2025 The Associated Press. All |
Σύμφωνα με αυτό το σημείωμα, «η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να κινείται στον δρόμο της δημοσιονομικής σταθερότητας και της περαιτέρω μείωσης του χρέους της και να διεκδικήσει ίση μεταχείριση στο πλαίσιο των διεργασιών για την ενίσχυση των αμυντικών δαπανών στην Ευρωπαϊκή Ενωση».
Παράλληλα, αναφέρει ότι «το σχέδιο ReArm Europe δεν πρέπει να θεωρηθεί ως διακοπή της δημοσιονομικής σύνεσης, αλλά ως ευκαιρία αντικατάστασης εθνικών δημόσιων πόρων με κοινή ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για σχεδιασμένες αμυντικές δαπάνες και την ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας της ΕΕ και της Ελλάδας». Ουσιαστικά, λέει ότι τους οξυμένους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και την προετοιμασία των πολέμων τους θα τους πληρώσουν οι λαοί της ΕΕ και ο ελληνικός, με διάφορους τρόπους.
Το ερευνητικό σημείωμα, με τίτλο «Fiscal Space and Sovereign Bond Market Developments in Selected European Economies» («Δημοσιονομικός χώρος και εξελίξεις στην αγορά κρατικών ομολόγων σε επιλεγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες»), αποτελεί το πρώτο από μία σειρά σημειωμάτων που θα εκδίδει το Γραφείο Προϋπολογισμού για επίκαιρα οικονομικά ζητήματα, με έμφαση σε ευρωπαϊκές εξελίξεις οι οποίες έχουν άμεση αντανάκλαση στην ελληνική οικονομία.
Αναλύοντας στοιχεία της αγοράς κρατικών ομολόγων της Ελλάδας και άλλων 9 ευρωπαϊκών χωρών (Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Φινλανδία) στο βάθος εικοσαετίας, το σημείωμα διαπιστώνει ότι η Ελλάδα κατέγραψε σημαντική πρόοδο στο πεδίο της δημοσιονομικής προσαρμογής, επιτυγχάνοντας πρωτογενή πλεονάσματα επί σειρά ετών και μειώνοντας τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ κατά 54,8 ποσοστιαίες μονάδες από το 2021. Μία ...πρόοδο που ο λαός την πληρώνει με διαρκές υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, με ακρίβεια, φορολογικά βάρη δυσθεώρητα και πενιχρούς μισθούς που δεν του βγάζουν ούτε το 20ήμερο του μήνα.
Ταυτόχρονα, όμως αναφέρει ότι «η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα μεταβαλλόμενο ευρύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον, το οποίο περιλαμβάνει αυξημένες ανάγκες αμυντικών δαπανών, δασμούς και οξυμένη γεωπολιτική αβεβαιότητα. Η δημοσιονομική επίδοση της Ελλάδας υπήρξε εντυπωσιακή, αλλά οι τελευταίες εξελίξεις στην Ευρώπη επιβάλλουν διαρκή επαγρύπνηση», προετοιμάζοντας για όσα δεινά περιμένουν τα λαϊκά νοικοκυριά.
Ειδικά για τις στρατιωτικές δαπάνες τονίζεται ότι η ανάγκη ενίσχυσής τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο δημιουργεί μία σημαντική δημοσιονομική πρόκληση για όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, η οποία διαχρονικά διαθέτει μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ στην άμυνα σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2022 οι αμυντικές δαπάνες της χώρας μας ανήλθαν στο 2,6% του ΑΕΠ, υπερκαλύπτοντας σταθερά τον στόχο του ΝΑΤΟ για δαπάνες ύψους τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ και ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν μόλις 1,3% του ΑΕΠ.
Το σημείωμα του Γραφείου Προϋπολογισμού χαρακτηρίζει το πλαίσιο του σχεδίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «ReArm Europe» ως «ευπρόσδεκτη εξέλιξη, ιδίως εάν οι πρόσθετες αμυντικές δαπάνες θα μπορούν να χρηματοδοτηθούν μέσω πόρων της ΕΕ» και απηχώντας τους «πόθους» του αστικού κράτους που βέβαια «προσπερνάνε» τους ανταγωνισμούς, λέει πως «σε αυτήν τη δημοσιονομική άσκηση δεν πρέπει να υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Για να κερδίσει έδαφος το σχέδιο της Επιτροπής, η πλειοψηφία των κρατών - μελών της ΕΕ θα πρέπει να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες της. Ταυτόχρονα, τα κράτη - μέλη της ΕΕ που έχουν ιστορικά διαθέσει στην άμυνα υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ τους (όπως η Ελλάδα, η Πολωνία, η Εσθονία, η Λιθουανία και η Φινλανδία), με αντίτιμο τις μειωμένες δημόσιες δαπάνες σε άλλους τομείς, πρέπει να τύχουν δίκαιης μεταχείρισης».
Ταυτόχρονα, αναφέρει πως «είναι ανάγκη να κάνει η Ευρώπη ως σύνολο ένα τολμηρό βήμα προς τη συμφωνία έκδοσης κοινού χρέους, πέρα από το χαρτοφυλάκιο των 150 δισ. ευρώ που ανακοινώθηκε στο σχέδιο ReArm Europe», δεδομένου ότι «μεσοπρόθεσμα καμία χώρα δεν μπορεί από μόνη της να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες της με αξιοπιστία, χωρίς να θέσει σε αμφισβήτηση τη δημοσιονομική σταθερότητά της». Βάζει δηλαδή το ζήτημα της ΕΕ ως «εγγυήτριας» για κοινό δανεισμό, ζήτημα που ανακατεύει βέβαια κι άλλο τους ανταγωνισμούς για το πώς θα μοιραστεί η «πίτα» αλλά και η χασούρα.
Αλλωστε, αποκαλύπτοντας τα ζόρια που αντιμετωπίζουν σχετικά με τη χρηματοδότηση της πολεμικής οικονομίας στο φόντο και των μεγάλων ανταγωνισμών, στο σημείωμα αναφέρεται ότι «ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στη στήριξη των αγορών ευρωπαϊκών ομολόγων θα είναι επίσης καθοριστικός, εάν ενταθούν εκ νέου οι κίνδυνοι αναταράξεων και κατακερματισμού, όμως σε περίπτωση νέων πληθωριστικών σοκ ενδέχεται να προκύψουν επιπλοκές που θα μπορούσαν να περιορίσουν την ικανότητα της ΕΚΤ να προσφέρει νομισματικά μέτρα τόνωσης».
Επιπλέον, το ερευνητικό σημείωμα του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής εντοπίζει εξελίξεις στη σύνθεση των επενδυτών που διακρατούν ελληνικό χρέος τα τελευταία χρόνια, οι οποίες έχουν πολλαπλή αλληλεπίδραση με τη διαθεσιμότητα του δημοσιονομικού χώρου:
«Είναι σημαντικό, αναφέρει, ότι το 70% του ελληνικού δημόσιου χρέους βρισκόταν στα χαρτοφυλάκια του ξένου επίσημου τομέα στα τέλη του 2024, ως αποτέλεσμα των συμφωνιών αναδιάρθρωσης κατά την εποχή της κρίσης. Αυτό το τμήμα του χρέους είναι κλειδωμένο σε αρκετά χαμηλά επιτόκια (πολύ χαμηλότερα από αυτά της αγοράς), διαμορφώνοντας ένα χαμηλό πραγματικό επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους».
Επιπλέον, αναφέρει, φωτογραφίζοντας τη ρευστότητα της κατάστασης και τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδά τους: «Στις σημερινές συνθήκες αυξημένης γεωπολιτικής αβεβαιότητας, η προβλεπόμενη αύξηση στην έκδοση ομολόγων από τις κυβερνήσεις της ΕΕ, ώστε να χρηματοδοτηθούν όχι μόνο αμυντικές δαπάνες και δαπάνες για υποδομές αλλά και η ενεργειακή μετάβαση, θα οδηγήσουν πιθανότατα σε υψηλότερα κόστη δανεισμού, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα».
Γι' αυτό και το σημείωμα του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή λέει ότι είναι καθοριστικής σημασίας η προσήλωση στη δημοσιονομική σύνεση, δηλαδή στην άγρια αντιλαϊκή πολιτική της φοροληστείας, η συνέχιση των περικοπών σε προσωπικό και υποδομές, η αξιοποίηση των χρηματοδοτικών μηχανισμών της ΕΕ, η συνέχιση των προσπαθειών μείωσης του χρέους και η επιτάχυνση μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη, δηλαδή το «ζεστό» χρήμα σε επιχειρηματικούς ομίλους.
Επιπλέον, σε χτεσινή του έκθεση, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής επιχαίρει για το γεγονός ότι «η ελληνική οικονομία συνεχίζει να εδραιώνει ένα περιβάλλον σταθερότητας. Συγκεκριμένα, το 2024, η ελληνική οικονομία κατέγραψε ρυθμό ανάπτυξης 2,3%, υπερδιπλάσιο σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, ενώ το τέταρτο τρίμηνο του έτους παρουσίασε αύξηση 2,6% σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2023».
Επιτεύγματα που αποτελούν αποτελέσματα της αντιλαϊκής πολιτικής, της βαριάς φορολόγησης και των περικοπών. Αλλωστε, είναι χαρακτηριστικό ότι στην ίδια Εκθεση γίνεται λόγος για «επιβράδυνση» της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 0,8% το τέταρτο τρίμηνο του 2024.
Τέλος, η έκθεση αναδεικνύει τις επιπτώσεις από τη νέα δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ στις ελληνικές εξαγωγές χάλυβα και αλουμινίου. Βασιζόμενη σε προηγούμενη εμπειρία από την επιβολή δασμών 25% στον χάλυβα και 10% στο αλουμίνιο το 2018, επισημαίνει ότι οι ελληνικές εξαγωγές χάλυβα και σιδήρου προς τις ΗΠΑ επηρεάστηκαν αρνητικά τότε, ενώ οι εξαγωγές αλουμινίου παρέμειναν ανεπηρέαστες.
Κατάλογο 47 τέτοιων έργων ενέκρινε την Τρίτη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με στόχο την ενίσχυση της θέσης της απέναντι σε Ρωσία, Κίνα και ΗΠΑ
Τα παραπάνω, φυσικά, εντάσσονται στην προσπάθεια ενίσχυσης της θέσης της ιμπεριαλιστικής ένωσης και των ευρωπαϊκών επιχειρηματικών ομίλων ενώ φουντώνει η αντιπαράθεση με ανταγωνιστές όπως η Ρωσία, η Κίνα αλλά και οι ΗΠΑ.
Αλλωστε, η πρόσβαση ευρύτερα σε πρώτες ύλες και ιδιαίτερα στις σπάνιες γαίες είναι κρίσιμης σημασίας για τομείς όπως η Ενέργεια, η βιομηχανία συνολικά και η πολεμική ειδικότερα, οι τεχνολογίες αιχμής κ.λπ.
Η προώθηση αυτών των έργων έρχεται μάλιστα σε μια περίοδο που τα παζάρια μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας για τα λάφυρα από τον πόλεμο της Ουκρανίας, που αφορούν και τον μεγάλο ορυκτό της πλούτο, φαίνεται να αφήνουν «στην απέξω» την ΕΕ, εν μέρει και τη Βρετανία, από την εκμετάλλευση σημαντικών κοιτασμάτων σπάνιων γαιών.
Τα 47 εγκεκριμένα στρατηγικά έργα εκτείνονται σε 13 κράτη - μέλη της ΕΕ, ανάμεσά τους και στην Ελλάδα. Τα υπόλοιπα είναι τα εξής: Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Ισπανία, Εσθονία, Τσεχία, Σουηδία, Φινλανδία, Πορτογαλία, Πολωνία και Ρουμανία.
Αποτελούν ουσιαστικά εφαρμογή του Κανονισμού για τις πρώτες ύλες κρίσιμης σημασίας (CRMA), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 23 Μάη 2024. Οπως αναφέρεται, αυτός έχει ως στόχο να διασφαλίσει ότι η ευρωπαϊκή εξόρυξη, επεξεργασία και ανακύκλωση στρατηγικών πρώτων υλών θα καλύψει το 10%, το 40% και το 25%, αντίστοιχα, της ζήτησης της ΕΕ μέχρι το 2030. Από τα 47 έργα τα 25 περιλαμβάνουν δραστηριότητες εξόρυξης, 24 επεξεργασία, 10 ανακύκλωση και 2 υποκατάσταση πρώτων υλών.
Από τα 17 μέταλλα - πρώτες ύλες που απαριθμεί ο κανονισμός CRMA, τα εν λόγω σχέδια καλύπτουν τα 14. Αναλυτικότερα, μεταξύ άλλων το λίθιο αφορούν 22 έργα, το νικέλιο 12 έργα, το κοβάλτιο 10 έργα, το μαγγάνιο 7 έργα, τον γραφίτη 11 έργα, το μαγνήσιο 1 έργο και το βολφράμιο 3 έργα με τα δυο τελευταία να σημειώνεται ότι θα «συμβάλουν στην ανθεκτικότητα της αμυντικής βιομηχανίας της ΕΕ».
Η συνολική αναμενόμενη επένδυση είναι 22,5 δισ. ευρώ, με τους ευρωπαϊκούς ομίλους να αντικρίζουν εκ νέου «ζεστό» χρήμα, αφού τα έργα δύναται «να επωφεληθούν από μια συντονισμένη στήριξη από την Επιτροπή, τα κράτη - μέλη και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για να τεθούν σε λειτουργία, ιδίως σε ό,τι αφορά την πρόσβαση σε χρηματοδότηση».
Την ίδια ώρα, και ενώ αναφέρεται ότι τα έργα επελέγησαν εκτός των άλλων με «περιβαλλοντικά και κοινωνικά κριτήρια», ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι αυτά θα επωφεληθούν με «εξορθολογισμένες διατάξεις αδειοδότησης» και επισπευσμένες διαδικασίες.
Σημειωτέον, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα ανακοινωθεί νέα πρόσκληση υποβολής αιτήσεων για στρατηγικά σχέδια, πιθανώς μέχρι το τέλος του προσεχούς καλοκαιριού.
Οσον αφορά το σχέδιο έργου που ενέκρινε η ΕΕ στην Ελλάδα, είναι αυτό της «Metlen», που περιλαμβάνει την εξόρυξη και επεξεργασία βωξίτη, αλουμίνας και γαλλίου.
Με αυτήν την εξέλιξη - σημειώνει η εταιρεία - «ανοίγει ο δρόμος για την υλοποίηση, μετά από δεκαετίες, νέας εξορυκτικής δραστηριότητας σε βωξίτη, την αύξηση της παραγωγής αλουμίνας, που έχει δεχτεί βαρύτατο πλήγμα στην Ευρώπη, και - ασφαλώς - την πλήρη υποκατάσταση των εισαγωγών γαλλίου, διασφαλίζοντας την παραγωγή καταλυτικού εξοπλισμού και τεχνολογίας για την ενεργειακή και ψηφιακή μετάβαση και την Αμυνα».
Μετά από όλα αυτά, χθες επισκέφτηκε το εργοστάσιο «Αλουμίνιον της Ελλάδος» (πρώην ΠΕΣΙΝΕ) στη Βοιωτία ο Στεφάν Σεζουρνέ, εκτελεστικός αντιπρόεδρος της ΕΕ για θέματα Ευημερίας και Βιομηχανικής Στρατηγικής, συνοδευόμενος από τον υπουργό Ανάπτυξης Τάκη Θεοδωρικάκο. Κατά την επίσκεψη, ο πρόεδρος της «Metlen» Ευάγγελος Μυτιληναίος ανάμεσα σε άλλα προανήγγειλε νέες επενδύσεις για άλλα δύο παραπροϊόντα του βωξίτη, το σκάνδιο και το γερμάνιο.
Από την πλευρά του ο Τ. Θεοδωρικάκος, αναφερόμενος στην επένδυση για το γάλλιο, τόνισε πως είναι μια «στρατηγικού και εμβληματικού χαρακτήρα» για την ελληνική και την ευρωπαϊκή βιομηχανία, και ότι το ΥΠΑΝ τη στηρίζει έμπρακτα.
Ενώ όμως ο υπουργός είναι λαλίστατος για τη στήριξη των εν λόγω επιχειρηματικών σχεδίων, με μπόλικη «άχνη ζάχαρη» περί του κρίσιμου ρόλου τους, το παράδειγμα της ΛΑΡΚΟ, λίγες δεκάδες χιλιόμετρα πιο πέρα, δείχνει τι σημαίνει η αξιοποίηση και των κρίσιμων πρώτων υλών - όπως και συνολικά του πλούτου της χώρας και των παραγωγικών δυνατοτήτων - στα στενά πλαίσια που καθορίζονται από το κέρδος των επιχειρηματικών ομίλων και τις επιδιώξεις αναβάθμισης της ελληνικής αστικής τάξης.
Ετσι, δημοσιεύματα θέλουν να προκηρύσσεται νέος διαγωνισμός μόνο για τα ορυχεία, ώστε να βρεθεί επενδυτής για το κομμάτι της επιχείρησης που - στο φόντο του ανταγωνισμού για τις πρώτες ύλες κρίσιμης σημασίας - μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα κερδοφόρο, αλλά την ίδια ώρα το εργοστάσιο να καταλήγει σκραπ σε κάποιο διαλυτήριο και μαζί του να χάνονται οι τεράστιες παραγωγικές δυνατότητες, όπως και η τεχνογνωσία που έχουν εκατοντάδες εργαζόμενοι και η οποία, στο πλαίσιο μιας άλλης οικονομίας, απαλλαγμένης από το καπιταλιστικό κέρδος, θα μπορούσε να αξιοποιείται για να καλύπτονται οι λαϊκές ανάγκες σε μια σειρά τομείς.
Κομβικές οι ναυπηγικές δυνατότητες εν μέσω σφοδρού ανταγωνισμού για την πρωτοκαθεδρία
Στο φόντο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, με βαρόμετρο τη μάχη για την πρωτοκαθεδρία ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα, η διερεύνηση για μια τέτοια κίνηση είχε ξεκινήσει ήδη υπό την προεδρία Μπάιντεν, ενώ η τελική απόφαση από τον Τραμπ αναμένεται να ανακοινωθεί το πιθανότερο στις αρχές Απρίλη.
Υπενθυμίζεται ότι διάφορες εκθέσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας - ανάμεσα σ' αυτές και του αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού - επισημαίνουν τη μεγάλη ναυπηγική δυνατότητα της Κίνας, μέχρι και 232 φορές πάνω απ' αυτήν των ΗΠΑ! Ετσι, όσο επιδίωξη του μέτρου είναι μέσω των εσόδων η τόνωση της αμερικανικής ναυπηγικής δραστηριότητας, άλλο τόσο είναι και ο περιορισμός της κινεζικής. Αλλωστε, όπως αναφέρουν δημοσιεύματα για το έμμεσο κέρδος των ΗΠΑ, η ώθηση ναυτιλιακών εταιρειών να ψάξουν ναυπηγεία εκτός Κίνας το πιθανότερο είναι ότι δεν σημαίνει πως θα καταλήξουν σε αμερικανικά, αλλά σε χώρες - συμμάχους, όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα.
Ετσι κι αλλιώς, σε μια περίοδο κλιμάκωσης των ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων και προπαρασκευής για γενικευμένη πολεμική εμπλοκή, η ναυπηγική βιομηχανία αποκτά σημαντικότερο ρόλο: Αφενός στην ίδια τη ναυπήγηση πολεμικών πλοίων, καθώς ο στόλος της Κίνας είναι ο μεγαλύτερος στον κόσμο με πάνω από 370 πλατφόρμες και αναμένεται να αυξηθεί σε 435 πλοία μέχρι το 2030, σε αντίθεση με την υπάρχουσα κατάσταση στις ΗΠΑ, όπου ως στόχος αναφερόταν μέχρι πρόσφατα από το Πεντάγωνο τα 350 επανδρωμένα πλοία μέχρι το 2045. Αφετέρου στην αξιοποίηση των εμπορικών πλοίων στις πολεμικές συγκρούσεις και, πριν απ' αυτές, στον κομβικό τομέα της επιμελητείας και των logistics.
Οσον αφορά την άλλη πλευρά, έχουν καταγραφεί οι πρώτες αντιδράσεις, με την Κινεζική Ενωση Εφοπλιστών (China Shipowners' Association - CSA) να καταγγέλλει ότι οι σχετικές προτάσεις παραβιάζουν τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, καθώς και τις αποφάσεις επίλυσης διαφορών από τον ΠΟΕ. Σημειωτέον, στη CSA ανήκει και η «COSCO Shipping», η οποία έχει μεγάλη δραστηριότητα και στην Ελλάδα.
Η τυχόν εφαρμογή των τελών και οι όποιες συνέπειες γίνεται κατανοητό πως δεν αφορούν μόνο τις εν λόγω χώρες. Είναι χαρακτηριστικό εξάλλου ότι σύμφωνα με στοιχεία το περασμένο έτος τα κινεζικά ναυπηγεία παρέδωσαν το 53% της παγκόσμιας χωρητικότητας. Ειδικότερα για το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι από τα περίπου 600 πλοία που έχουν παραγγείλει οι Ελληνες εφοπλιστές, τα 400 κατασκευάζονται σε κινεζικά ναυπηγεία.
Στην επιφάνεια έχουν έρθει και οι πρώτοι υπολογισμοί για την ετήσια επιβάρυνση ευρωπαϊκών ναυτιλιακών ομίλων από τα λιμενικά τέλη στις ΗΠΑ, όπως οι MSC και «Maersk», η οποία θα φτάσει τα 2 δισ. και 1,2 δισ. δολάρια αντίστοιχα.
Παράλληλα, στελέχη της παγκόσμιας ναυτιλίας προειδοποιούν για τις επιπτώσεις στην ίδια την οικονομία των ΗΠΑ και ειδικά στις αλυσίδες εφοδιασμού, προειδοποιώντας ότι το ετήσιο κόστος, που θα φτάσει στους Αμερικανούς καταναλωτές θα είναι 30 δισ. δολάρια, ενώ αναλόγως θα επηρεαστούν και οι εξαγωγές.
Σε αυτό συμμετείχαν εκπρόσωποι επιχειρηματικών ομίλων, της κυβέρνησης, της Περιφερειακής και Τοπικής Διοίκησης, αστικών κομμάτων, ακαδημαϊκοί. Στο επίκεντρο του «διαλόγου» που πραγματοποιήθηκε αυτές τις δύο μέρες, βρέθηκε η ανάγκη εύρεσης «βιώσιμων» λύσεων και προτάσεων για την ανάπτυξη της «πονεμένης αλλά πολύ δυνατής», όπως ειπώθηκε, Θεσσαλίας.
Τέτοιοι «διάλογοι» μεταξύ των καπιταλιστών και των εκπροσώπων τους έχουν πληθύνει το τελευταίο διάστημα στη Θεσσαλία, και όχι μόνο, σε μία περίοδο με έντονες ανησυχίες για την αστική τάξη. Με το ενδεχόμενο εκδήλωσης καπιταλιστικής κρίσης, με τα ευρωπαϊκά - και τα ελληνικά μέσα σε αυτά - μονοπώλια να σπεύδουν να προσαρμόσουν την παραγωγική τους διαδικασία σε πολεμικές συνθήκες, να καταθέσουν νέα επιχειρηματικά πρότζεκτ και να σφάζονται μεταξύ τους για μεγαλύτερο μερτικό στις χρηματοδοτήσεις που αφορούν την πολεμική οικονομία.
Σε αυτό το φόντο, την ανάγκη η Θεσσαλία «να πρωταγωνιστήσει στη νέα εποχή ανάπτυξης, χαράζοντας στρατηγική που θα ενισχύει περισσότερο την επιχειρηματικότητα και την ανταγωνιστικότητα της περιοχής, που διαθέτει όλα τα εχέγγυα για αυτό, λόγω και της στρατηγικής της γεωγραφικής θέσης» ξεκαθάρισε από την έναρξη του συνεδρίου ο Αθ. Συριανός, πρόεδρος του ΔΣ ΣΒΘΣΕ και της «ΕΖΑ ΑΕ», αποδεικνύοντας τον σκοπό αυτού του Φόρουμ, δηλαδή το γεγονός ότι η «ανάπτυξη» για την οποία μιλάνε αφορά την αύξηση της κερδοφορίας των μεγάλων βιομηχανιών και των επιχειρηματικών ομίλων, τις συνέπειες της οποίας βιώνουν με τραγικό τρόπο οι εργαζόμενοι και ο λαός της περιοχής.
Ανάλογα, ο Αν. Λάππας, πρόεδρος του ΔΣ της Συνεταιριστικής Τράπεζας Θεσσαλίας, μίλησε για «αναγκαίες επενδύσεις στο λιμάνι του Βόλου, η ιδιωτικοποίηση του οποίου πρέπει να το μετατρέψει σε εισαγωγέα - εξαγωγέα των προϊόντων της Θεσσαλίας», όπως και για την «αναγκαία σύνδεση του λιμανιού του Βόλου με το κεντρικό σιδηροδρομικό δίκτυο και με ηλεκτροδότηση» αλλά και «στη σύνδεση του σιδηροδρόμου με τις βιομηχανικές περιοχές Λάρισας και Βόλου και δημιουργία εμπορευματικών κέντρων σιδηροδρόμου σε αυτές τις βιομηχανικές περιοχές».
Ο ίδιος ομιλητής δεν παρέλειψε να αναφερθεί στην «εκμετάλλευση νέων ευκαιριών που ανοίγονται στην αμυντική βιομηχανία της Θεσσαλίας», η οποία, όπως είπε, «πρέπει να ενισχυθεί, να δοθεί νέα ώθηση στην ανάπτυξη του αμυντικού υλικού στα πλαίσια του νέου αμυντικού δόγματος που δημιουργείται αυτό το διάστημα στον ευρωπαϊκό χώρο».
Αυτό το σκεπτικό, ανάμεσα σε άλλα που αφορούσαν «το νέο παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης στη Θεσσαλία», ανέπτυξε και ο Σπ. Θεοδωρόπουλος, πρόεδρος του ΣΕΒ, κάνοντας αναφορά σε σύσκεψη του ΣΕΒ με εταιρείες αμυντικής βιομηχανίας στη χώρα, από όπου και αναδείχθηκε «το παράδειγμα προς μίμηση» της ΜΕΤΚΑ, κατασκευαστικής εταιρείας του Βόλου, του Ευ. Μυτιληναίου, σύμφωνα με το οποίο η κατασκευή των γερμανικών αρμάτων μάχης «Leopard» από τη συγκεκριμένη εταιρεία «αξιοποιώντας νέα τεχνογνωσία στην παραγωγή τους, είχε ως αποτέλεσμα όχι απλά να παίρνουμε το 30% της αξίας της σύμβασης, αλλά η ΜΕΤΚΑ να έχει παραγγελίες για πολλούς στρατούς όλου του κόσμου». Αποδεικνύοντας, έτσι, την προσαρμογή της καπιταλιστικής οικονομίας σε πολεμικές συνθήκες, αλλά και το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην πολεμική βιομηχανία «τρίβουν τα χέρια τους» για τα τεράστια εξοπλιστικά προγράμματα και τη δυνατότητα εκτίναξης της κερδοφορίας τους με κρατική στήριξη, την ίδια ώρα που οι λαοί σέρνονται στα πολεμικά σφαγεία.
Ολα αυτά τα ζητήματα συνδέονται επίσης με τον στόχο να ανταποκριθεί η περιοχή με τις υποδομές της στον αναβαθμισμένο ρόλο που έχει στους ΝΑΤΟικούς σχεδιασμούς, αφού στη Λάρισα και στον Βόλο «φιλοξενούνται» αμερικανοΝΑΤΟικές βάσεις, όπως και άλλες στρατιωτικές υποδομές, εγκυμονώντας μεγάλους κινδύνους για τον λαό της περιοχής.
«Να κάνουμε, στην Ευρώπη, αυτά που αναφέρονται στις εκθέσεις Ντράγκι, Λέτα και Νιινίστο», είπε από το βήμα του συνεδρίου ο Γ. Μανιάτης, ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ και αντιπρόεδρος της Ομάδας των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D) στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μιλώντας για την ανάγκη «στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ σε όλα τα επίπεδα» σε συνθήκες που «πολλά από όσα, μέχρι τώρα, γνωρίζαμε ρηγματώνονται». Για να καταλήξει πως «η άμυνα αλλά και η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων θα κρίνουν αν τα επόμενα 5 χρόνια θα υπάρχει ΕΕ. Χωρίς ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς μας αλλά και χωρίς ομπρέλα αμυντική ευρωπαϊκού χαρακτήρα που θα λειτουργεί παράλληλα, ταυτόχρονα αλλά και αυτοδύναμα σε σχέση με το ΝΑΤΟ δεν θα υπάρχει μέλλον». Γι' αυτό τόνισε την ανάγκη «η ΕΕ να ενισχύσει την αμυντική της βάση και να ενισχυθούν και οι ελληνικές επιχειρήσεις με ποσοστά από τα προγράμματα αμυντικού εξοπλισμού».
Αντίστοιχα, σε ρόλο «συμπολιτευόμενης» αντιπολίτευσης ο βουλευτής Λάρισας του ΣΥΡΙΖΑ, Βασίλης Κόκκαλης, έσπευσε να επισημάνει την ανάγκη για «πιο δίκαιη κατανομή των πόρων, από κάθε χρηματοδοτικό εργαλείο, στην πλειοψηφία των επιχειρήσεων για μεγαλύτερη ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα της περιοχής».
Δηλώσεις που αποκαλύπτουν τον «βρώμικο» ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας και των κομμάτων της ως σημαιοφόρων των σχεδίων της ΕΕ που συμφωνούν σε όλα τα κεντρικά ζητήματα, στις κατευθύνσεις και στο πλαίσιο της ΕΕ. Στο πλαίσιο της δημοσιονομικής πειθαρχίας, των ματωμένων πλεονασμάτων, της «πράσινης μετάβασης», του πολέμου των ιμπεριαλιστών, αφού αυτό είναι στρατηγική επιλογή και ανάγκη του κεφαλαίου.
Το γεγονός ότι οι καταστροφές, σαν αυτή που βίωσε εγκληματικά ο λαός της Θεσσαλίας με τον «Daniel», αντιμετωπίζονται ως «ευκαιρία» για νέα επενδυτικά, κερδοφόρα πεδία για τους καπιταλιστές, επιβεβαιώθηκε από διάφορες ομιλίες. «Η αποκατάσταση και ανασυγκρότηση των υποδομών από τις καταστροφές του "Daniel" δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μεγαλύτερη ανάπτυξη», είπε χαρακτηριστικά η Ελ. Κολιοπούλου, αντιπρόεδρος του ΣΒΘΣΕ. Ενώ ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Κ. Τσιάρας, εξήγησε ότι «παρά το γεγονός ότι η "κλιματική" αλλαγή δημιούργησε μία ανασφάλεια για την αναπτυξιακή πορεία της περιφέρειας, έριξε τα φώτα του ενδιαφέροντος στην περιοχή μας με στόχο να οργανωθεί ο σχεδιασμός για την ανάταξή της». Μία «ανάταξη» που δρομολογείται με κριτήριο τη στήριξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας και όχι τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων και των αγροτοκτηνοτρόφων, των οποίων οι πληγές από τις καταστροφικές πλημμύρες δεν έχουν αποκατασταθεί, εδώ και 17 μήνες!
Συνεχίζοντας στάθηκε στην «προσφορά της κυβέρνησης σε αυτό το αστικό σχέδιο ανασυγκρότησης της περιοχής», δίνοντας τα διαπιστευτήριά του στους βιομηχάνους, κάνοντας λόγο για «τα πολλά χρηματοδοτικά εργαλεία και προγράμματα που αξιοποιούνται», δηλαδή για... το κρατικό χρήμα που δίνει ο λαός και από το οποίο δεν περισσεύει «δεκάρα τσακιστή» για τις ανάγκες των βιοπαλαιστών αγροτών και κτηνοτρόφων, αφού κατευθύνεται στις επενδύσεις που γίνονται στο πλαίσιο του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης και της ΚΑΠ, της στρατηγικής κατεύθυνσης του κεφαλαίου για συγκέντρωση και συγκεντροποίηση παραγωγής, γης, εμπορίας και μεταποίησης με τη διαμόρφωση βιώσιμων καπιταλιστικών αγροτικών εκμεταλλεύσεων.
Η διαδικασία συγκέντρωσης, ώστε να μπορούν να ενσωματώνονται στην παραγωγή εκσυγχρονισμοί και καινοτομίες που αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας και ενισχύουν την παραγωγή ανταγωνιστικών, «εξωστρεφών», πιστοποιημένων προϊόντων, που δίνουν τη δυνατότητα διεύρυνσης της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων στο πλαίσιο του διαρκώς οξυνόμενου διεθνοποιημένου καπιταλιστικού ανταγωνισμού, αντί να καλύπτουν τις λαϊκές ανάγκες, αποτέλεσε εξάλλου ένα ζήτημα που απασχόλησε, επίσης, αρκετούς από τους ομιλητές του συνεδρίου, ιδιαίτερα «η ανάγκη αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών για την αύξηση των επενδύσεων και των κερδών στον αγροτοκτηνοτροφικό τομέα».
Στην «πρόκληση» το Πανεπιστήμιο της περιοχής και η ακαδημαϊκή Ερευνα να αντιστοιχηθούν με τις προτεραιότητες των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε αυτή στάθηκε ο Δ. Κουρέτας, περιφερειάρχης Θεσσαλίας, αναπτύσσοντας πλευρές από τις παρεμβάσεις της Περιφέρειας για αυτόν τον σκοπό.
«Δεν υπάρχει ένας κόμβος που να ενημερώνει τι υπηρεσίες πουλάει το πανεπιστήμιο στην κοινωνία και στους επιχειρηματίες. Αυτό χρειάζεται να γίνει και για αυτό κάνουμε προσπάθεια ως περιφερειακή αρχή, με νέο έργο που θα "τρέξει" να καταγράψουμε τις ανάγκες του Θεσσαλού επιχειρηματία, για να ενισχυθεί και ο μικρός, ανερχόμενος επιχειρηματίας πέρα από τον μεγάλο», είπε.
Ενώ σε άλλο σημείο επισημάνθηκε η ανάγκη «να εμφυσήσουμε την επιχειρηματικότητα στους νέους φοιτητές, για να προσφέρουν σε αυτήν, αύριο, παραμένοντας στη χώρα».
Xinhua |
Η Κίνα περιγράφεται ως «η πιο ολοκληρωμένη και ισχυρή στρατιωτική απειλή» για τα συμφέροντα των ΗΠΑ |
Ηδη από την εισαγωγή της 31 σελίδων έκθεσης υπογραμμίζεται ότι «η Ρωσία, η Κίνα, το Ιράν και η Βόρεια Κορέα - η κάθε χώρα ξεχωριστά αλλά και όλες μαζί - αμφισβητούν τα συμφέροντα των ΗΠΑ στον κόσμο, με επιθέσεις ή απειλές εναντίον άλλων χωρών στις περιοχές τους, τόσο με ασύμμετρες όσο και με συμβατικές τακτικές σκληρής εξουσίας, και προωθώντας εναλλακτικά συστήματα για να ανταγωνιστούν τις Ηνωμένες Πολιτείες, κυρίως στο εμπόριο, στη χρηματοδότηση και στην ασφάλεια».
Τονίζεται ακόμα ότι «επιδιώκουν να αμφισβητήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες μέσω εσκεμμένων εκστρατειών για να αποκτήσουν πλεονέκτημα, ενώ παράλληλα προσπαθούν να αποφύγουν τον άμεσο πόλεμο».
Αποτυπώνοντας τόσο την ενίσχυση της συνεργασίας στο υπό διαμόρφωση αντίπαλο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, όσο και τους αυξανόμενους κινδύνους για γενικευμένη σύγκρουση, η έκθεση επισημαίνει ότι «η αυξανόμενη συνεργασία μεταξύ αυτών των αντιπάλων αυξάνει το σθένος τους ενάντια στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη δυνατότητα οι εχθροπραξίες με οποιονδήποτε από αυτούς να προσελκύσουν κι άλλους και την πίεση σε άλλους παγκόσμιους παράγοντες να επιλέξουν πλευρά».
Ταυτόχρονα, στη λίστα των «μη κρατικών απειλών» περιλαμβάνονται ξένα καρτέλ λαθρεμπορίας ναρκωτικών, εξτρεμιστές τζιχαντιστές (όπως αυτοί του «Ισλαμικού Κράτους», της Αλ Κάιντα, της Αλ Σαμπάμπ στην Αφρική κ.λπ.) και μια σειρά διεθνείς εγκληματικές οργανώσεις.
Σε ό,τι αφορά τα κράτη - ανταγωνιστές των ΗΠΑ, όπως είναι αναμενόμενο η Κίνα αντιμετωπίζεται ως η «κορυφαία απειλή» σε τομείς όπως η «Αμυνα», οι τεχνολογικές καινοτομίες και ο κυβερνοχώρος αλλά και σε ό,τι αφορά την επίδειξη ισχύος σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.
Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «το Πεκίνο θα συνεχίσει να ενισχύει τις συμβατικές στρατιωτικές του δυνατότητες και τις στρατηγικές δυνάμεις του, να εντείνει τον ανταγωνισμό στο Διάστημα και τη διατήρηση της οικονομικής στρατηγικής της για τη βιομηχανία και την τεχνολογία, για να ανταγωνιστεί την οικονομική δύναμη και την παγκόσμια ηγεσία των ΗΠΑ».
Η Κίνα χαρακτηρίζεται «η πιο ολοκληρωμένη και ισχυρή στρατιωτική απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ». Η έκθεση προβλέπει ότι ο εκσυγχρονισμός του κινεζικού στρατού κατά τις χρονιές - ορόσημα 2027 και 2035 μπορεί να τον κάνει στρατό «διεθνούς κλάσης» μέχρι το 2049.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στις στρατιωτικές δυνατότητες της Κίνας σε ό,τι αφορά την Ταϊβάν, προβλέποντας κλιμάκωση «των προκλήσεων έναντι της αμερικανικής υποστήριξης στο νησί».
Τονίζεται η δυναμική ανάπτυξη της Κίνας στον τομέα των προηγμένων στρατιωτικών δυνατοτήτων και της «αμυντικής» θωράκισης της χώρας, προκειμένου να φτάσει ή να ξεπεράσει τις ΗΠΑ σε στρατηγικούς τομείς έως το 2030. Και σημειώνονται οι επενδύσεις και κινήσεις του κινεζικού στρατού σε υπερηχητικά όπλα, αεροσκάφη stealth, προηγμένα υποβρύχια και αεροπλανοφόρα, διαστημικά μέσα και συστήματα απόκρουσης ή εξαπόλυσης κυβερνοεπιθέσεων.
Εκτιμάται δε ότι η Κίνα διαθέτει ήδη την ικανότητα να διαταράξει κρίσιμες αμερικανικές υποδομές, καθώς και ότι οι κινεζικές επιχειρήσεις κυβερνοκατασκοπείας έχουν κλιμακωθεί, ιδιαίτερα σε τομείς όπως η βιομηχανική και η στρατιωτική κατασκοπεία.
Για τις ΗΠΑ η Κίνα προβάλλει ως αναδυόμενη δύναμη γεμάτη πολυδιάστατες απειλές, η οποία αναμένεται να αναπτυχθεί στη μεγαλύτερη γεωπολιτική πρόκληση για τις ΗΠΑ τις επόμενες δεκαετίες.
Η Κίνα - συνεχίζει η έκθεση - έχει βάλει στόχο να αναδειχθεί σε διεθνή υπερδύναμη και στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης μέχρι το 2030, μέρος της οποίας εξειδικεύεται στον τομέα της «Αμυνας» και της παραπληροφόρησης. Επισημαίνεται δε πως πέτυχε σε έναν βαθμό αυτήν τη «γεωμετρική αύξηση» στην τεχνολογική πρόοδο «κλέβοντας πνευματική ιδιοκτησία» από εταιρείες σε Ασία, Ευρώπη και Βόρεια Αμερική.
Καταγράφονται οι κινεζικές επενδύσεις ύψους 3,3 τρισ. δολαρίων το 2025 στον τομέα της βιοτεχνολογίας, και αυτές στον τομέα ανάπτυξης των νανο-ημιαγωγών (chip).
Σημειώνεται επίσης η ανάπτυξη πυρηνικών όπλων και τονίζεται ότι αποτελούν «άμεση απειλή» για τις ΗΠΑ, καθώς είναι ικανά «να καταφέρουν καταστροφική ζημιά και να απειλούν τα αμερικανικά στρατεύματα εντός και εκτός ΗΠΑ».
Σε ό,τι αφορά το Διάστημα, επισημαίνεται ότι η Κίνα έχει ξεπεράσει τη Ρωσία και έχει πάρει θέση ανταγωνιστή απέναντι στις ΗΠΑ, θέτοντας «φιλόδοξους επιστημονικούς και στρατηγικούς στόχους». Ιδιαίτερη αναφορά κάνει η έκθεση στο σύστημα δορυφορικής πλοήγησης και γεωεντοπισμού «Beidou», τονίζοντας ότι είναι διεθνούς κλάσης, όπως το αμερικανικό GPS και το ευρωπαϊκό «Galileo». Τονίζει δε την κινεζική αποστολή στη Σελήνη τον περσινό Ιούνη, τις προσπάθειες επανδρωμένων αποστολών στη Σελήνη μέχρι το 2030 και τη δημιουργία σεληνιακής βάσης μέχρι το 2035.
Επισημαίνεται ακόμα ότι «η κυριαρχία της Κίνας στην εξόρυξη και επεξεργασία πολλών κρίσιμων υλικών αποτελεί ιδιαίτερη απειλή, παρέχοντάς της την ικανότητα να περιορίζει τις ποσότητες και να επηρεάζει τις παγκόσμιες τιμές».
Στη λίστα των γεωπολιτικών «απειλών» ακολουθεί η Ρωσία, για την οποία η έκθεση επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι «ανεξάρτητα από το πώς και πότε θα τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία», η σημερινή γεωπολιτική, οικονομική, στρατιωτική και πολιτική θέση της Μόσχας αντανακλά «την αντοχή της και τη δυναμική απειλή που μπορεί να συνιστά για την ισχύ, την παρουσία και τα διεθνή συμφέροντα των ΗΠΑ».
Καταγράφεται πως παρά το κόστος του πολέμου στην Ουκρανία και τις «δυτικές» κυρώσεις η Ρωσία αποδείχθηκε «ευπροσάρμοστη» και «ανθεκτική», «εν μέρει επειδή έχει διευρυμένη υποστήριξη από την Κίνα, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα».
Επισημαίνεται δε ότι «οι μεγάλες απώλειες χερσαίων δυνάμεων της Ρωσίας στον πόλεμο έχουν κάνει ελάχιστα για να υπονομεύσουν τους στρατηγικούς πυλώνες της στρατιωτικής ισχύος της», όπως και ότι «οι αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις της Ρωσίας παραμένουν άθικτες, με τις πρώτες να είναι πιο σύγχρονες και ικανές απ' ό,τι στην αρχή της εισβολής».
Αναφέρεται επίσης η εντεινόμενη στρατιωτική συνεργασία της Ρωσίας με Ιράν και Βόρεια Κορέα, όπως και οι προσπάθειες που καταβάλλει μαζί με εταίρους στο πλαίσιο της ομάδας BRICS ώστε να αποδυναμωθεί ο ρόλος του δολαρίου ως διεθνούς νομίσματος.
Τονίζεται μάλιστα ότι «οι δυτικές προσπάθειες για απομόνωση της Ρωσίας και οι κυρώσεις σε βάρος της έχουν επιταχύνει τις επενδύσεις της σε εναλλακτικές συνεργασίες, με τη χρήση διαφόρων κρατικών εργαλείων για την αντιστάθμιση της αμερικανικής ισχύος, με την υποστήριξη και την ενίσχυση της Κίνας».
Υπογραμμίζεται ακόμα πως η Μόσχα επιδιώκει την ανάπτυξη δορυφόρου που θα φέρει πυρηνικά όπλα ως αντι-δορυφορικό όπλο, «κάτι που θα ήταν καταστροφικό για τις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο».
Εκτιμάται δε ότι η Ρωσία θα παραμείνει και τα επόμενα χρόνια σημαντικός ανταγωνιστής των ΗΠΑ στο Διάστημα, καθώς «δίνει προτεραιότητα σε κρίσιμους τομείς της εθνικής της ασφάλειας και της ολοκλήρωσης στρατιωτικών διαστημικών υπηρεσιών, έναντι διαστημικών προγραμμάτων για ειρηνικούς σκοπούς».
Σε άλλο σημείο της έκθεσης, στο φόντο χάραξης νέων εμπορικών δρόμων στην Αρκτική με το λιώσιμο των πάγων τις επόμενες δεκαετίες, επισημαίνεται ιδιαίτερα το γεγονός ότι η Μόσχα «ελέγχει περίπου το 50% όλης της ακτογραμμής στην Αρκτική» και βλέπει την περιοχή ως «αναγκαία για την οικονομική ευημερία και την εθνική της ασφάλεια».
Σε ό,τι αφορά το Ιράν, εκτιμάται πως δεν αναπτύσσει πυρηνικά όπλα, παρά τις κατά καιρούς δηλώσεις Αμερικανών και Ισραηλινών αξιωματούχων, αλλά και πως θα εντείνει τις προσπάθειες έναντι του Ισραήλ και θα συνεχίσει «να πιέζει τις ΗΠΑ να φύγουν από την περιοχή, βοηθώντας και εξοπλίζοντας τη χαλαρή σύμπραξη ομοϊδεατών τρομοκρατικών και στρατιωτικών δρώντων που είναι γνωστοί ως "Αξονας της Αντίστασης"».
Προβλέπει δε η έκθεση ότι το Ιράν θα συνεχίσει «να απειλεί άμεσα Αμερικανούς διεθνώς και θα παραμείνει αφοσιωμένο στην προσπάθεια δεκαετιών για ανάπτυξη παρένθετων δικτύων εντός ΗΠΑ».
Σε κάθε περίπτωση, τονίζονται οι σημαντικές ιρανικές επενδύσεις στην «αμυντική» θωράκιση της χώρας, για «την αντιμετώπιση ποικίλων απειλών και την άμυνα απέναντι σε μια επίθεση από τις ΗΠΑ ή το Ισραήλ».
Από την έκθεση δεν λείπουν οι αναφορές στη Συρία, για την οποία τονίζεται ότι η κατάρρευση της κυβέρνησης Ασαντ - εξέλιξη στην οποία έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο οι ΗΠΑ... - προκάλεσε «συνθήκες για παρατεταμένη αστάθεια» στη χώρα, κάτι που θα μπορούσε να συμβάλει στην επανεμφάνιση του «Ισλαμικού Κράτους» «και άλλων ισλαμικών τρομοκρατικών οργανώσεων».
Σε σχέση με τη Βόρεια Κορέα, εκτιμάται ότι η ηγεσία της «θα συνεχίσει να επιδιώκει την ανάπτυξη στρατηγικών και συμβατικών στρατιωτικών δυνατοτήτων» που θα στοχοποιήσουν και θα απειλήσουν τις ΗΠΑ, τις Ενοπλες Δυνάμεις συμμάχων τους και τους πολίτες των χωρών αυτών, θα καταστήσουν δε τη Βόρεια Κορέα ικανή «να υπονομεύσει την αμερικανική ισχύ και να αναδιαμορφώσει το περιβάλλον περιφερειακής ασφάλειας υπέρ της». Επίσης η έκθεση προβλέπει ότι η βορειοκορεατική κυβέρνηση θα συνεχίσει τις προσπάθειες μείωσης της εξάρτησης της χώρας από την Κίνα, σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στο διεθνές τραπεζικό σύστημα και τις εισαγωγές κρίσιμων πρώτων υλών και καταναλωτικών προϊόντων.