Πέμπτη 9 Αυγούστου 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πολιτική και τρυφερότητα

Πέντε ταινίες, από τις οποίες οι τέσσερις είναι πολύ καλές, δεν είναι και κακή φουρνιά, έτσι δεν είναι; Δεν πρέπει να μας διαφεύγει, αυτό δεν πρέπει ποτέ να μας διαφεύγει, ότι όσο η τέχνη θα είναι εμπόρευμα, θα σπανίζουν τα πραγματικά έργα τέχνης! Ξεκινάμε με την ταινία του Κιμ Κι Ντουκ «Αγνωστος παραλήπτης», γιατί είναι η πιο πολιτικοποιημένη της βδομάδας! Αναφέρεται στις επιπτώσεις από την αμερικάνικη στρατιωτική και πολιτική παρουσία στην κοινωνία της Νότιας Κορέας στη συνείδηση και στον ψυχισμό των Νοτιοκορεατών. Το «Υστερόγραφο Μιας Σχέσης», της 28χρονης Σάρα Πόλεϊ, καταπιάνεται, με πολύ τρυφερό και ανθρώπινο τρόπο, με την ανθρώπινη μνήμη και τα γηρατειά. Τέλος, «Η Εκδοχή του Τσάρλι», της 61χρονης Νικόλ Γκαρσία, σκιαγραφεί μια ομάδα μικροαστών αντρών, σε μια γαλλική επαρχιακή πόλη (κάποια γαλλική Πρέβεζα του Καρυωτάκη)! Η τέταρτη καλή ταινία της βδομάδας είναι η επανάληψη (γυρίστηκε το 1981) «Η Γυναίκα του Αεροπόρου», του Ερίκ Ρομέρ. Ενα ακόμα ποιητικό, ερωτικό και κατά κάποιο τρόπο φιλοσοφικό σχόλιο του Γάλλου διανοούμενου κινηματογραφιστή. Και κλείνουμε με την αδιάφορη, στην καλύτερη περίπτωση, καουμπόικη ταινία καταδίωξης του Ντέιβιντ φον Aνκεν, «Εχθροί για Πάντα»!

H επανάληψη ΕΡΙΚ ΡΟΜΕΡ
Η γυναίκα του αεροπόρου

Ερίκ Ρομέρ, σημαίνει κινηματογράφος των άκρων! 'Η τον αγαπάς σαν πιστός εραστής ή τον απορρίπτεις θυμωμένος. Μέσες λύσεις μαζί του δε χωράνε!

«Η Γυναίκα του Αεροπόρου», είναι το θεμέλιο που πάνω της οικοδομήθηκε μια από τις τέσσερις γνωστές ενότητες του σκηνοθέτη. Πρόκειται για την ενότητα «Κωμωδίες και Παροιμίες». Στη συγκεκριμένη ενότητα ο Ερίκ Ρομέρ γύρισε έξι ταινίες με θέμα τον έρωτα (και όχι μόνον...). Παίρνοντας σαν αφορμή μια σχετική παροιμία έπλεκε πάνω της μια ιστορία. Μέσα από την οποία προσπαθούσε να περάσει, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε με λιγότερη επιτυχία, τις δικές του φιλοσοφικές απόψεις σε σχέση με τον έρωτα και τη ζωή. Η «Γυναίκα του Αεροπόρου» στηρίζεται στo απόφθεγμα (παροιμία) «Δεν μπορείς να σκεφτείς τίποτα». «Δεν μπορείς να σκεφτείς τίποτα», γιατί δεν μπορείς να κατανοήσεις κάποιες συμπεριφορές. Οπως αυτές των ηρώων της ταινίας. Οι οποίοι, έτσι, χωρίς λογική εξήγηση, πληγώνει ο ένας τον άλλον. Οι άνθρωποι αυτοί, ενώ αγωνιούν για την αγάπη και τον έρωτα, κάνουν το ένα λάθος μετά το άλλο, διαπράττουν το ένα σφάλμα μετά το άλλο, με αποτέλεσμα αντί να σμίγουν, να απομακρύνονται. Μη φανταστείτε, βέβαια, πως θα παρακολουθήσετε κάποια τραγωδία! Οχι. Ο Ρομέρ είναι τρυφερός. Ο,τι έχει να πει το λέει με τρυφερό τρόπο. Οσο κριτικός και αν είναι με τους ήρωές του, διατηρεί πάντα σεβασμό και αγάπη γι' αυτούς. Η ταινία του, λοιπόν, είναι περισσότερο κωμωδία παρά δράμα! Παρότι τα ζητήματα που βάζει είναι σοβαρά... Οι ταινίες του Ρομέρ δεν είναι ταινίες δράσης, ταινίες μεγάλης πλοκής, είναι ταινίες που τα πράγματα -κυρίως- λέγονται παρά δείχνονται! Είναι ταινίες που στηρίζονται στο διάλογο. Εκεί, λοιπόν, πρέπει να «ρίξει» το βάρος του ο θεατής. Μέσα από τους διαλόγους, οι οποίοι συνήθως είναι πνευματώδεις και «γεμάτοι» από «νοήματα». Η συγκριμένη ταινία (1981), πέρα από την όποια καλλιτεχνική της αξία, είναι και ένα κινηματογραφικό πείραμα. Γυρίστηκε αρκετά «πρωτόγονα». Με μια «ερασιτεχνική» κινηματογραφική μηχανή (16 mm), με «φυσικό» ήχο, σε φυσικά ντεκόρ. Και αυτό γιατί ο Ρομέρ, ανάμεσα στα άλλα, ήθελε, έτσι διατείνονταν, να ανατρέψει και τους όρους παραγωγής. Το τελικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα δεν τον απογοήτευσε και δεν απογοήτευσε και τους θεατές.

Παίζουν: Φιλίπ Μαρλό, Μαρί Ριβιέρ, Αν-Λορί Μερί, Ματιέ Καριέρ, Φιλίπ Καρουά, Καρολί Κλεμάν.

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΦΟΝ ΑΝΚΕΝ
Εχθρός για πάντα

Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας αναρωτιόμουν τι νόημα και ποια αξία έχει σήμερα μια καουμπόικη ταινία καταδίωξης. Μιας καταδίωξης στεγνής χωρίς αλληγορικές, έστω, αναφορές. Αναφορές που θα της έδιναν κάποια άλλη διάσταση (και δικαιολογία). Στο τέλος, δυστυχώς πολύ αργά για την υπομονή μου και την αξία της ταινίας, υπήρξε η δικαιολογία. Τέλος, πάντων, προέκυψε μια δικαιολογία.

Ολο αυτό το αιματοβαμμένο κυνηγητό, το οποίο συνέβαινε επί μιάμιση ώρα στην οθόνη, ήταν αποτέλεσμα του αμερικάνικου εμφυλίου πολέμου (Βόρειοι - Νότιοι), ο οποίος εμφύλιος συνεχιζόταν στις «ψυχές» των εμπλεκομένων, έστω και αν είχαν περάσει πέντε ολόκληρα χρόνια από την επίσημη λήξη του! Στο τέλος, επίσης, ο σκηνοθέτης έκανε και τη δική του (απαραίτητη) ειρηνόφιλη σύσταση. Εβαλε τους ήρωές του να αναθεματίζουν τον πόλεμο και το μίσος που γεννάει ο πόλεμος. Ιδιαίτερα ο εμφύλιος πόλεμος! Αυτά, και προφανώς θεώρησε ότι καθάρισε με τη δική του σκληρότητα. Με τη βία του. (Στην ταινία του η μία άγρια δολοφονία διαδέχεται την άλλη. Η μια άγρια σκηνή την άλλη). Στη σύγχυση που διακρίνει την ταινία, που σε όλη σχεδόν τη διάρκειά της (μέχρι λίγο πριν το τέλος) δε διακρίνουμε το μήνυμά της, έρχεται να προστεθεί και η σύγχυση που προκαλεί ο κατασκευασμένος από το ελληνικό γραφείο διανομής, τίτλος της «Εχθροί για πάντα». Τίτλος που έρχεται κόντρα στο τελικό μήνυμα της ταινίας, που είναι «να τελειώνουμε με τις έχθρες». Τέλος πάντων, τι κουβεντιάζουμε; Ποιος πάει να δει καουμπόικη ταινία καλοκαιριάτικα; Η οποία, τελικά, δεν είναι και κλασική καουμπόικη. Αφού δε διαθέτει μπαρ, γυναίκες, μονομαχίες!..

Παίζουν: Λίαν Νίσον, Πιρς Μπρόσναν, Μάικλ Ουίνκοτ, Αντζέλικα Χιούστον, Αντζι Χάρμον.

ΝΙΚΟΛ ΓΚΑΡΣΙΑ
Η εκδοχή του Τσάρλι

«Η εκδοχή του Τσάρλι», είναι μια ταινία που ασχολείται με τους άντρες, γυρισμένη, όμως, από γυναίκα! Η 61χρονη Νικόλ Γκαρσία, βραβευμένη ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, λειτουργώντας σαν επιστήμονας που θέλει να μελετήσει ένα «φαινόμενο», «έπιασε» πέντε άντρες και ένα αγόρι (τον Τσάρλι), τους «έβαλε» μέσα μια επαρχιακή πόλη δίπλα στον ωκεανό, τους «φόρτωσε» με μια σειρά από ψυχολογικά, ερωτικά και άλλα προβλήματα και, παρακολουθώντας από κοντά την καθημερινότητά τους, μελετάει με το φακό της τις αντιδράσεις τους!

Η ταινία της Νικόλ Γκαρσία είναι πράγματι ένα μικρό κοινωνικό ψυχογράφημα. Ενα σκοτεινό, ένα πνιγηρό, μικρό κοινωνικό ψυχογράφημα. Ενας διάσημος επιστήμονας επιστρέφει στη γενέτειρά του, για να δώσει μια διάλεξη. Εκεί ανταμώνει τον παιδικό φίλο του, ο οποίος σε κάποια στροφή της ζωής τους εγκατέλειψε τη φιλία τους, αλλά και τα κοινά επιστημονικά όνειρά τους. Τώρα είναι καθηγητής στο τοπικό γυμνάσιο. Στην τάξη του παρακολουθεί μαθήματα ένας νεαρός, ο πατέρας του οποίου, διατηρεί μυστικό ερωτικό δεσμό με τη γυναίκα του καθηγητή. Ο εραστής - πατέρας χρησιμοποιεί το γιο του για άλλοθι, απέναντι στη ζηλιάρα γυναίκα του. Ο πολιτικάντης και αριβίστας δήμαρχος της πόλης έχει να διαλέξει ανάμεσα στη δημαρχεία και το «μυστικό» δεσμό του με μια νεαρότερή του γυναίκα. Τέλος, ένας κάτοικος της πόλης, ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει... Οι πέντε αυτοί άντρες, και ο νεαρός έξι, θα μπλέξουνε τις ζωές τους! (Οι γυναίκες στην ταινία παίζουν τελείως «βοηθητικό» ρόλο). Μέσα από το μπλέξιμο των ηρώων, το οποίο σιγά σιγά μετεξελίσσεται σε μια μικρή τραγωδία, αναδεικνύονται οι χαρακτήρες, αλλά και το κοινωνικό περιβάλλον που τους διαμορφώνει και το οποίο, στη συνέχεια, με τη συμπεριφορά τους διαμορφώνουν! Πέρα, λοιπόν, από την αρκετά σοβαρή μελέτη των ανθρώπινων χαρακτήρων και του κοινωνικού περιβάλλοντος, η ταινία διαθέτει και μεγάλες αισθητικές αρετές (φόρμα). Η εικόνα της, τα χρώματά της, οι χώροι της, οι ήχοι της και οι μουσικές της έχουν μια δική τους, ξεχωριστή προσωπικότητα. Χωρίς να συμβαίνουν απειλητικά γεγονότα στην οθόνη, φόνοι, μαχαιρώματα, περιπέτεια, ο θεατής νιώθει διαρκώς γύρω του μια απειλή! Μια απειλή που βγαίνει από τα συναισθήματα των ηρώων αλλά και από τη φόρμα της ταινίας. Παίζουν: Ζαν Πιερ Μπακρί, Βενσάν Λιντόν, Μπενουά Μαζιμέλ, Μπενουά Πελβούρντ.

ΚΙΜ ΚΙ ΝΤΟΥΚ
Αγνωστος παραλήπτης

Ο «Αγνωστος Παραλήπτης», είναι ο «ανώνυμος» Αμερικανός αποικιοκράτης φαντάρος, η ίδια η Αμερική, τελικά, η οποία εισβάλλει σαν τη λαίλαπα σε ξένες χώρες, στη Νότια Κορέα στη συγκεκριμένη περίπτωση, και προκαλεί τον όλεθρο και την καταστροφή. Σημαδεύει εξωτερικά και εσωτερικά τους ανθρώπους. Και όταν κάποιοι από τους σημαδεμένους, που είχαν την απερισκεψία να την πιστέψουν, απευθύνονται και ζητάνε βοήθεια, τήρηση των υποσχέσεων δηλαδή, δε βρίσκουν παραλήπτη, για να παραλάβει το αίτημα!

Ο Κιμ Κι Ντουκ είναι σκληρός σκηνοθέτης, ακραίος! Τόσο το σκηνικό της ιστορίας του, έξω από ένα αμερικανικό στρατόπεδο κατοχής, που θα μπορούσε να είναι ολόκληρη η υποδουλωμένη από τους Αμερικανούς Νότια Κορέα, όσο και οι ήρωες της ταινίας του, μια ομάδα μοιραίοι άνθρωποι, αδύνατοι να αποτρέψουν τα «αναμενόμενα», που θα μπορούσαν να ήταν όλοι οι υποταγμένοι Νοτιοκορεάτες πολίτες, είναι ματωμένοι και απελπισμένοι. Με μια απελπισία που καταλήγει στην αυτοκτονία! Πράγματι, ο «Αγνωστος Παραλήπτης» είναι απαισιόδοξη ταινία. Ταινία πνιγμένη στη βία. Μια βία, όμως, που έχει ιστορική εξήγηση. Η χώρα, το νότιο κομμάτι της Κορέας, γνώρισε τη χειρότερη μορφή της αποικιοκρατικής επέμβασης. Μιας επέμβασης που έπιασε «ρίζες» σε μεγάλο κομμάτι της νοτιοκορεατικής κοινωνίας, καθώς η Αμερική, πέρα από τη βία των όπλων, χρησιμοποίησε και το χρήμα για να καταβάλει συνειδήσεις! Ο εύκολος πλουτισμός, η εξαγορά, η διαφθορά έφτιαξαν ένα νέο είδος ανθρώπου, ανθρώπου άγνωστου στις παραδόσεις της χώρας, το συμβιβασμένο και ξεπουλημένο Ασιάτη. Αυτόν που παίρνει και δίνει βραβεία για κάθε δολοφονημένο Βορειοκορεάτη. Για τον αδερφό του, δηλαδή! Αυτός που έμαθε να διασκεδάζει, με όλους τους τρόπους, τον εισβολέα. (Μικρογραφία αυτής της εικόνας, γιατί τα πράγματα στην Κορέα πήραν ανεξέλεγκτες διαστάσεις, είναι η περίοδος της δεκαετίας του '50 στη χώρα μας. Οπου το χυδαίο σύνθημα «κορίτσια ο στόλος» αποκάλυπτε τη χυδαία σχέση ανάμεσα στην Αμερική και τους Ιθαγενείς! «Κατά την άποψή μου, η κορεάτικη κοινωνία έχει γίνει συνώνυμη με τη μανία και τη σκληρότητα, σε σημείο που είναι έτοιμη να εκραγεί» δηλώνει ο σκηνοθέτης. «Από πού προέρχεται όλη αυτή η ένταση και η τεταμένη καχυποψία; Το ερώτημα αυτό με παρέπεμψε στο να εισάγω, σε πρώτο πλάνο, μία δόση ιστορικής πραγματικότητας στην ταινία μου. Το στοιχείο, όμως, το οποίο προσπάθησα να τονίσω μέσα από την ταινία, δεν είναι ένας διαπληκτισμός πάνω στην ιστορία, αλλά η χαμένη πνευματικότητα του λαού της Κορέας, μια πνευματικότητα που με τόσο πόθο αναζητούμε να ξαναποκτήσουμε». Για να μεταφέρει την αγωνία του στον κινηματογράφο, ο Κιμ Κι Ντουκ διάλεξε το ρεαλισμό και όταν, και όπου, κρίθηκε απαραίτητο, δανείστηκε και ποιητικά στοιχεία, στοιχεία με τα οποία μπορείς να εξηγήσεις τα «ανεξήγητα». Τον πολύ βαθύ πόνο, για παράδειγμα! Ή την πολύ βαθιά απελπισία. Σκηνές, όπως η σκηνή που ο γιος ετοιμάζει τη μάνα του για να τη σφάξει (είχε ερωτικές σχέσεις με Αμερικανό, τον πατέρα του, τον «άγνωστο παραλήπτη»), την πλένει, την καλλωπίζει, μόνον με την ποίηση αποδίδουν και αποδίδονται. Διάλεξε, επίσης, και μια υποτυπώδη ιστορία, μια αφορμή: κάποιοι μικροδιάβολοι, απελπισμένοι και συμβιβασμένοι αναζητούν - με όλα τα μέσα - αυτό που τους λείπει: Αγάπη, αξιοπρέπεια! Εργαλεία του Κιμ Κι Ντουκ, όπως προανέφερα, είναι ο χώρος, η μπότα της Αμερικής, και τρία περιθωριακά άτομα (και ο περίγυρός τους). Τα τρία αυτά άτομα, μια μικρογραφία του συμβιβασμένου κομματιού της λαϊκής νοτιοκορεατικής κοινωνίας, πληγώνουν και πληγώνονται. Χτυπάνε και χτυπιούνται! (Μαζί τους υποφέρει και ένας «απροσάρμοστος» Αμερικανός φαντάρος. Υποφέρει γιατί δεν έχει καταλάβει - είναι τόσο παράλογο, άλλωστε - τι δουλιά έχει αυτός στην Ασία!). Ολος αυτός ο κόσμος θα καταλήξει στο αιματοκύλισμα, για να ολοκληρωθεί η τραγωδία! Σίγουρα έχουμε να κάνουμε με βαθιά πολιτικό κινηματογράφο. Και αν είχαμε περισσότερες πληροφορίες για την καθημερινή ζωή των Νοτιοκορεατών και τις παραδόσεις τους, για να καταλάβουμε καλύτερα τις αλληγορίες της ταινίας, θα βγαίναμε από την αίθουσα ακόμα πιο ικανοποιημένοι. Και έτσι, πάντως, θα πάρουμε μαζί μας όλη την οργή, και είναι μεγάλη, για τη ζημιά που προκλήθηκε στον περήφανο αυτό λαό. Για την ηθική διάλυση αυτής της άξιας κοινωνίας. Θα πάρουμε, επίσης, και τη μελαγχολία της ταινίας, για την ανικανότητα (ελπίζουμε προσωρινή) των Νοτιοκορεατών να απαλλαγούν μια για πάντα από τους Αμερικανούς και τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, ηθικές καταστροφές που προκαλούν! Μην ξεχνάμε πως μιλάμε για μια χωρισμένη (Βόρεια - Νότια) χώρα! Και, κυρίως, μην ξεχνάμε τις απειλές που δέχεται το βόρειο τμήμα της χώρας, με σκοπό να υποταχθεί και αυτό στις ορέξεις των Αμερικανών. Φαίνεται ότι η τραγωδία που λέγεται Κορέα δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα για τον ιμπεριαλισμό.

Παίζουν: Ντονγκ Κουν Γιανγκ, Μιν Γιουνγκ Μπαν, Γιουνγκ Μιν Κιμ, Eουν Γιν Μπανγκ

ΣΑΡΑ ΠΟΛΕΪ
Υστερόγραφο μιας σχέσης

Την ταινία τη γύρισε ηθοποιός και μάλιστα γυναίκα. Το «Υστερόγραφο μιας Σχέσης», είναι η πρώτη σκηνοθετική δουλιά της Καναδέζας ηθοποιού Σάρα Πόλεϊ (έχει πρωταγωνιστήσει ή συμπρωταγωνιστήσει σε σημαντικό αριθμό ταινιών). Τα αναφέρω όλα αυτά για να αποδώσω τη μεγάλη τρυφερότητα που βγάζει η ταινία εκεί που πρέπει.

Στο ταλέντο, βέβαια, της δημιουργού, αλλά και στη γυναικεία φύση της! Εχω πολλές αμφιβολίες, αν άντρας σκηνοθέτης, θα μπορούσε να προσεγγίσει το θέμα της ταινίας, με αυτήν τη σπάνια λεπτότητα που το προσέγγισε η Σάρα Πόλεϊ. Η οποία, επί τη ευκαιρία, είναι μόλις 28 χρόνων! 28 χρόνων και καταπιάστηκε με τα γηρατειά!.. Ενα σοβαρό και καλλιεργημένο ζευγάρι, το οποίο έχει ζήσει μια γεμάτη ζωή, σε αρκετά προχωρημένη ηλικία έρχεται αντιμέτωπο με τη «σατανική» αρρώστια Αλτσχάιμερ (Alzheimer), η οποία εμφανίζεται απροειδοποίητα και χτυπάει καίρια, ανάμεσα στα άλλα, τη μνήμη. Τη μνήμη, η οποία, είναι εκείνη που με την αόρατη κλωστή της δένει τους ανθρώπους (και τις σχέσεις των ανθρώπων). Το ζευγάρι της ταινίας, λοιπόν, χωρίς τη μνήμη του ενός, της γυναίκας στη συγκεκριμένη περίπτωση, παύει να υπάρχει. Ολα αυτά που τους δένουν έχουν, πια, χαθεί. Η πληγωμένη από την αρρώστια γυναίκα δεν (ανα)γνωρίζει το σύντροφό της. Δεν της θυμίζει τίποτα. Δεν τον ξέρει! Και, βέβαια, δε θυμάται τίποτα από την κοινή ζωή τους. Από τα γεγονότα που τους ένωναν. Ο υγιής σύντροφος, ο άντρας στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο οποίος διαθέτει μνήμη και έχει τα πάντα ζωντανά μέσα του, βλέπει όλο το οικοδόμημα, ολόκληρη τη ζωή τους δηλαδή, να γκρεμίζεται αργά και βασανιστικά και αδυνατεί να κάνει κάτι δραστικό για να αποτρέψει αυτή την καταστροφή. Το μόνο που του μένει, είναι να «διευκολύνει» τη γυναίκα του, ακριβώς γιατί την αγαπάει, να προσαρμοστεί όσο το δυνατόν ευκολότερα και καλύτερα στη νέα της ζωή (όσο αυτή θα κρατήσει)! Και το κάνει αυτό με μεγάλο κόστος. Γιατί, τελικά, τη διευκολύνει να απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο. Μην πάει ο νου σας στο μελό, όχι! Η Σάρα Πόλεϊ δεν εμπορεύεται τη συγκίνηση, η οποία φυσικά και υπάρχει σε αφθονία στην ταινία, αλλά σαν μέσον και όχι σαν σκοπός. Γι' αυτό είναι διακριτική και πολιτισμένη. Την απασχόλησαν σοβαρότερα ζητήματα. Την απασχόλησε το ζήτημα της μνήμης και της λειτουργίας της. Την απασχόλησε η ταξινόμηση των θετικών και των αρνητικών στιγμών που κάνει η καλλιεργημένη μνήμη, για να διευκολύνει τη συμβίωση. Την απασχόλησε η ικανότητα του καλλιεργημένου ανθρώπου να «παραγγέλνει» στη μνήμη να «ατονεί» κατά διαστήματα, μέχρι να βρεθούν οι απαραίτητες ισορροπίες! Ολα αυτά, βέβαια, χάνονται όταν πληγεί ο εγκέφαλος του ανθρώπου, όπως έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Χάνονται, και η μνήμη «επιστρέφει» σε αυτά που της έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση σε προγενέστερο χρόνο. Η ταινία στηρίζεται στο διήγημα της Αλις Μούρνο, «The Bear Came Over the Mountain». Το διήγημα ασχολείται με την αφοσίωση, την πίστη, τον έρωτα, τη θυσία. Το ίδιο πράττει και η ταινία. Γι' αυτό, τελικά, είναι ένας ύμνος στον άνθρωπο! Στον πολιτισμένο άνθρωπο. Αυτόν που ψιθυρίζει και όχι αυτόν που κραυγάζει. Πέρα, όμως, από το θαυμάσια ανθρώπινο θέμα της, υπάρχει και η φόρμα. Και αυτή διαθέτει ευγένεια και εξαιρετική αισθητική. Αισθητική που προέρχεται από την προσεγμένη στις λεπτομέρειές της φωτογραφία, από τους εξαιρετικούς χώρους, από τα ντυσίματα των ηθοποιών, από τους αργούς ρυθμούς, από τους λεπτούς ήχους και τις μουσικές, από τις μεγάλες και μικρές σιωπές. Και, βέβαια, από τις σπάνιες ερμηνείες όλων των ηθοποιών.

Παίζουν: Τζούλι Κρίστι, Γκόρντον Πίνσεντ, Ολυμπία Δουκάκη, Μίκαελ Μάρφι.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ