Κρεόλ: 4/5 Ουίσκι Αμερικανίνο, 1/5 Πορτό, μια κουταλιά της σούπας Βενεδικτίνη, μερικές σταγόνες βύσσινο. Θα ανακατέψουμε τα υλικά στο ποτήρι και θα τα γαρνίρουμε με μια φλούδα λεμονιού και ένα κερασάκι.
Ξαφνικός έρωτας: 3/5 Κουραχάο, 1/5 Τζιν, 1/5 Σαρτρέζ κίτρινη. Ρίχνουμε στο σέικερ και τα χτυπάμε καλά. Επειτα φυσικά πίνουμε εις υγείαν όλων μας. Και εκείνων που έμειναν και των πολλών που έφυγαν..
Μέσα σε λίγες μέρες ο ήρωας της ιστορίας βρίσκεται χωρίς δουλιά και χωρίς γυναίκα, ενώ τα δυο δίδυμα αγόρια του έχουν από καιρό φύγει από κοντά του, επειδή μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν χάραξαν το δικό τους δρόμο. Ο Τισιάνο Ρόσι είναι ένας αντισυμβατικός άνδρας που διέπραξε το μεγάλο σφάλμα, να ερωτευτεί και να παντρευτεί μια γυναίκα εντελώς αντίθετη από εκείνον. Ο ίδιος υπήρξε σε όλη του τη ζωή λιτός, ολιγαρκής στα υλικά - όχι όμως και στη γνώση, ενώ η συμβία του το γένος Τρέκα - σε μια ιταλική διάλεκτο σημαίνει «μανάβισσα» αλλά και εμπόρισσα με την κακή έννοια, δηλαδή με την έννοια της μανάβισσας που μαζεύει τα πάντα, που πιστεύει στο «που ξέρεις μπορεί όλα να μας χρειαστούν μια μέρα». Αυτή η νοοτροπία της έχει σαν αποτέλεσμα να καταντήσει το σπίτι μια βρωμερή χωματερή. Στην προσπάθειά του να το απαλλάξει από τα περιττά, από τις μυρωδιές και τις αναμνήσεις της μέχρι τούδε ζωής του, ο δυστυχής αυτός άνδρας αποδύεται σε μια εξωφρενική διαδικασία καθαριότητας αλλά και αυτοκάθαρσης. Ομως όλα αυτά τα άχρηστα αντικείμενα, όλες αυτές οι τρομακτικές δυσωδίες που αναδύονται από κάθε ντουλάπι, από κάθε γωνιά του διαμερίσματος του, ξυπνούν μέσα του μνήμες. Ετσι ο Τισιάνο Ρόσι θα διατρέξει πενήντα χρόνια ζωής και θα ξεκαθαρίσει την ανοησία της υποκατανάλωσης που κυριάρχησε στη ζωή μας μετά τον πόλεμο από τα αγαθά που είναι ανθεκτικά στο χρόνο. Τα αιώνια, τα διαχρονικά, τα αληθινά. Ο ήρωας θα θυμηθεί την έρημη τη μάνα του που μύριζε πάστρα και χλωρίνη, τον πατέρα του που χάθηκε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τους παππούδες του, το σχολείο του, αλλά και την τρομερή οικογένεια της γυναίκας του. Την οικογένεια μαυραγοριτών που πλούτισε την εποχή του «Μεγάλου Πολέμου», για να συνεχίσει στο μεσοπόλεμο το θεάρεστο έργο της, έτσι ώστε τελικά να σχηματίσει μια μικρή «αυτοκρατορική δυναστεία των Τρέκα» κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, τότε δηλαδή που ο άγνωστος στρατιώτης ο πατέρας του, άφηνε την τελευταία του πνοή κάπου - άγνωστο πού - σε κάποιο μέτωπο. Ενα παραληρηματικό, ανατρεπτικό, καυστικό και εξαιρετικό βιβλίο που απευθύνεται σε εξαιρετικούς και δύσκολους και πολύ επαρκείς αναγνώστες.
Η συνταγή ανήκει σε μια φίλη από τη Ρωσία, σε μια φίλη που αντί να της μαγειρέψουμε - σπίτι μας ήταν άλλωστε - μας μαγείρεψε εκείνη. Το ετοίμασε τόσο γρήγορα και απολαύσαμε το εύγευστο και ελαφρύ αποτέλεσμα.
Λοιπόν: Ενα κιλό κολοκυθάκια, μία κούπα ρύζι, τρία αβγά και μισή κούπα γάλα λάιτ, πιπέρι, αλάτι, μαϊντανό. Εκτέλεση. Κόβουμε - δηλαδή «έκοψε» - τα κολοκυθάκια σε φέτες, τα πασπαλίζουμε με αλεύρι, και τα τοποθετούμε σ' ένα ταψί, αφού πρώτα το έχουμε αλείψει με λάδι. Ρίχνουμε πάνω το ρύζι - το οποίο έχουμε μισοβράσει - τα σκεπάζουμε με άλλη μια στρώση κολοκύθια και περιχύνουμε πάνω με αβγά που έχουμε χτυπήσει και με το γάλα λάιτ. Ρίχνουμε λίγο βούτυρο ή λάδι και τα βάζουμε στο φούρνο στους 180 βαθμούς και τα αφήνουμε να ψηθούν για μισή ώρα περίπου. Επειτα τα καταβροχθίζουμε. Ατάκα και επιτόπου. Φυσικά, τρώγονται και κρύα (όπως η εκδίκηση)...
Το Ηράκλειο είναι ο πιο πυκνοκατοικημένος νομός ανάμεσα στον Ψηλορείτη και στα λασιθιώτικα όρη, ο νομός που ανέπτυξε σημαντικότερα κέντρα του μινωικού πολιτισμού και συγκεντρώνει τους περισσότερους επισκέπτες, είναι ο πλουσιότερος και ο μεγαλύτερος και χωρίζεται σε επτά επαρχίες.
Η ιστορία του Ηρακλείου καθρεφτίζεται στις αλλαγές του ονόματός του στη διάρκεια των αιώνων. Μα τι να πρωτοπεί και τι να πρωτοθαυμάσει. Τα τείχη; Τα τείχη που είναι από τα σημαντικότερα μνημεία της Βενετοκρατίας, που πρωτοχτίστηκαν το 15ο αιώνα με σχεδιαστή τον Μικέλε Σανμικέλι από τη Βερόνα. Ο περίβολος των τοίχων - σε σχήμα τριγώνου - είχε μήκος τρία ολόκληρα χιλιόμετρα και διέθετε τέσσερις πόρτες, την πόρτα του Μόλου, στο λιμάνι την πόρτα του Αγιού Γεωργίου ή Λαζαρέτο, την πόρτα του Παντοκράτορα, τη γνωστή στις μέρες μας ως πόρτα των Χανίων και στη νότια πλευρά την πόρτα του Ιησού ή Καινούρια Πόρτα. Στη συνέχεια του περιβόλου - και στο νοτιότερο σημείο - είναι ο προμαχώνας Μαρτινέγκο, που ήταν ο ψηλότερος και ο πιο απόρθητος. Εδώ βρίσκεται και ο τάφος του Νίκου Καζαντζάκη (1883-1957). Δυστυχώς, για τη γράφουσα δεν μπορεί να επαναλάβει τα λόγια του μεγάλου πεζογράφου, αλλά μόνο να τα παραφράσει. Διότι αυτή ακόμη «Ελπίζει, ακόμη φοβάται και κατά συνέπεια δεν είναι ελεύθερη».
του τόπου. Οι πρώτοι οικισμοί της περιοχής του Ηρακλείου τοποθετούνται στη Νεολιθική εποχή. Περίπου το 2.700 χρόνια π.Χ. ξένοι από την ανατολή ή την Αφρική εισέβαλαν στο νησί και αφομοιώθηκαν με τους πρώτους κατοίκους. Από τότε αρχίζει να αναπτύσσεται ένας αξιόλογος πολιτισμός, ο πρώτος στον ευρωπαϊκό χώρο, που έμεινε γνωστός ως Μινωικός πολιτισμός, το 2000 π.Χ. - πάντα - χτίζονται τα ανάκτορα στην Κνωσό, στη Φαιστό και τα Μάλια που θα καταστραφούν από τους σεισμούς για να ξαναχτιστούν με μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια. Τον 16ο αιώνα οι πόλεις κυριεύονται από τους Αχαιούς και το 1400 π.Χ. ο σεισμός που προκάλεσε η έκρηξη του Ηφαιστείου της Θήρας καταστρέφει τα πάντα. Αλλά και πάλι ανοικοδομούνται. Στη συνέχεια η περιοχή θα κατακλυστεί από τους Δωριείς μέχρι τον 6 αιώνα και διατηρεί τη ναυτική της υπεροχή. Το Μεσαίωνα, φυσικά ανήκει στους Βυζαντινούς, ένα διάστημα μεσολαβεί, δηλαδή από το 823-961 που το κυριεύουν οι Αραβες και μετά πάλι στους Βυζαντινούς, ενώ από το 1210 ως το 1669 το κατέχουν οι Ενετοί. Το 1898 μαζί με την υπόλοιπη Κρήτη, το Ηράκλειο κατακτά την αυτονομία και τέλος το 1913 ενσωματώνεται με την υπόλοιπη Ελλάδα. Σε πενήντα πέντε λεπτά με αεροπλάνο και 12 ώρες με το πλοίο μπορούμε να φτάσουμε εκεί. Τι περιμένουμε και καθυστερούμε λοιπόν; Περνά ο καιρός και εμείς χαμπάρι δεν παίρνουμε. Αντε φύγαμε.