική πολιτική του Ισραήλ. Το Παλαιστινιακό ζήτημα είναι πολύπλοκο. Δεν αφορά μόνον τους ίδιους αλλά ολόκληρη την περιοχή.

Να είναι οριστικό το σταύρωμα των χεριών του δολοφόνου;
Να είναι οριστικό το σταύρωμα των χεριών του δολοφόνου;
Θα αναγνωρίσουμε, ωστόσο, στους δημιουργούς την «πρωτοτυπία» να βάλουν τους ίδιους τους δράστες να περιγράφουν τις απάνθρωπες πράξεις τους. Αυτό έχει την αξία του. Την ίδια στιγμή, όμως, αυτή η «πρωτοτυπία», εμποδίζει βαθύτερες σκέψεις. Οι άνθρωποι αυτοί, στην ουσία ποτέ δεν κατάλαβαν γιατί σκότωναν! Η σκέψη τους ήταν πάντα απλοϊκή. Τόσο απλοϊκή όσο χρειάζεται για να σκοτώνεις χωρίς να ρωτάς και χωρίς να αναρωτιέσαι. Επομένως, οι «αναλύσεις» τους, δεν πρόκειται να φωτίσουν το πολιτικό πρόβλημα. Εκεί, δηλαδή, που βρίσκεται η ουσία του ζητήματος.

Ακόμα ένα μείον της ταινίας είναι που δίνει λίγα έως ελάχιστα στοιχεία για το ζήτημα των Παλαιστινίων, για τις αιτίες που ο Λίβανος έδιωξε τους Παλαιστίνιους, για τη δημιουργία των παλαιστινιακών στρατοπέδων και ανάμεσά τους και αυτά της Σάμπρα και Σατίλα. Ο νέος στην ηλικία θεατής της πατρίδας μας και του κόσμου, αλλά και ο απληροφόρητος τελικά, και γενικά, Ευρωπαίος θεατής, δε θα μπορέσει, ίσως, να παρακολουθήσει τις αφηγήσεις αφού, φοβάμαι, δε γνωρίζει επαρκώς ή καθόλου το «θέμα».

Τέλος πάντων, όπως και να έχει, η ταινία, ιδιαίτερα συγκρινόμενη με όλες αυτές τις «διασκεδαστικές» ταινίες, που γεμίζουν τις αίθουσες, είναι μια όαση! Σε εμάς τους μεγαλύτερους φέρνει στο νου μας περιόδους που ο κινηματογράφος ήταν πολιτικό μανιφέστο. Αφορμή για πολιτικές διαφωνίες και για πολιτικές συμμαχίες. Μακάρι και αυτή η ταινία να σταθεί μια μικρή αφορμή να σοβαρέψει η οθόνη, να ανησυχήσουν οι θεατές.

Και μακάρι να γυριστούν ταινίες για τη Γιουγκοσλαβία, για το Ιράκ, για τη Ρουάντα κλπ. Ο θεατής δεν έχει να χάσει, όταν ο κινηματογράφος βάζει τέτοια ζητήματα. Ακόμα και όταν τα βάζει διστακτικά.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ