Παρασκευή 26 Φλεβάρη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΣΑΜ ΤΕΪΛΟΡ ΓΟΥΝΤ
Ολοι θέλουν λίγη αγάπη

Συμβατική ταινία που καλύπτει πέντε καθοριστικής σημασίας χρόνια του έφηβου Τζον Λένον στα προάστια του Λίβερπουλ. Το φιλμ ξεκινά το 1955, χρονιά που πεθαίνει ο αγαπημένος του θείος Τζορτζ. Ακολουθεί η μοιραία επανασύνδεση και σχέση με τη βιολογική του μητέρα Τζούλια και η συνάντηση με τον Πολ Μακ Κάρτνεϊ. Η ταινία που ολοκληρώνεται με την αναχώρηση του 19χρονου Τζον και του πυρήνα του κατοπινού σχήματος των Μπιτλς για το Αμβούργο έχει καλές βρετανικές ερμηνείες που αναδεικνύονται κυρίως στα πολλά κοντινά πλάνα. Το φιλμ βασίζεται στο βιβλίο της ετεροθαλούς αδελφής του Λένον, Julia Baird και φέρει τον τίτλο «Imagine This: Growing up with my brother John Lennon».

Η μητέρα του Τζον Λένον, η αέρινη κι επιρρεπής στον έρωτα Τζούλια, εγκαταλείπει τον τετράχρονο γιο της που υιοθετεί και μεγαλώνει σαν δικό της παιδί η φλεγματική και καθωσπρέπει αδελφή της Μίμι. Οι αντίζηλες, αγαπούν, καθεμιά με τον τρόπο της τον Τζον, κι εκείνος το ίδιο. Η ιστορία εκτυλίσσεται υπό τους ήχους των πρώτων ακουσμάτων του ροκ εντ ρολ.

Παίζουν: Ααρον Τζόνσον, Κριστίν Σκοτ Τόμας, Αν Μαρί Νταφ, Τόμας Σάνγκστερ κ.ά.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΧΟΥΡΣΟΓΛΟΥ
Ο Διαχειριστής

Οποίο timing! Ούτε παραγγελία του υπουργείου Οικονομικών να ήταν το συμπαθές φιλμ του Περικλή Χούρσογλου...

Εν μέσω της συντεταγμένης βαβούρας που εκλήθη να επιτελέσει η συντεχνία των δημοσιογράφων των ΜΜΕ, των «νέων μαντρόσκυλων του αστικού συστήματος » (όπως αποκαλεί τους επιφανείς της συντεχνίας ο Γάλλος δημοσιογράφος Serge Halimi στο βιβλίο του «Les nouveaux chiens de garde»), με εθνικό στόχο το ξεσκέπασμα άλλων συντεχνιών, υπαίτιων της οικτρής του έθνους οικονομικής θέσης, ήτοι ψιλικατζήδων, ταξιτζήδων, καφετζήδων... κυρίως όμως των υδραυλικών με τα υπέρογκα διαφυγόντα κέρδη, έρχεται ο συμπαθέστατος Περικλής Χούρσογλου να μιλήσει - μεταξύ άλλων βέβαια - για έναν κατεργάρη υδραυλικό που ενώ συμφώνησε να επισκευάσει την αποχέτευση της πολυκατοικίας, ούτε τη δουλειά έφερε σε πέρας, ούτε απόδειξη έκοψε...

Καλό παιδί ο Παύλος, άχρωμος και άοσμος. Ησυχος μικροαστός, προτεσταντικής χροιάς που κοιτάει το σπιτάκι του και τη δουλίτσα του. Γιος, σύζυγος, πατέρας και συνάνθρωπος με περίσσευμα κατανόησης, καλής θέλησης και συνεπής στις υποχρεώσεις του. Εως τη στιγμή που η κατάσταση τον υποχρεώνει να ξεμυτίσει από το προστατευτικό κέλυφος που έχτιζε γύρω από το μύθο του επί πενήντα χρόνια και να προσγειωθεί ανώμαλα στο κέντρο της αθηναϊκής αρένας που βρίθει από παντός είδους άγρια θηρία. Μοναδικό αντίδοτο και χαρά στη ζωή του η «ελεύθερη» από προκαταλήψεις και υποχρεώσεις 23χρονη κόρη μεταναστών από τη Γερμανία, που έπεσε απροσδόκητα στα πόδια του σαν ώριμο φρούτο. Καλοδουλεμένη ταινία με συγκροτημένο σενάριο και δραματουργικά συνεπείς, σε χοντρές γραμμές, ρόλους. Η ώριμη όσο ποτέ νατουραλιστική ερμηνεία του Κώστα Βουτσά ως υδραυλικού που μεταμόρφωσε έναν περιφερειακό ρολάκο σε πολυεπίπεδο ανθρώπινο χαρακτήρα συνιστά το πιο ουσιαστικό κεφάλαιο της ταινίας.

Παίζουν: Περικλής Χούρσογλου, Κώστας Βουτσάς, Κατερίνα Γιουλάκη, Ολγα Δαμάνη, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη κ.α.

και δύο ελληνικές ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΜΑΝΤΑ
Χρυσόσκονη

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Μαργαρίτας Μαντά γεννήθηκε από την ανάγκη της ίδιας να μιλήσει για την πόλη της, την Αθήνα, που μεταλλάσσεται και εξαφανίζει το βιωμένο της παρελθόν.

Τρία αδέλφια που πλησιάζουν ή διανύουν ήδη τα σαράντα, τη δεκαετία των υπαρξιακών και όχι μόνο απολογισμών, καθένας τους κουβαλώντας τα ιδιαίτερά του προβλήματα και αναστολές, αντιπαρατίθενται ήδη με την έναρξη του φιλμ για την πώληση της πατρικής μονοκατοικίας και την ανέγερση στη θέση της, από τον αγοραστή, μιας σύγχρονης πολυκατοικίας.

Ο αδελφός, δικηγόρος, επιμένει στην άμεση πώληση, η αδελφή, τραπεζικός, συμφωνεί υπό όρους και η μοναδική που αντιτίθεται κάθετα είναι η συναισθηματική και αποτραβηγμένη μουσικός αδελφή τους. Μέσα από τις παράλληλες ζωές των μικροαστών αδελφών απαριθμούνται, χωρίς καν να αγγίζονται, ένα σωρό προβλήματα των σύγχρονων ανθρώπων και κοινωνιών, όχι απαραίτητα και μόνο της Αθήνας. Η αφήγηση κυλά χωρίς εκπλήξεις, χωρίς ανατροπές, οι χαρακτήρες μοιάζουν να έχουν φτιαχτεί με υπερβολική συμπάθεια, ενώ όλοι αντιμετωπίζουν αλλήλους με θαυμαστή κατανόηση. Προς το τέλος αντιλαμβανόμαστε ότι τα πράγματα οδεύουν προς σημαντική βελτίωση. Καλά, τελικά τόσο εύκολο ήταν;

Παίζουν: Μάνια Παπαδημητρίου, Αννα Μάσχα, Αργύρης Ξάφης, Δημήτρης Ξανθόπουλος.

ΚΛΑΟΥΝΤΙΑ ΓΙΟΣΑ
Το γάλα της θλίψης

Πολιτική και ταυτόχρονα ποιητική ταινία. Η καχυποψία απέναντι στις λέξεις που φαίνεται ότι ασπάζεται το φιλμ, μοιάζει με μεταδοτική αρρώστια που έχει εξαπλωθεί σε όλες του τις εκφράσεις. Από το γεγονός της φειδωλής αφήγησης πηγάζει ολόκληρη η δύναμη της ταινίας. Δεν υπάρχει ούτε μια παραπανίσια εικόνα, ούτε μια παραπανίσια χειρονομία. Απεναντίας, η χαμηλών τόνων δραματικότητα οικοδομείται σε μεγάλο βαθμό μέσα από τις αντιθέσεις. Αντίθεση ανάμεσα στο κιτς που κυριαρχεί στις σεκάνς των γάμων και της πολύ συγκεκριμένης πραγματικότητας του θανάτου, ανάμεσα στα ημιτελή τοιχώματα των κτισμάτων της παραγκούπολης και του ψηλού τοίχου που προστατεύει την πιανίστα και τον κόσμο της και κρατά μακριά το χάος της πόλης και το πλήθος των δρόμων. Η ταινία με τη γοητευτική γλώσσα των εικόνων είναι αληθινό μαργαριτάρι με εκθαμβωτικά χρώματα και γεμάτο μυστικά.

Η δυνατή ιστορία έχει στο επίκεντρό της την Φάουστα, μια νεαρή ινδιάνα με καθαρό και δυνατό πρόσωπο. Ζει στο σπίτι του θείου της, στην παραγκούπολη, στις παρυφές της Λίμα και γαλουχήθηκε με το φόβο που στιγμάτισε τη μητέρα της για ολόκληρη ζωή. Η μάνα έγκυος, έπεσε θύμα βιασμού από κυβερνητικούς στρατιώτες, ο πατέρας της δολοφονήθηκε στα χρόνια της φασιστικής τρομοκρατίας και ο αδελφός της πέθανε με φριχτούς πόνους στο στομάχι. Της απόμεινε μόνο η ακτινογραφία του. Η μητέρα, με τα τραγούδια της, ξόρκια για το φόβο και τον τρόμο, μετάγγισε στην κόρη μόνιμο δέος και αγωνία. Η μητέρα πέθανε. Στο σπίτι του θείου ενδιαφέρονται για γάμους και πανηγύρια και ντύνουν με εξωτικό περίβλημα το συλλογικό πόνο ενός βασανισμένου λαού. Η Φάουστα ενδιαφέρεται μόνο για μια αξιοπρεπή κηδεία της πεθαμένης, στο χωριό. Για να συγκεντρώσει το δυσεύρετο ποσό που επιβάλλει η αγορά φέρετρου και η μεταφορά της σορού, η κοπέλα δουλεύει σαν υπηρέτρια σε μια αστή, νευρωτική πιανίστα, η οποία με το που ακούει τυχαία την άγνωστη μελωδία του τραγουδιού της, σκέφτεται ότι είναι ευκαιρία να κάνει την τύχη της. Εκμεταλλεύεται την έμπνευση της Ινδιάνας, γέννημα του πόνου της, για να γεμίσει το δικό της αδιέξοδο, το στείρο κενό, το έλλειμμα δημιουργικότητας και ανανέωσης. Και όπως γίνεται με όλους τους εκμεταλλευτές, η πιανίστα κατακτά την επιτυχία, ενώ αδειάζει κυριολεκτικά την Ινδιάνα στο δρόμο.


Παίζουν: Μαγκαλί Σολιέρ, Σούζι Σάντσεζ, Εφρέν Σολίς, Μαρίνο Μπαγιόν κ.α.

--------------------------------------------

ΜΑΡΤΙΝ ΣΚΟΡΤΣΕΖΕ
Το νησί των καταραμένων

Φιλμ νουάρ, ταινία τρόμου, σκοτεινό, κλειστοφοβικό, ψυχολογικό θρίλερ ή πολιτική αλληγορία; Ολα μαζί σ' ένα μείγμα, φρέσκο. Εντυπωσιακή, ψυχρά διανοητική κατασκευή που καθηλώνει και παραπέμπει στο άξιο αμερικανικό σινεμά και την κλασική σκηνοθεσία. Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια ιδιαίτερη εποχή, το 1954, εν μέσω αντι-κομμουνιστικού παραληρήματος με ψυχροπολεμική φόρτιση και νοοτροπία - που όχι μόνο προϋπήρχε του Μακάρθι, αλλά συνέχισε να υπάρχει και μετά απ' αυτόν. Η ταινία προτείνει, μέσα από την τελευταία φράση του Τέντι (Ντι Κάπριο), πριν πέσουν οι τίτλοι του τέλους και η μονολεκτική ατάκα του βοηθού του Τσακ (Μαρκ Ράφαλο), προσεκτική ταξινόμηση των πληροφοριών και πολλαπλές αναγνώσεις των δεδομένων που παραθέτει, ώστε να φτάσει κανείς να κατανοήσει την ολοκληρωμένη ερμηνεία της ταινίας σαν ολότητα και όχι αποσπασματικά και επιμέρους.

Ο ντετέκτιβ Τέντι Ντάνιελς ζητά - για προσωπικούς λόγους τους οποίους γνωρίζει ο βοηθός του Τσακ - να αναλάβει την εξιχνίαση της υπόθεσης της μυστηριώδους εξαφάνισης μιας ψυχασθενούς παιδοκτόνου από το ψυχιατρικό νοσοκομείο Ασκλιφ, στο Καταραμένο Νησί, απέναντι από τη Βοστόνη. Μαθαίνουμε από τον Τέντι ότι το Ασκλιφ λαμβάνει ειδικό δάνειο από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων. Στις τρεις ζοφερές, γοτθικού ρυθμού, πτέρυγες του ψυχοθεραπευτήριου συναγωνίζονται πλάι - πλάι δυο διαφορετικές μέθοδοι καταστολής ψυχασθενών. Η νέα, σε πειραματικό ακόμη στάδιο, του ψυχίατρου Μπεν Κίνγκσλεϊ και η πεπατημένη λοβοτομή του βετεράνου, πρώην ναζί, Μαξ φον Σίντοβ. Ο Ντι Κάπριο μπήκε πριν εννιά χρόνια με τους πρώτους Αμερικανούς στρατιώτες στο Ντάχαου και οι φρικιαστικές εικόνες των εκτελεσμένων από τους ναζί έχουν ανεξίτηλα χαραχθεί στη μνήμη του, αυτές επανενεργοποιούνται μόνιμα λόγω ομοιότητας με ό,τι αντικρίζει στο Ασκλιφ. Ενα δεύτερο, ανεξάλειπτο τραύμα είναι για τον ντετέκτιβ ο θάνατος της γυναίκας του από πυρκαγιά στην πολυκατοικία τους, που έβαλε ο πυρομανής διαχειριστής Λέιντις. Το φιλμ δομείται πάνω σε διπλές ταυτότητες, σε αντιθετικά ζεύγη τύπου καλού/κακού και σε εκδοχή εκ διαμέτρου αντίθετη από την αλήθεια π.χ. οι δύο όψεις της Ρέιτσελ, το Ντάχαου /και Ασκλιφ, οι έννοιες τραύμα/traum, οι δύο ρόλοι του Μαξ φον Σίντοβ κλπ. Οργανικό στοιχείο της δομής της ιστορίας και της κινηματογραφικής αφήγησης συνιστά όπως είπαμε ο αέναος εκτροχιασμός από τη γραμμική αφήγηση, η συνεχής μεταφορά μας κάπου αλλού.

Εν ολίγοις αποκαλύπτεται ένας εκ των αναρίθμητων τρόπων που το σύμπλεγμα/σύστημα οικονομικοί, πολιτικοί παράγοντες, παντός τύπου επιστήμονες, παντός βαθμού υπάλληλοι/λακέδες και ευήκοα ώτα συμβάλλουν καθείς με τα όπλα του για να κάνουν το άσπρο μαύρο. Αποκαλύπτεται ένας από τους πολλούς μηχανισμούς που κατασκευάζει την πραγματικότητα (η γνώση και βιωματική εμπειρία αποκαλείται μηχανισμός άμυνας) και που ξαναγράφει την ιστορία.

Παίζουν: Λεονάρντο ντι Κάπριο, Μπεν Κίνγκσλεϊ, Μαξ φον Σίντοβ, Μαρκ Ράφαλο, Ελίας Κοτέας κ.ά.

Μπρος προς τις Αμερικές!

Εξαίρετο «Το γάλα της θλίψης» από το Περού που βραβεύτηκε στο περσινό Φεστιβάλ Βερολίνου με τη «Χρυσή Αρκτο». Στο επίκεντρο μια νεαρή ιθαγενής, αξιοπρεπής και ασυμβίβαστη με βαθύ σεβασμό και αγάπη στο λαό της και τον αυθεντικό πολιτισμό του. Φόρο τιμής στο φιλμ νουάρ αποτίει η καθαρά πολιτική ταινία «Το νησί των καταραμένων» του Μάρτιν Σκορτσέζε με την άριστη ερμηνεία του Λεονάρντο Ντι Κάπριο. Ιδιοφυές φιλμικό δοκίμιο που θα μπορούσε να έχει ως υπόθεση εργασίας την «ανατομία ενός προαποφασισμένου πειράματος με επιλεγμένο, για συγκεκριμένους λόγους, αντικείμενο. Ταινία που γραπώνει τον θεατή και δε λέει να τον αφήσει, παρά τις συνεχείς ρωγμές στη γραμμική αφήγηση με τις κάθε είδους παλινδρομήσεις στο χρόνο και το χώρο».

Ο ελληνικός λόγος της βδομάδας συνίσταται σε δυο ταινίες ισχνές, τόσο θεματικά όσο και κινηματογραφικού ενδιαφέροντος, εξάλλου αυτά τα δύο δεν μπορούν παρά να είναι αλληλένδετα. «Η χρυσόσκονη» της Μαργαρίτας Μαντά και «Ο Διαχειριστής» του Περικλή Χούρσογλου. Κοινός παρονομαστής, ο μικρόκοσμος μιας μικροαστικής Αθήνας που μεταλλάσσεται συναινετικά και περιχαρακωμένος στον αδιαπραγμάτευτο ατομισμό, βουλιάζοντας όλο και πιο βαθιά στην αποξένωση. Μολονότι και οι δύο ταινίες βρίθουν από αναγνωρίσιμες και αδιαμφισβήτητες καταγγελίες για την ισχύουσα κατάσταση των πραγμάτων, αρκούνται στις κοινότυπες, πεπαλαιωμένες πια, διαπιστώσεις μην τολμώντας να πάρουν το ρίσκο μιας «διά ταύτα» θέσης. Tο «Ολοι θέλουν λίγη αγάπη» της Σαμ Τέιλορ Γουντ για τα χρόνια της δύσκολης εφηβείας του Τζον Λένον δεν μπορεί να πείσει ότι έχει ουσιαστικό λόγο ύπαρξης.

--------------------------------------------------------



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ