Είτε το έχουν καταλάβει είτε όχι, η πολιτική της «ελεύθερης αγοράς» και των νόμων της, του σκληρού ανταγωνισμού και του κυνηγητού - πάση θυσία - του μέγιστου κέρδους, καλλιεργούν καθημερινά τους κανόνες της ζούγκλας - με πρώτον τον «ο θάνατός σου η ζωή μου» - και υπονομεύουν την αξία της κοινωνικής αλληλεγγύης και όχι μόνον αυτή.
Καταλαβαίνουμε, βέβαια, ότι αναφερόμενοι στον εθελοντισμό, εννοούν, απλά και μόνο, το παραπέρα ξεφόρτωμα του κράτους από κοινωνικές ευθύνες - και τα ανάλογα κόστη - και το φόρτωμά τους, στις λεγόμενες εθελοντικές οργανώσεις. Με άλλα λόγια στην... εκσυγχρονισμένη ελεημοσύνη. Η πολιτική αυτή, όμως, μόνο την κοινωνική αλληλεγγύη δεν προωθεί και δεν μπορεί, βέβαια, να αντιμετωπίσει τα όποια κοινωνικά προβλήματα, είτε τις δύσκολες στιγμές.
Πολιτεία
σκορποχώρι,
ακυβέρνητο
βαπόρι,
πολιτεία
κουρελού
με ηγέτες
του κιλού!
*
Πολιτεία
δίχως ρούχα
που της πρέπουν
μόνο «γιούχα»,
που ένα χιόνι
αν τη βρει
πέφτει τέζα
και ξερή!
*
Και ρωτάω
αυτή η χώρα
αν δεχτεί
- κούφια η ώρα -
ένα πλήγμα
με πυρά
τι θα κάνει,
σοβαρά;
*
Αφού πέφτει
μ' ένα χιόνι
ασφαλώς
θα γίνει σκόνη,
ε, λοιπόν,
πάλη γερή,
πριν κακό
τέτοιο μας βρει!
Το πρόσφατο αφιέρωμα του «Εκόνομιστ» με τους «νεότερους προβληματισμούς», σχετικά με τη νομιμοποίηση των ναρκωτικών για την αντιμετώπισή τους έκανε πρώτο της θέμα την περασμένη Κυριακή η «Καθημερινή». Κατ' αρχήν είναι μια πολύ παλιά πρόταση γύρω απ' την οποία δημιουργείται ένας ετερόκλητος συνασπισμός πολιτικών, κοινωνικών παραγόντων και εκπροσώπων της κυρίαρχης τάξης (π.χ. Φρίντμαν). Το βασικό της επιχείρημα και, ταυτόχρονα, ψευτοδίλημμα είναι ότι αφού απέτυχε η πολιτική της καταστολής δεν απομένει παρά η νομιμοποίηση των ναρκωτικών. Για να ενισχύσουν δε την επιχειρηματολογία τους επικαλούνται το γεγονός ότι ο εγκλεισμός του τοξικομανούς στη φυλακή τον μετατρέπει από απλό, σε συστηματικό χρήστη σκληρών ναρκωτικών. Και σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των χρηστών είναι εύλογη και αναγκαία η οποιαδήποτε συζήτηση, με το μοναδικό όρο ότι συνδυάζεται με την «ποινή» της απεξάρτησης. Από κει και πέρα, όμως, εκείνο που προέχει είναι η ολοκληρωμένη πολιτική πρόληψης, πρώτα και κύρια, με το αποφασιστικό χτύπημα των κοινωνικών αιτιών που καλλιεργούν, αναπαράγουν και κάνουν την τοξικομανία τρόπο ζωής. Και μια τέτοια πολιτική είναι εντελώς ασύμβατη - εκτός των άλλων - με τη νομιμοποίηση των ναρκωτικών και την αντιμετώπισή τους ως «πολυπαραγοντικό πρόβλημα».
Στο δημοσίευμα της «Καθημερινής» γίνεται αναφορά και στο πρόσφατο εθνικό σχέδιο της κυβέρνησης, στο οποίο - κατά την εφημερίδα - επιχειρήθηκε «μια πρώτη δειλή αναγνώριση της αδυναμίας των μηχανισμών καταστολής να ελέγξουν τη διάδοση των ναρκωτικών». Η αλήθεια είναι ότι στο σχέδιο της κυβέρνησης αναφέρεται: «Είναι απαραίτητο να γίνει κατανοητό ότι δεν αρκεί πλέον να στηριζόμαστε στην πρόληψη μέσω της καταστολής γιατί όσο πετυχημένη κι αν είναι αυτή, πάντα θα υπάρχει ο χώρος και η ζήτηση για τη χρήση ουσιών. Η πρόληψη μέσα στην καθημερινότητα της οικογένειας μπορεί και πρέπει να είναι ο στόχος μας».
Μάλιστα, στο σχέδιο αναφέρεται με έμφαση ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σημαντική αύξηση των αιτημάτων για θεραπεία, που οφείλεται τόσο στην αύξηση των χρηστών όσο και στην επέκταση των θεραπευτικών προγραμμάτων. «Οι ίδιοι χρήστες έχουν αλλάξει στάση απέναντι στη θεραπεία και σ' αυτό έχει συμβάλει το ότι έχουν δει μέσα στο δικό τους μικρόκοσμο θετικά παραδείγματα που τους επηρεάζουν», αναφέρεται στην έκθεση. Και να φανταστεί κανείς ότι αυτά τα θετικά παραδείγματα, που τα έχουν δώσει κατά βάση τα «στεγνά» προγράμματα - όπως του ΚΕΘΕΑ και του «18 Ανω» - τα έχουν δώσει έχοντας την οικονομική θηλιά στο λαιμό.
Ιδού λοιπόν τα θετικά παραδείγματα που πρέπει να ενισχύσει η πολιτεία και όχι να υποκύψει σε παλιομοδίτικους φιλελευθερισμούς.