Παρασκευή 18 Φλεβάρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΓΟΥΕΪΝ ΚΡΕΪΜΕΡ
The cooler

Ο Cooler έχει ατμόσφαιρα. Εχει τρεις θαυμάσιους ηθοποιούς. Εχει ένα θέμα, που αν το «έψαχναν», θα έβγαινε «ζουμί». Δεν το «έψαξαν», όμως. Εχει ένα «σκηνικό» (καζίνα Λας Βέγκας) που υπόσχεται πολλά. Εκείνο που δεν έχει, όμως, και είναι τόσο απαραίτητο, είναι δικαιολογία γιατί έγινε! Οχι ακριβώς γιατί έγινε, αλλά γιατί έγινε με αυτόν τον απαράδεκτο τρόπο. «Ελαφρά», δηλαδή. Χωρίς «ψάξιμο».

Ενας γκαντέμης «νοικιάζεται» από έναν ιδιοκτήτη καζίνου να πηγαίνει δίπλα στους πελάτες και να τους αναγκάζει με την παρουσία του (με την γκαντεμιά του, δηλαδή) να χάνουν! Ο ιδιοκτήτης για να τον κρατήσει για πάντα κοντά του «ρίχνει» δίπλα του μια «γκόμενα». Εκείνη τον ερωτεύεται. Και εκείνος το ίδιο. Ομως, ο κακός ιδιοκτήτης θα μπει ανάμεσά τους να χαλάσει τον έρωτα. Στο τέλος, βέβαια, το «καλό», και ο έρωτας, θα νικήσουν!

Τι κρίμα! Με τέτοιους ηθοποιούς! Και με τέτοιο σκηνοθέτη.

Παίζουν: Γουίλιαμ Μέισι, Μαρία Μπέλο, Αλεκ Μπολντουίν.

Εκτός από την Εκκλησία και τα αποστήματά της υπάρχει και ο κινηματογράφος

Να εύχεσαι, η κάθε κινηματογραφική βδομάδα σου να κουβαλάει μαζί της ταινίες όπως οι ταινίες «Πίσω από τους τοίχους» και «Ψάχνοντας τη χώρα του Ποτέ». Αυτή η «τύχη» σου δίνει δύναμη να ξεπεράσεις το θρίλερ «Επίθεση στο Σταθμό 13», χωρίς μεγάλες απώλειες. Να δεις το «χάρτινο «Εξ επαφής», και τον «άψαχτο» «Cooler», χωρίς μεγάλες απογοητεύσεις. Γιατί ξέρεις ότι η αναλογία 2 στις 5 είναι υπερβολικά αισιόδοξη. Ζήτω, λοιπόν, ο καλός κινηματογράφος! Ο κινηματογράφος που γίνεται από σκεπτόμενους ανθρώπους, για σκεπτόμενους ανθρώπους.

ΜΑΪΚ ΝΙΚΟΛΣ
Εξ επαφής

Εχεις στα χέρια σου τέσσερις ομορφιές. Τέσσερις πολύ καλούς ηθοποιούς. Και δεν έχεις σενάριο. Μια ιστορία που να στέκεται στα πόδια της. Ετσι αρχίζεις τις «εξυπνάδες», έστω και αν έχεις βραβευτεί με Οσκαρ σκηνοθεσίας (Πρωτάρης). Βάζεις τις τέσσερις ομορφιές να αλλάζουν, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, κρεβάτια. Πότε ο ένας από εδώ. Πότε η άλλη από εκεί. (Ο Νίκολς δεν τόλμησε να τους ρίξει και τους τέσσερις μαζί, για να έρθει και να δέσει καλύτερα το πράγμα)! Τους βάζεις να ανταλλάσσουν «έξυπνους» και «σπιρτώδεις» διαλόγους. Τσαχπίνικες ματιές. Τους βάζεις, κάπου κάπου, να ελαφροφιλοσοφούν. Παρ' όλα αυτά, όμως, η ώρα δεν περνάει με τίποτα!

Το Closer πριν γίνει ταινία ήταν θεατρικό έργο. Ενα θεατρικό έργο σαν αυτά που αφθονούσαν στις αστικές θεατρικές σκηνές του Λονδίνου, γύρω στο 1970 (No sex please, we are British, για παράδειγμα). Θεατρικά έργα που έδιναν την ευκαιρία σε γνωστούς ηθοποιούς να «επικοινωνούν» με τους κοσμικούς θεατές. Πολλά θέατρα, με το ίδιο εισιτήριο, πρόσφεραν, μετά το τέλος της παράστασης, δείπνο στους θεατές (σε κοντινό εστιατόριο). Το Closer γράφτηκε πολλά χρόνια αργότερα. Το 1997! Ομως, είναι τις ίδιας - και χειρότερης - νοοτροπίας. Οπως αντιλαμβάνεστε έχουμε να κάνουμε με θεατρικό παλιμπαιδισμό. (Το έργο έχει ανέβει και στην Αθήνα).

Χαρακτήρες από χαρτί. Γιατρός που ερωτοτροπεί γράφοντας χυδαία μηνύματα στο Ιντερνετ, με το PC του ιατρείου του, παρακαλώ. Κρυφά, σαν ανώμαλος μαθητής του γυμνασίου! Σοβαρή φωτογράφος πορτρέτων, που κάνει τις ερωτικές της γνωριμίες στα ενυδρεία. Συγγραφέας, που όταν δεν «παίζει» και αυτός με το Ιντερνετ, ερωτεύεται νεαρή στριπτιζέζ. Η οποία στριπτιζέζ έρχεται από το πουθενά και πάει στο πουθενά. Ο καθένας αλλάζει ερωτικό σύντροφο χωρίς να συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι. Και όλα αυτά όχι σε κωμωδία. Αλλά σε δράμα! Δράμα, λοιπόν! Δράμα, αφού ούτε οι ήρωες δεν το διασκεδάζουν. Πάσχουν και αυτοί!

Τώρα μια τέτοια ταινία, όσες αρετές και αν διαθέτει, είναι αρετές «επιμέρους». Αρετές που δεν αλλάζουν τη γενική εικόνα. Το Closer, λοιπόν, είναι μια μικροαστική ταινία, για κυρίες και κυρίους που βλέπουν τις γνωστές απογευματινές εκπομπές της τηλεόρασης. Κυρίες και κυρίους που θεατρίζονται σε θέατρα που παίζουν «βουλεβάρτα» και μετά πηγαίνουν για δείπνο σε κοντινά εστιατόρια (με δικά τους έξοδα).

Παίζουν: Τζούλια Ρόμπερτς, Τζουντ Λο, Νάταλι Πόρτμαν, Κλάιβ Οουεν.

ΖΑΝ ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΡΙΣΕ
Επίθεση στο σταθμό 13

Και τώρα, τα κεφάλια μέσα! Μετά τις τρυφερότητες και τις ευαισθησίες της Εϊλινγκ Γοούλς και του Μαρκ Φόρστερ, μετά τον ωφέλιμο κινηματογράφο, κατευθείαν στο ψαχνό και στο χρήμα! Ο Ζαν Φρανσουά Ρισέ έρχεται και μας συνεφέρνει με το «ρεαλισμό» του. Από ταινίες για την εργατική τάξη, που έφτιαχνε στη Γαλλία («Etat des Lieux»), πέρασε, με έναν υπερατλαντικό σάλτο, στο «αταξικό» θρίλερ του Χόλιγουντ. Η μεταγραφή του, από τη Γαλλία στην Αμερική, δικαιώνεται εμπορικά. Ο Ευρωπαίος σκηνοθέτης έκανε ό,τι έπρεπε, για να ευχαριστήσει τα καινούρια αφεντικά του. Να γεμίσουν τα ταμεία τους. (Η επιτυχία του «Σταθμού» τού έδωσε δυο ακόμα ταινίες!).

Ο Ρισέ, λοιπόν, έφτιαξε μια ταινία που δεν υπολείπεται σε τίποτα από τις αντίστοιχες αμερικάνικες. Εχει βία, σασπένς, ατμόσφαιρα. Σε κάποιες στιγμές, μάλιστα, μπορεί να θεωρηθεί και πιο προχωρημένη. Καθώς φέρνει μαζί της και έναν αέρα Παρισιού. Μιαν άλλη «κουλτούρα». Εξωτερικά, βέβαια, μόνον!

«Η Επίθεση στο Σταθμό 13» είναι επανακατασκευή της παλιάς ταινίας (1976) του Τζον Κάρπεντερ, «Ο Σταθμός 13 δέχεται επίθεση». Ο ίδιος ο Κάρπεντερ βοήθησε στο καινούριο σενάριο. Πρόκειται για ένα αστυνομικό θρίλερ με τη δοκιμασμένη συνταγή της δήθεν ψυχολογικής προσέγγισης των χαρακτήρων. Ενας υπό διάλυση αστυνομικός σταθμός αναγκάζεται, λόγω των καιρικών συνθηκών, να «φιλοξενήσει» μια ομάδα κακοποιών μέχρι να κοπάσει η θύελλα. Ομως, δεν είναι μόνον ο σταθμός υπό διάλυση. Είναι και οι αστυνομικοί, που έχουν απομείνει εκεί. Και ενώ όλα «βαίνουν καλώς», μέσα στο χιόνι και τα «κρύα» σεξουαλικά αστεία, ξαφνικά ο σταθμός δέχεται επίθεση. Κάποιοι θέλουν να απαγάγουν το χειρότερο των κακοποιών, που έχει αποφασίσει να τους «καρφώσει», για να τον «αποκεφαλίσουν»! Οι διαλυμένοι αστυνομικοί ανασυγκροτούνται! Το καθήκον επιβάλλει να μην πάθει τίποτα ο κρατούμενος. Φτάνουν, μάλιστα, σε τέτοιο σημείο ...καθήκοντος, που δίνουν όπλα στους κακοποιούς, για να αποκρούσουν, από κοινού, την εξωτερική επίθεση! Από εκεί και πέρα, γίνεται το «έλα να δεις».

Αν αποδεχτούμε πως ο κινηματογράφος μπορεί να είναι και σκληρό παραμύθι, εξωπραγματικές ιστορίες για να περνάει (με αγωνία) η ώρα, τότε θα πρέπει να ομολογήσουμε πως ο «Σταθμός» διαθέτει «αρετές»! Ξεκινάει αργά και σιγά σιγά οικοδομεί την ένταση. Στο τέλος, δικαιολογεί όλες τις ενέργειες, που έχουν γίνει. Είναι όλα καθαρά στον θεατή. Μόνο, βέβαια, που, αυτόματα, μπαίνει το ερώτημα: Γιατί όλα αυτά;

Δε νομίζω πως είμαι ο πιο αρμόδιος να απαντήσω. Το ερώτημα να απευθυνθεί στους ψυχολόγους και τους κοινωνιολόγους. Η αγωνία και ο φόβος, όταν προκαλούνται από πραγματικά γεγονότα, έχουν κάποια αξία. Οταν, όμως, προκαλούνται από φανταστικές και εξωπραγματικές ιστορίες, τότε εγώ αδυνατώ να συμμετάσχω! Κάθε τόσο, όση προσπάθεια και αν καταβάλει ο κατασκευαστής, μια φράση έρχεται στα χείλη μου, «ελάτε, παιδιά, δε γίνονται αυτά». Και αυτή η φράση με απομακρύνει από κάθε «μαγεία». Και χωρίς μαγεία ο κινηματογράφος είναι ένα τίποτα!

Παίζουν: Ιθαν Χοκ, Λόρενς Φίσμπερν, Τζον Λεγκουιζάμο, Μαρία Μέλο, Τζα Ρουλ, Γκάμπριελ Μπερν.

ΜΑΡΚ ΦΟΡΣΤΕΡ
Ψάχνοντας τη χώρα του ποτέ

Οσο υπάρχουν συναισθήματα και συγκίνηση, τόσο θα σκυλιάζει ο αιμοδιψής νεκροθάφτης (καπιταλισμός)! Ο άνθρωπος θα στέκεται όρθιος. Θα χώνει τα χέρια του στο εσωτερικό του και θα βρίσκει θησαυρούς. Ομοιους με τα παιδιά που συνάντησε ο συγγραφέας του «Πίτερ Παν - το παιδί που δεν ήθελε να μεγαλώσει»,Τζέιμς Ε. Μπάρι, στο Kensington Park, του Λονδίνου. Η τέχνη, τελικά, εκδικείται. Με τον τρόπο της, βέβαια! Αποδεικνύει πως μπορεί να συγκινεί. Και αποδεικνύει, επίσης, πως ο θεατής μπορεί να συγκινείται. Αρα υπάρχει ελπίδα! Δεν είναι λίγο!

Η ταινία αναφέρεται στη ζωή του παγκοσμίως γνωστού Σκοτσέζου συγγραφέα. Περισσότερο, όμως, αναφέρεται στις «αφορμές» που γέννησαν ένα από τα έργα του. Τον «Πίτερ Παν». Ο Τ. Ε. Μπάρι (Τζόνι Ντεπ) βρίσκεται σε καμπή. Εχοντας, ανάμεσα στα άλλα, και συναισθηματικά προβλήματα με τη γυναίκα του, αναζητεί βαριεστημένα και χωρίς ενδιαφέρον την έμπνευση. Και εκείνη (η έμπνευση) τον αποφεύγει! Μέχρι που, κάποια μέρα, «πατάει» με το παπούτσι του το μανίκι ενός μπόμπιρα που κρύβεται κάτω από το παγκάκι στο οποίο καθόταν! Οι πρώτες κουβέντες του «εγκλωβισμένου» παιδιού τον... απάγουν στην υπέρβαση! Οι πρώτες αράδες του «Πίτερ Παν» γράφονται εκείνη τη στιγμή. (Το έργο του Μπάρι, «Πίτερ Παν», εμφανίστηκε για πρώτη φορά, το Δεκέμβρη του 1904, σε θέατρο του Λονδίνου)!

Ο «Πίτερ Παν» ήταν, ας πούμε, μια μικρή επανάσταση για τον καιρό του! Σε μια άκρως συντηρητική Βρετανία, όπου τα παιδιά έπρεπε να είναι και να συμπεριφέρονται σαν... κορίτσια, ο Μπάρι τα ελευθέρωσε όλα (αγόρια και κορίτσια). Για πρώτη φορά, η θεατριζόμενη συντήρηση του Λονδίνου έβλεπε πάνω στη σκηνή ...διαβολάκια. Αληθινά παιδιά, δηλαδή! Παιδιά με τις ζαβολιές τους. Με τις αναποδιές τους. Με τις υπερβάσεις τους! Και έβλεπε, ακόμα, την ελευθερία της φαντασίας. Η οποία φαντασία δεν υπόκειται, όταν δεν υπόκειται, σε συμβάσεις (δεσμεύσεις «ηθικές, πολιτικές, θρησκευτικές»).

Η ταινία του Μαρκ Φόρστερ είναι πολυεπίπεδη. Ο καθένας, ανάλογα με τις γνώσεις του, και τη διάθεσή του, φυσικά, μπορεί να σταθεί στο πρώτο επίπεδο (συγκίνηση) ή να προχωρήσει σε βαθύτερα ύδατα. Να προχωρήσει στο δεύτερο και τρίτο επίπεδο. Εκεί όπου ο συγγραφέας προσπαθεί να περάσει τα μηνύματά του. Προσπαθεί να πείσει τα παιδιά (και εμάς, βέβαια) να συμπληρώσουμε με τη φαντασία μας όσα δε βλέπουν τα μισάνοιχτα ακόμα μάτια μας, όσα δεν ακούνε τα μισοανοιγμένα ακόμα αυτιά μας. Να φτιάξουμε όλοι (παιδιά και μεγάλοι) έναν κόσμο «φανταστικό». Εναν κόσμο μέσα στην ησυχία, την ειρήνη, τη γαλήνη και τη χαρά. Εναν κόσμο μέσα στα χρώματα και τις μουσικές. Εναν κόσμο, τελικά, που ταιριάζει - και πρέπει - στους ανθρώπους. Εναν κόσμο υπαρκτό (η φαντασία έχει υλική υπόσταση, μην ξεχνάμε)! Να ξεκολλήσουμε, με άλλα λόγια, από τη γη και να πετάξουμε!

Ο Μπάρι, και η ταινία, δεν υποκύπτει στην εθελοτυφλία! Δεν κρύβει τίποτα από τα παιδιά. Ούτε καν προσπαθεί να τα κρατήσει παιδιά. Αντίθετα τους λέει, θέλει να τους πει, όλη την αλήθεια. Να μεγαλώσουν κανονικά. Γι' αυτό, τόσο ο συγγραφέας, όσο και ο σκηνοθέτης κάνουν αγώνα να πείσουν τον «Πίτερ Παν» να «μεγαλώσει». Να «φιλιώσει» με την πραγματικότητα, όσο σκληρή και αν είναι αυτή. Η ταινία, σε καμία περίπτωση, δεν είναι (μόνον) για παιδιά. Είναι μια κανονική ταινία. Με μύθο, με δράση, με συναισθηματικά ανεβοκατεβάσματα. Είναι μια ταινία «έρωτος και φαντασίας», όπως θα έλεγαν τα παλιά διαφημιστικά! Ο ήρωας της ταινίας, ο συγγραφέας Τ. Ε. Μπάρι, δεν αρκείται στον κόσμο των βιβλίων του. Αναζητεί και τον δικό του κόσμο. Τους ανθρώπους που θα κατανοήσει και θα τον κατανοήσουν. Τους ανθρώπους που θα αγαπήσει και θα τον αγαπήσουν. Και αυτή η αναζήτηση είναι γεμάτη εκπλήξεις. Αλλοτε ευχάριστες και άλλοτε δυσάρεστες! Μια, ακόμα, ταινία (υποψήφια για 7 Οσκαρ), που προστίθεται στον καλό «εμπορικό» κινηματογράφο.

Παίζουν: Τζόνι Ντεπ, Ντάστιν Χόφμαν, Κέιτ Γουίνσλετ, Τζούλι Κρίστι, Ράντα Μίτσελ.

ΕΪΛΙΝΓΚ ΓΟΥΟΛΣ
Πίσω απ' τους τοίχους

Ιρλανδία 1939. Ο Γουίλιαμ Φράνκλιν, έχοντας ακόμα νωπές τις εικόνες του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, όπου έλαβε μέρος σαν εθελοντής, αναλαμβάνει να διδάξει λογοτεχνία σε ένα καθολικό σχολείο - αναμορφωτήριο. Από τον ένα φασισμό στον άλλον! Η Γκουέρνικα έχει την εξωτερική και εσωτερική όψη της. Στην Ισπανία οι φασιστικές βόμβες ισοπέδωναν χωριά και σακάτευαν αδιάκριτα τους ανθρώπους. Στην Ιρλανδία, η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Η καθολική εκκλησία βιάζει (κυριολεκτικά και μεταφορικά) μικρά παιδιά, που είχαν την ατυχία να πέσουν στα χέρια της.

Η ταινία δεν είναι επινοημένη, για να υπάρξουν αντιρρήσεις! Η ιστορία της είναι αληθινή. Στηρίζεται στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Πάτρικ Γκάλβιν. Είναι άκρως αποκαλυπτική. Με πολύ λεπτές πινελιές μάς γνωρίζει το βάθος του αυταρχισμού. Του αυταρχισμού που πηγάζει από αρρωστημένα μυαλά, αλλά, κυρίως, από τη δύναμη της εξουσίας. Της ανεξέλεγκτης εξουσίας. Της εξουσίας που περιχαρακώνεται πίσω από στεγανά και θεσμούς που διεκδικούν - και απολαμβάνουν - το απυρόβλητο! Της εξουσίας που δε σέβεται τον άνθρωπο. Της αυταρχικής καπιταλιστικής (φασιστικής) εξουσίας! (Μαζί, βέβαια, και της εκκλησιαστικής).

Φτάνοντας ο Φράνκλιν στο αναμορφωτήριο - εκεί μόνον μπόρεσε, λόγω των φρονημάτων του, να βρει εργασία - έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με ένα αυταρχικό - θεοκρατικό - στρατοκρατικό σύστημα εκπαίδευσης. Κάθε αταξία των παιδιών - θυμάτων, κάθε λάθος, πληρώνεται με βουρδουλιές! Αλλά και όταν δεν υπάρχουν «παραβάσεις», όταν τα παιδιά είναι υπάκουα, πάλι δε γλιτώνουν. Οι εκπαιδευτές-παπάδες πρέπει πάνω στα παιδιά να χορτάσουν τα βίτσια τους. Αλλος τα άγρια ένστικτά του (βουρδουλιές) και άλλος τις άγριες σεξουαλικές του παρορμήσεις (βιασμός). Αλλά και την ώρα της «χαλάρωσης», την ώρα δηλαδή που βγαίνουν στην αυλή, και εκεί ο φασισμός τρίζει τα δόντια του. Τα παιδιά χωρίζονται μεταξύ τους με τοίχους. Από τη μια μεριά ο ένας αδερφός και από την άλλη ο άλλος. Καμία επαφή μεταξύ τους. Ούτε καν ματιές. Και είναι αδέρφια! Και είναι σχεδόν μωρά ακόμα (8-10 χρόνων)! Και είναι τόσο μόνα! Πάνω απ' όλα, προέχει η πειθαρχία! Η πειθαρχία που καταλήγει στην υποταγή!

Ο Φράνκλιν δε μένει απαθής μπροστά σε αυτή την κατάσταση (πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό, ο ίδιος εθελοντικά πήγε και έβαλε τα στήθια του στην Ισπανία!). Ο αγώνας του στο σχολείο γίνεται σε δυο μέτωπα. Το ένα είναι να νικήσει ή έστω να περιορίσει, όσο αυτό είναι δυνατόν, την αυθαιρεσία των παπάδων-εκπαιδευτών. Συγκρούεται ανοιχτά μαζί τους. Το άλλο μέτωπο είναι τα παιδιά. Πρέπει να κάνει αυτά τα τρομοκρατημένα αγρίμια, ανθρώπους. Να γλυκάνει τις πληγές τους. Να ανοίξει τα αυτιά και τα μάτια τους. Να τα μάθει να αγαπούν τα γράμματα, τη σκέψη, την αξιοπρέπεια. Δεν μπορώ να σας πω ποιο κομμάτι του αγώνα του είναι πιο αναγκαίο. Μπορώ να σας πω, όμως, ποιο από τα δυο κομμάτια είναι το ποιο όμορφο. Το μέτωπο των παιδιών είναι το αριστούργημα, σας βεβαιώνω!

Πώς ανοίγουν την άνοιξη τα λουλούδια; Ετσι, ακριβώς, άνοιξαν οι «ψυχές» αυτών των βασανισμένων και καταπιεσμένων παιδιών από τους ποιητές και τα ποιήματα. Κάθε στίχος, που μάθαιναν από το δάσκαλο, άνοιγε μέσα τους και από ένα πέταλο, από το υπέροχο λουλούδι, που κουβαλάει στην «ψυχή» και στο νου του, ο κάθε αγνός άνθρωπος. Σιγά - σιγά, αυτά τα παιδιά που γρύλιζαν, έμαθαν να απαγγέλλουν ποιήματα! Και όχι μόνον να απαγγέλλουν, αλλά να κατανοούν και το νόημα, να αντιλαμβάνονται την ουσία. Από εκεί και πέρα, όπως είναι φυσικό, η αντίσταση στον αυταρχισμό και την καταπίεση είναι ζήτημα χρόνου. Δάσκαλος και παιδιά θα παλέψουν. Θα θρηνήσουνε θύματα («Ενα τραγούδι (δηλαδή μοιρολόγι) για ένα "ατίθασο" παιδί», είναι ο αγγλικός τίτλος). Θα σημειώσουν, όμως, και νίκες.

Το ωραίο και χρήσιμο περιεχόμενο ακολουθεί και η φόρμα. Διακριτική, όπως ένας στίχος ποιήματος, είναι η κινηματογράφηση. «Αθόρυβη» η μηχανή περιγράφει αδρά το κολαστήριο. Οι σκιές και το φως στη φωτογραφία, αλλά και τα πρόσωπα, συνθέτουν εκφραστικούς πίνακες ζωγραφικής. Από κοντά το μοντάζ και η μουσική. Και πάνω απ' όλα οι ερμηνείες. Τελικά έχουμε ένα κομψοτέχνημα...

Παίζουν: Αϊνταν Κουίν (άριστος), Ιαν Γκλεν (πολύ καλός), Λίαν Μέρσιερ, Κρις Νιούμαν.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ