«ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΤΕΝ ΤΕΝ: ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΡΙΝΟΚΕΡΟΥ», συμπαραγωγή ΗΠΑ, Νέας Ζηλανδίας και Βελγίου, έτους 2011. Ετσι τιτλοφορείται το πρώτο από τα τρία προγραμματισμένα τρισδιάστατα animation με θέμα τις περιπέτειες του Τεν Τεν, γυρισμένο με τεχνική performance capture, σε σκηνοθεσία Στίβεν Σπίλμπεργκ, που όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει... Στο χωνευτήρι της φαντασμαγορικής αυτής περιπέτειας έλιωσαν τρεις από τις δημοφιλέστερες ιστορίες του συγκεκριμένου κόμικ: το «Μυστικό του Μονόκερου», ο «Κάβουρας με τις Χρυσές Δαγκάνες» και ο «Θησαυρός του Κόκκινου Ρακάμ». Επιδίωξη των ιθυνόντων της ταινίας ήταν η διατήρηση μιας α-χρονικής πλοκής μέσα σε ένα νουάρ σύμπαν, με ρετρό, τεταμένη ατμόσφαιρα και συστατικά ολίγου θρίλερ κι ολίγου αστυνομικού, αλλά, πάνω απ' όλα, κλίματος καθαρόαιμης παλιομοδίτικης περιπέτειας... Ωστόσο, το εγχείρημα αναδεικνύει αναντίρρητα την υπεροχή του έντυπου Τεν Τεν, του, αντιδραστικής έμπνευσης, καρπού της αντισοβιετικής προπαγάνδας ήρωα κόμικς, του τέκνου του Βέλγου κομίστα Ζορζ Ρεμί, γνωστού με το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο Herg?, που πρωτοείδε το φως της δημοσιότητας το 1929 μέσα από τις σελίδες ενός εβδομαδιαίου περιοδικού για παιδιά. Μη έχοντας υπόψη τις γαλλόφωνες κινηματογραφικές βερσιόν του παρελθόντος - του 1961 και 1964 - που οπτικοποιούν τις περιπέτειες του νεαρού δημοσιογράφου με το λευκό, πανέξυπνο φοξ τεριέ Μιλού, αξίζει να σημειώσουμε ότι ο «έντυπος» Τεν Τεν των 24 συνολικά επεισοδίων άφηνε χώρο στη φαντασία του αναγνώστη, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον τύπο δράσης και το γενικό ρυθμό, όπως αυτά τα στοιχεία συμβάδιζαν με τη δοσμένη αισθητική της εικονογράφησης, της θεματολογίας, αλλά και του context, των συμφραζόμενων δηλαδή, εντός του οποίου εντασσόταν το πρωτογενές, αυθεντικό κείμενο που, δυστυχώς, οι επόμενες γενιές θα γνωρίσουν, κατά τα φαινόμενα, μόνο μέσα από την αμερικανοποιημένη εκδοχή του, που σαν τσουνάμι δεν αφήνει όρθιο τίποτα ...
Τέλος, η καινούρια ταινία του δημιουργού Κώστα Ζάπα, «Η ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΗΣ ΜΑΡΙΑΣ», παραγωγής 2011, με τον Αντώνη Παπαδόπουλο στον ομώνυμο ρόλο και δίπλα του τον πρωτοεμφανιζόμενο Χ. Βερνίκο, κάνει ελληνική πρεμιέρα στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας. Το στόρι της ταινίας έχει ως εξής: «Σε μια πόλη με heavy metal μουσική και τη φωνή της Μαρίας Κάλλας να στοιχειώνει τους ήρωες, ένας ηλικιωμένος άνδρας, πρώην τρομοκράτης, ντύνεται γυναίκα, "Κόκκινη Μαρία", και ζει χωρίς νόμους, κρύβεται στο περιθώριο σαν πόρνη και διασκεδαστής, χορεύοντας στα καφέ παλιούς, ξεπερασμένους χορούς για τους θαμώνες που του δίνουν λεφτά. Στο δρόμο συναντά ένα νεαρό αγόρι που μένει εκεί σα χαμίνι, ετοιμοθάνατο από επίθεση νεοφασιστών που ζουν στην ίδια πόλη. Το αγόρι, εξαρτημένο από το αλκοόλ, ακούει τη φωνή της Μαρίας Κάλλας, μιλάει με τη νεκρή ντίβα, με τη μάνα που του λείπει. Σε overdose ονειρεύεται τον τέλειο κόσμο. Η "Κόκκινη Μαρία" σώζει το αγόρι και του μαθαίνει τη δουλειά. Για να επιβιώσουν μπουκάρουν σε καφέ, δίνοντας παραστάσεις που μιλούν για ένα νέο πολιτικό Θεό, για το πολιτικό λάθος του Θεού και για το τέλος της ιδεολογίας. Ο κόσμος τους είναι άγριος. Κι αστείος. Μαζί γίνονται ο μάγος της φυλής, ο ιερός τρελός, ο αντάρτης. Ζουν μια μαγική προσωπική επανάσταση. Ομως μια σειρά από φόνους θα τους κάνουν, από ιδεολόγους, κατά συρροή δολοφόνους»...
Μπορεί το ντοκιμαντέρ του Ούλσον να εκθέτει το πλούσιο ποσοτικά και ατόφια αυθεντικό υλικό τεκμηρίωσης από την εποχή που έφθασε στα χέρια του σκηνοθέτη στα μάτια και τη γνώση των νέων γενιών όλου του κόσμου, αλλά η σύνθεση και η οργάνωση αυτού του υλικού, η αντιστοίχιση του παλιού υλικού με το νέο, η προσθήκη συνοδευτικών σχολιασμών και συνεντεύξεων σε voice over μοιάζει να μη προχωρά σε αξιολόγηση και σε αποτίμηση της ανόδου και καθόδου του φαινομένου, σε συμπεράσματα πολιτικά για το χαρακτήρα, τη στρατηγική και τακτική του. Για το πώς ακριβώς συνδέεται το τότε με το τώρα. Γι' αυτόν το λόγο υπόδειγμα πολιτικού ντοκιμαντέρ είναι δύσκολο να χαρακτηριστεί λόγω της προσέγγισης στο θέμα που παραμένει επιφανειακή, άψαχτη και χωρίς θέληση προπάντων να σκάψει σε βάθος χρησιμοποιώντας εργαλεία από το διαλεκτικό υλισμό, με τον τρόπο που δίδαξαν οι κορυφαίοι του πολιτικού ντοκιμαντέρ Χαϊνόφσκι και Σόιμαν. Η ταινία βραβεύτηκε για το μοντάζ της στο κινηματογραφικό φεστιβάλ Sundance 2011.
Το οπτικό μωσαϊκό που βγήκε στο φως, βασίζεται στον κινηματογραφημένο σε 16mm καρπό της τεκμηρίωσης των σπάνιων εικόνων, ήχων και αφηγήσεων από το ταξίδι των δημοσιογράφων στον τόπο που γεννιούνταν και λάμβαναν χώρα τα γεγονότα, ιστορικό υλικό που η σουηδική τηλεόραση άφηνε να μουχλιάζει, επί σαράντα χρόνια, στα υπόγεια των κτιριακών της εγκαταστάσεων. Η ταινία, τυπικά σουηδικού ύφους και δομής, δίνει έμφαση στην ειδική βαρύτητα των μαρτυριών, υπό μορφή συνεντεύξεων και συνομιλιών, θρυλικών στελεχών του κινήματος, πασίγνωστων ονομάτων της εποχής, σαν την ακτιβίστρια, ακαδημαϊκό Αντζελα Ντέιβις, τον «πρωθυπουργό» του Κόμματος των Μαύρων Πάνθηρων - που έκανε διάσημο τον όρο «Black Power» - Στόκλι Καρμάικλ και το ηγετικό στέλεχος της ίδιας οργάνωσης Ελντριτζ Κλίβερ, συγγραφέα του δοκιμίου «Ψυχή στον Πάγο» που εκδόθηκε το 1968.
«Τη φωτιά την πολεμάμε με τη φωτιά. Δεν θα πολεμήσουμε την φωτιά με νερό». Με νερό υποτίθεται ότι πολεμούσε τη φωτιά ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Παράδειγμα της ιδεολογίας αυτής θα μπορούσε να είναι η εικόνα που προωθείται από τα εμπορικά κυκλώματα, εξυπηρετώντας την επικύρωση του αξιακού συστήματος της άρχουσας τάξης μέσα από τον τηλεοπτικό γιατρό Χάξταμπλ - τον θυμάστε; Με το δημοφιλή Μπιλ Κόσμπι στο ρόλο. Ο γιατρός και η οικογένειά του συμβολίζουν όχι μόνο το όνειρο των έγχρωμων αλλά και των λευκών, για ένα μαύρο πληθυσμό οικονομικά αυτοδύναμο που να αντιγράφει το στυλ ζωής και τις αξίες των λευκών. Στον αντίποδα, ο σκηνοθέτης Σπάικ Λι να αντιπαραθέτει μια σιωπηλή πολεμική στον ειδυλλιακό οικογενειακό πυρήνα του Κόσμπι. Ο Κόσμπι και ο Λι εκπροσωπούν διαφορετικές τάσεις στα πλαίσια του κινήματος δικαιωμάτων του πολίτη. Πίσω από τον Κόσμπι βρίσκεται ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ που οραματιζόταν, πέρα από το ρατσισμό, μια φιλελεύθερη γη της επαγγελίας. Ο Σπάικ Λι έχει αφετηρία τον Μάλκομ Χ και τους Μαύρους Πάνθηρες που αντιλαμβάνονται το ρατσισμό σαν συστατικό στοιχείο του αμερικάνικου φιλελευθερισμού και παλεύουν διαφυλάσσοντας την ιδιαιτερότητά τους κι ορθώνοντας το στρατευμένο τους ανάστημα εναντίον αυτής της κοινωνίας, με την πεποίθηση ότι το κυρίαρχο σύστημα πρέπει να καταλυθεί και να αντικατασταθεί από κάποιο καινούριο, προϋπόθεση για να μπορέσουν μαύροι και λευκοί να ζήσουν σαν αδέλφια.
Παραγωγή: Σουηδία (2011).
Μετά το πρώτο μισάωρο, ο τρόπος αφήγησης σταθεροποιείται αρκετά και επικεντρώνεται στη σχέση μητέρας και πρωτότοκου γιου, σχέση που η ταινία εικάζει ως καθοριστικότερη για τη συμπεριφορά του Κέβιν. Σε αυτό το σημείο αρθρώνεται η ουσιαστική αδυναμία, όταν οι αιτίες της σφαγής παραμένουν σκοταδιστικά άγνωστες, ή, μάλλον, όταν τείνουν προς μια παράλογη και παθολογική εξήγηση. Κάτι που η οικογένεια δεν κατάφερε - λόγω στρουθοκαμηλισμού - να προλάβει έγκαιρα. Η ταινία, ωστόσο, παραμένει επίτευγμα τέχνης με εξαιρετικά ερμηνευτικά προσόντα και εμμονή κι επιμονή στη λεπτομέρεια, μέσα από το πορτρέτο μιας παγερά ψυχρής μητέρας που αγαπά και μισεί το γιο της και βασανίζεται από αδυσώπητα ερωτηματικά για τις δικές της ευθύνες. Μια θεαματική ερμηνεία της σπουδαίας Τίλντα Σουίντον, ως ακρογωνιαίου λίθου της ταινίας.
Παίζουν: Τίλντα Σουίντον, Τζον Σ. Ράιλι, Εζρα Μίλερ κ.ά.
Παραγωγή: Μ. Βρετανία, ΗΠΑ (2011).
Β© 2011 MGP Productions, LLC. |
Πώς ο φουσκωτός Σαμ Τσίλντερς, ο εξαρτημένος από ναρκωτικά και αλκοόλ ... που χτυπά την γυναίκα του επειδή άφησε το στρηπτιζάδικο για μια τίμια θέση στο εργοστάσιο ... που ανήκει σε συμμορία μοτοσικλετιστών τύπου Hell's Angels, (τα καλόπαιδα, οι μπιστικοί των εργοδοτών που με το όπλο στο τραπέζι, στην βόρεια Ευρώπη, στηρίζουν τ' αφεντικά τους στις συνδιαλλαγές με τα εργατικά συνδικάτα). Αυτός λοιπόν ο μορφονιός που πρόσφατα αποφυλακίστηκε, βουτιέται, με παροιμιώδη ευκολία, στον δρόμο του Θεού! Κόβει με το μαχαίρι τα ναρκωτικά και ρίχνεται με τα μούτρα στην τίμια χειρωνακτική εργασία. Ομως, θες η ανεργία, θες ένας καταστροφικός τυφώνας, τον ισοπεδώνουν. Ετσι, αποφασίζει να στήσει δική του επιχείρηση. Με το που διασχίζει το κατώφλι του αμερικάνικου ονείρου, σε ρόλο επιχειρηματία, όλα του 'ρχονται δεξιά. Πιάνει λεφτά, ένα μεγάλο σπίτι και περνά ζωή χαρισάμενη με την οικογένεια και τους φίλους του. Γίνεται και πάστορας ώσπου, εμφανίζονται κάτι «καινά ζιζάνια» - με την μορφή μαύρων παιδικών «αγγέλων» - και ροκανίζουν την δυτική του συνειδησιακή μακαριότητα. Σε αυτό το σημείο τελειώνουν τα όποια ψήγματα κριτικής απόστασης ενσωμάτωνε η συνοπτική αφήγηση και άρχονται αφηγηματικές στρατηγικές επικοινωνιακής απεικονιστικής αντίληψης που αναλαμβάνουν το βάρος μιας σοβαροφανούς σημασιολογίας !
Στην πασαρέλα του πυκνού φιλμικού κειμένου - που καλύπτεται έξυπνα για όποια τυχόν ανορθογραφία πίσω από την ιδιότητα της «βιογραφίας» - του διάσπαρτου με σαχλούς αμερικάνικους αστεϊσμούς και κλισέ της πεντάρας, παρελαύνει το σύνολο της προπαγανδιστικής επιχειρηματολογίας του δόγματος των ιμπεριαλιστικών «ανθρωπιστικών» επεμβάσεων, ανά τον κόσμο. Οι προκλήσεις είναι που εξαναγκάζουν τον λευκό ιεροκήρυκα - σε ρόλο τυχοδιώκτη, μισθοφόρου και ανθρωπιστή - να απαντήσει με βία στην μαζική εξόντωση αθώων, στις νάρκες στους καταυλισμούς αμάχων και στο φαινόμενο των παιδιών στρατιωτών. Οταν βλέπει τον Θεό να του γυρίζει την πλάτη, παίρνει ο ίδιος την θέση του Θεού και με συγχώρεση και συμφιλίωση στην ψυχή ρίχνεται στην εξόντωση των ατάκτων που έχουν όλοι εμφάνιση αριστερών διαδηλωτών. Η ταινία στοχεύει ιδεολογικά στους, αφελείς ή θύματα της γενικευμένης αποβλάκωσης αποδέκτες, που διδάχθηκαν να καταπίνουν αμάσητα, καινοφανή και τετριμμένα ιδεολογήματα, σε χαρτί περιτυλίγματος διαφορετικών αποχρώσεων ... Αξίζει δε να σημειωθεί, ότι το κακόγουστο αυτό pastiche φιλοξένησαν αρκετά «βαρύγδουπα» κινηματογραφικά φεστιβάλ όπως, το διεθνές φεστιβάλ του Τορόντο, το φεστιβάλ της Αθήνας, του Λος Αντζελες και της Νέα Υόρκης ... Αποδεικνύεται έτσι ότι η συμμετοχή ενός φιλμ σε φεστιβάλ - ειδικά σήμερα που ο θεσμός έχει εκφυλιστεί, μια που κάθε γειτονιά έχει και το δικό της - ουδόλως προϋποθέτει ή/και υποδηλοί ύπαρξη μίνιμουμ έστω ποιότητας!
Εύλογα αρθρώνεται η απορία: Πώς γίνεται κι όλοι αυτοί που συγκλονίζονται τα μέγιστα από την δυστυχία μακρινών ανθρώπων, δεν δείχνουν την παραμικρή συγκίνηση μπροστά στην όλο κι εμφανέστερη εξαθλίωση των αδύνατων στη γειτονιά τους;
Παίζουν: Τζέραρντ Μπάτλερ, Μάικλ Σάνον, Μισέλ Μόναγκαν, Μαντλίν Κάρολ κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).