...εσείς κυνηγήστε τις - καλές - επαναλήψεις
Από τις τέσσερις νέες ταινίες της βδομάδας οι τρεις παίζονται με τον αγγλικό τίτλο τους και μάλιστα στα αγγλικά γραμμένο! Τα γραφεία διανομής ξέρουν, φαίνεται, καλύτερα από τον καθένα σε ποιους απευθύνονται. Οποιος δεν πείστηκε ακόμα ότι η προτεκτορατοποίση της χώρας προχωράει, όπως έχει προγραμματιστεί, κακό του κεφαλιού του. Σε λίγα χρόνια δε θα αναγράφονται ούτε υπότιτλοι, πια! Θα μάθουμε όλοι αναγκαστικά αγγλικά, για να μπορούμε να συνεννοηθούμε. Εμπρός, στο δρόμο που χάραξε το ελαφρό τραγούδι, ας πούμε. You are my number one, και όχι μόνον!
Στα κινηματογραφικά, τώρα! Μόνο η κορεάτικη ταινία, «Bad Guy» δικαιώνει καλλιτεχνικά την ύπαρξή της. Οι άλλες τρεις, «Batman Begins», «It's All Gone Pete Tong», «Ο Χρόνος που Κυλά», απαιτούν τόνους ανοχής, για να γίνουν αποδεκτά ως καλλιτεχνικά έργα. Πρόκειται, για βιομηχανικά προϊόντα, που απλώς τυχαίνει να προσφέρονται (πωλούνται) σε κινηματογραφικές αίθουσες! Ο Batman, βέβαια, πωλείται στα καλύτερα μαγαζιά (village) και, επομένως...
Με το ίδιο θέμα έχουν γυριστεί εκατοντάδες, για να μην πω χιλιάδες, ταινίες σε ολόκληρο τον κόσμο. Ενα απόβρασμα της κοινωνίας (Bad Guy) αλιεύει κορίτσια, τα οποία ωθεί στην πορνεία. Από την οποία πορνεία, αυτός και η παρέα του, αλλά και η αστυνομία, θησαυρίζουν.
Αυτό το «απλό» θέμα, στα χέρια ενός αδέξιου ή ενός έμπορα σκηνοθέτη, θα γίνει, στην καλύτερη περίπτωση, ένα κοινωνικό μελό. Στα χέρια, όμως, ενός άξιου σκηνοθέτη, και ο Κιμ Κι Ντουκ είναι άξιος, έγινε μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία. Μια ταινία που εκπέμπει πάθος, δύναμη, μαγεία. Το σενάριο είναι, βέβαια, ένας σοβαρός παράγοντας, για την καλλιτεχνική αξία της ταινίας, δεν είναι, όμως, το παν. Η ταινία είναι σύνθεση πολλών παραγόντων! Κυρίως, πάντως, είναι ζήτημα «ψυχής». «Ψυχής» του δημιουργού και των συντελεστών. Ο κινηματογράφος γίνεται από ανθρώπους, για ανθρώπους. Κυρίαρχο, λοιπόν, πρέπει να είναι η ανάγκη και η επιθυμία, για επικοινωνία. Κάποιος να έχει κάτι να πει σε κάποιους!
Η ταινία «Bad Guy» πρέπει να ιδωθεί σαν ένα χορόδραμα! Οπου τα σχηματικά πρόσωπα δεν είναι δραματικά από τις ιδιότητές τους (νταβατζής - πόρνη), αλλά από τις «εσωτερικές» τους αξίες. Οι «ιδιότητες» των ηρώων είναι «τυχαίες». Τα συναισθήματα είναι εκείνα που ενδιαφέρουν. Το «περιβάλλον» επιλέχτηκε ειδικά. Για να τονιστούν περισσότερο οι ακραίες συμπεριφορές. Γιατί ένας «υγιής» άνθρωπος, με «καθαρή» καρδιά, και βέβαια μπορεί να ερωτευτεί. Ενα απόβρασμα, όμως;
Μέσα, λοιπόν, σε ένα από τα χυδαιότερα κοινωνικά περιβάλλοντα, στο δρόμο με τα «κόκκινα φανάρια», η τρυφερότητα δεν έχει χώρο. Τα άτομα της μικρής αυτής κλειστής κοινωνίας ζούνε ασφυκτικά παγιδευμένα στα καθορισμένα από τις συνθήκες όρια. Αυτά τα όρια, όμως, δεν επιτρέπουν «αδυναμίες». Ετσι, οι ήρωες παρουσιάζονται βίαιοι. Σε σφίγγουν στην αγκαλιά τους με απόλυτο τρόπο. Με έναν τρόπο, που προκαλεί πόνο, ενώ δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Το ζητούμενο είναι να σου πουν, πόσο ανάγκη σε έχουν! Ομως, τα είπαμε, τρυφερότητες σε αυτόν τον κόσμο δεν είναι επιτρεπτές.
Το «απόβρασμα», που άρπαξε τη νεαρή φοιτήτρια και την έκανε πόρνη, δείχνει να μην ανέχεται τον «ατίθασο» χαρακτήρα της. Αυτός δεν επιτρέπει να μην τον υπακούνε! Την ίδια ώρα, όμως, ακριβώς αυτή η ανυπάκουη συμπεριφορά της, τον μαγνητίζει. Τον απωθεί και τον μαγνητίζει ταυτόχρονα. Από το σημείο αυτό και μετά δημιουργείται το «δράμα». Αφού, ούτε αυτός, ούτε εκείνη, δέχονται να παραδοθούν. Ο εγωισμός τους, η διάθεσή τους για εκδίκηση, η επιθυμία τους για επιβολή ο ένας στον άλλον, τους τυφλώνει. Στο τέλος, βέβαια, και οι δυο θα αναγκαστούν να αποδεχτούν την ήττα τους. Τα «καλά» συναισθήματά τους νίκησαν τα «κακά».
Βέβαια, μέχρι να φτάσουν στο τέλος, μέχρι να φτάσουν στην «κάθαρση» και οι δυο έχουν γίνει συντρίμμια. Εχουν τσακιστεί εξωτερικά και, κυρίως, εσωτερικά. Ομως, τώρα, πια, δεν είναι ίδιοι. Τώρα είναι σοφότεροι! Το «ταξίδι» τούς γέμισε εμπειρίες και, κυρίως, γνώση, που είναι ο σκοπός. Και ήταν ένα ταξίδι γεμάτο συμβολισμούς. Ενα «μαγικό» ταξίδι. Με χρώματα, με κινήσεις «θεατρικές». Με σιωπές και κραυγές. Με πάθος και τρυφερότητα...
Για όποιον, βέβαια, δε θέλει να μπει στην περιπέτεια να βλέπει τη ζωή - και τον κινηματογράφο - «βαθύτερα», ο σκηνοθέτης φρόντισε να υπάρχει και «πρώτο επίπεδο». Δημιούργησε μια «αστυνομική» πλοκή, που κρατάει το ενδιαφέρον του «καθένα». Δημιούργησε συγκρούσεις και ανατροπές. Εφτιαξε «ατμόσφαιρα». Θέλεις να δεις τη «συνέχεια». Οι ήρωες είναι παθιασμένοι. Οι πράξεις τους είναι βίαιες. Κανένας, λοιπόν, δε θα βγει από την αίθουσα παραπονεμένος!
Παίζουν: Τζάε Χιεόν Τζο, Γουόν Σέο, Ντούεκ Μουμ Τσόι, Γιούν Τάε Κιμ, Τζουνγκ Γιούνγκ Κιμ, Γκουνγκ Μιν Ναμ..
Οσα καλά «στοιχεία» και αν φορτώσεις έναν άνθρωπο, όταν τον κάνεις υπερ-άνθρωπο, τον έχεις κάνει τέρας! Το τέρας, λοιπόν, που λέγεται Batman, ξαναχτυπά! Και αυτή τη φορά χτυπά πιο εντυπωσιακά, χάρη στην τεχνολογία, αλλά και πιο αδιάφορα, πάλι χάρη στην τεχνολογία. Τα κομπιούτερ, ευτυχώς, δε γέννησαν συναισθήματα. Ο κινηματογράφος, ευτυχώς, δεν είναι η γέφυρα Ρίου - Αντιρρίου.
Ενας πλούσιος, γόνος πλούσιας οικογένειας, πάει στου διαόλου τη μάνα (Ασία), για να γίνει ο δυνατότερος των δυνατών! Μόλις πάρει το «δίπλωμά» του, επιστρέφει στη γενέτειρά του. Εκεί, με τη βοήθεια ενός μαύρου αμπιγιέρ, ντύνεται νυχτερίδα (batman). Ε, μετά, ποιος είδε τον θεό (Batman) και δεν τον φοβήθηκε! Ολοι οι κακοί της πόλης, όλα τα καθάρματα, έμποροι ναρκωτικών, όπλων, χημικών όπλων, διεφθαρμένοι δικαστές, ακούνε Batman και παθαίνουν αμέσως εμβολή. Πριν πεις «τσάαα», η πόλη καθάρισε! Ο Batman διπλώνει τη στολή του, ξαναγίνεται άνθρωπος και παίρνει το κορίτσι!
Η ιστορία του Batman δεν είναι καινούρια. Να μην τα φορτώνουμε όλα στον αναπτυγμένο καπιταλισμό. Ο άνθρωπος-αράχνη εμφανίστηκε το 1939. Οταν ο καπιταλισμός δεν είχε δείξει όλα τα δόντια του. Πολλά χρόνια πριν την παγκοσμιοποίηση, δηλαδή! Επομένως, καμία σχέση με τον Μπους. Το 1939, λοιπόν, ο σχεδιαστής comics, Μπομπ Κέιν, δημιούργησε έναν «χαρτονένιο» ήρωα. Αυτός ο «χαρτονένιος» ήρωας στη συνέχεια έγινε ραδιοφωνικός, τηλεοπτικός και κινηματογραφικός ήρωας. Τελευταία και ηλεκτρονικό παιχνίδι... Δίπλα του, βέβαια, αναπτύχθηκαν και άλλοι παρεμφερείς ήρωες: Σούπερμαν, Σάντμαν, Γοόντερ Γούμαν κ.ά.
Η διαφορά του Batman από άλλους παρόμοιους κινηματογραφικούς ήρωες, είναι πως αυτός δε γεννήθηκε «μάγκας», αλλά έγινε με την προπόνηση! Και με το παράδειγμά του, μας παροτρύνει, τρόπον τινά, να κάνουμε και εμείς γυμναστική. Ποτέ δεν ξέρεις...
Το «Batman Begins», πέρα από τον ηλεκτρονικό χαρακτήρα του, φέρει και μια άλλη «πρωτοτυπία». Οι δημιουργοί, όπως ακριβώς οι αρχαιολόγοι, μας μεταφέρουν στις «ρίζες» του ήρωα. Στα πρώτα του βήματα. Στις αιτίες και τους λόγους που ανάγκασαν έναν πλούσιο βουτυρομπεμπέ να μασάει σίδερα. Ετσι μαθαίνουμε πως ο Batman έγινε Batman, γιατί οι κακοί σκότωσαν τους γονείς του, που ήταν και αυτοί ...Batman, χωρίς, όμως, τις δικές του ικανότητες. Ο γιος, λοιπόν, με τη βοήθεια του πιστού υπηρέτη (τι ήθελε σε αυτή την ταινία ο καλός ηθοποιός Μάικλ Κέιν;), παίρνει το αίμα τους πίσω και ολοκληρώνει το έργο των γονιών του. Αυτό θα πει προκομμένο παιδί!..
Αυτές οι ταινίες, τελικά, ό,τι κι αν πεις, απευθύνονται σε ανθρώπους με ανύπαρκτο δείκτη νοημοσύνης. Γι' αυτό τις κάνουν γεμάτες φασαρία, γεμάτες καταστροφές, γεμάτες ήχους και μουσικές. Οι δημιουργοί τους πυροβολούν το θεατή με όλα τα μέσα και απ' όλες τις θέσεις. Σκοπός τους είναι να σε ζαλίσουν για να μην τους βρίσεις! Μετά από δυο ώρες βασανιστήρια, με εικόνες και ήχους, ευχαριστείς τον «μεγαλοδύναμο», που βγαίνεις αλώβητος από την αίθουσα. Που γλίτωσες από τους ποταμούς αίματος. Από τις φυσικές και τις μεταφυσικές καταστροφές που συνέβησαν στην οθόνη.
Παίζουν: Κρίστιαν Μπέιλ, Μάικλ Κέιν, Λιάμ Νίσον, Κέτι Χολμς, Γκάρι Ολντμαν κ.ά.
Αμ, δεν κυλά, ο μπαγάσας! Λες τώρα κάτι θα γίνει, τώρα κάτι θα γίνει, τίποτα, όμως! Ο χρόνος, και μαζί του και η ιστορία και οι ήρωες μένουν ακίνητοι. Λες και η ταινία δε γυρίστηκε στη Γαλλία, όπου ο κόσμος έχει προβλήματα. Οπου, οι άνεργοι και οι υποαπασχολούμενοι ξεπέρασαν, δυστυχώς, τα 3.000.000. Οπου, οι άστεγοι πολλαπλασιάζονται με ταχύτητα...
Ο κύριος Αντρέ Τεσινέ αγρόν ηγόρασε! Από άλλον πλανήτη, ο αθεόφοβος. Λες και βρέθηκε για διακοπές στο Μαρόκο. Οπου, υποτίθεται πως, διαδραματίζεται η ερωτική - κοινωνική ιστορία του. Μια ιστορία, σαν αυτές, που ονειρεύεται ο κ. Τατούλης και ο κ. Αβραμόπουλος, να φέρουν για συμπαραγωγή στην Ελλάδα.
Ενας εξηντάρης κύριος, ο Ντεπαρντιέ (δυστυχώς), φτάνει στο Μαρόκο, για να επιβλέψει την κατασκευή ενός οπτικοακουστικού κέντρου. Η επίβλεψη, όμως, είναι μόνο το πρόσχημα. Ο εξηντάχρονος ερωτύλος ήρθε για να «πάρει αυτό που του ανήκει». Την εξηντάχρονη Ντενέβ (δυστυχώς). Η οποία, όμως, στα τριάντα χρόνια, που μεσολάβησαν από το χωρισμό τους, έκανε οικογένεια, γέννησε ένα αγόρι, το οποίο (γαμώ την ατυχία μου!), είναι αμφί: συζεί με μια νέα η οποία έχει παιδί από άγνωστο πατέρα και κοιμάται και με έναν μαύρο υπηρέτη! Χάος!
Αυτό το χάος, λοιπόν, βγαίνει σήμερα στους κινηματογράφους. Και κάνεις το σταυρό σου. Είναι ποτέ δυνατόν να δει ένας σύγχρονος άνθρωπος, και ιδιαίτερα ένας νέος άνθρωπος, αυτή την παρωχημένη ανοησία; Η οποία, για να αποκτήσει κάποιο ενδιαφέρον, τη μεταφέρουν στη γραφική Βεγγάζη. Οπου, για περισσότερο πάντα ενδιαφέρον, βλέπουμε και κάποια φολκλορικά συμβάντα: μαγείες, συλλήψεις κλεφτών, παρίες, που ετοιμάζονται να μεταναστεύσουν.
Πριν κλείσω το σημείωμα και αφού θυμίσω το γνωστό, «ο κόσμος καίγεται και ο πονηρός σκηνοθέτης χτενίζεται...», ήθελα να έλεγα δυο λόγια, για την ατυχία των παλιών, κάποιας ηλικίας, αλλά καλών, ηθοποιών. Οπως της Ντενέβ και του Ντεπαρντιέ, για παράδειγμα. Ή και του Μάικλ Κέιν. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν ρόλοι για την αξία τους και την ηλικία τους. Με αποτέλεσμα, όσοι δεν αποσύρονται, να κάνουν πράγματα, που τους μειώνουν. Λυπάσαι, ειλικρινά, να βλέπεις την «Ωραία της Ημέρας» να σέρνεται! Λυπάσαι να βλέπεις τον Ντεπαρντιέ, με τόσες επιτυχίες, να υπερασπίζεται φύκια, και να τα πουλάει για μεταξωτές κορδέλες! Αγριο πράγμα ο χρόνος, το εμπόριο και ο καπιταλισμός. Αγριο πράγμα και η έλλειψη μέτρου.
Παίζουν: Κατρίν Ντενέβ, Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Ζιμπλέρ Μελκί, Λουμπινά Αζαμπάλ.
Ο Κιμ Κι Ντουκ γεννήθηκε το 1960 στη Νότια Κορέα. Πριν γίνει σκηνοθέτης, εργάστηκε σε διάφορες δουλιές και υπηρέτησε στους πεζοναύτες. Σε ηλικία 30 χρόνων τον βρίσκουμε στο Παρίσι να σπουδάζει καλές τέχνες. Την πρώτη του ταινία («The Crocodile») τη γυρίζει σε ηλικία 33 χρόνων (1996). Τον επόμενο χρόνο γυρίζει τη δεύτερη («Αγρια Ζώα»). Η τρίτη του ταινία, «The Birdcage Inn», συμμετέχει σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ, Βερολίνου, Μόσχας, Κάρλοβι Βάρι κ.ά.
Τον επόμενο χρόνο με την ταινία «Το Νησί» (που θα παιχτεί και στους ελληνικούς κινηματογράφους), η διεθνής αναγνώριση συνεχίζεται και αναβαθμίζεται. Η ταινία παίρνει μέρος, ανάμεσα σε άλλα φεστιβάλ, και στο επίσημο πρόγραμμα του φεστιβάλ της Βενετίας, όπου βραβεύεται με το βραβείο Netrac.
Ακολουθεί το φιλμ «Real Fiction» (2000) και μετά «Ο Αγνωστος παραλήπτης» (2001), ο οποίος παίζεται και αυτός στη Βενετία και άλλα διεθνή φεστιβάλ. Την ίδια χρονιά ακολουθεί η ταινία «Bad Guy», που παίζεται αυτή τη βδομάδα στις ελληνικές αίθουσες. Ταινία με πολλές συμμετοχές σε διεθνή φεστιβάλ και βραβευμένη με κρατικό βραβείο καλύτερης ταινίας κ.ά.
Ακολουθεί το φιλμ «Coast Guard» (2002), με πολλές συμμετοχές σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ. Τον επόμενο χρόνο (2003) έρχεται η ταινία, «Ανοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας, ...και Ανοιξη». Ταινία που τον κάνει παγκόσμια γνωστό και παγκόσμια αποδεκτό.
Ακολουθεί το επίσης καλό φιλμ «Το Κορίτσι με το Αγγελικό Πρόσωπο» (παίχτηκε φέτος και στη χώρα μας). Και, ακόμα, μέσα στον ίδιο χρόνο (2004), το τελευταίο του έργο «Binjip», επίσημη συμμετοχή στο φεστιβάλ της Βενετίας του ίδιου χρόνου, βραβευμένο με βραβείο σκηνοθεσίας και βραβείο κριτικών.
Να και η τρέλα της εβδομάδας! Καθώς παρακολουθείς την ταινία, τη μια σου 'ρχεται να φωνάξεις και την άλλη να την πάρεις στα σοβαρά! Τέτοια αντίφαση πρώτη φορά είδα σε ταινία. Μια αντίφαση, που δεν είναι μόνο θεματολογική, αλλά και αφηγηματική. Τη μια στιγμή νιώθεις, ότι παρακολουθείς ένα καλοστημένο ντοκιμαντέρ και την άλλη μια κακοφτιαγμένη ταινία φιξιόν. Και αρκετές φορές μια ταινία της υπηρεσίας τουρισμού της Ιμπιζα! Τρέλα, σας λέω!
Η περίπτωση του Μπετόβεν που, παρότι κουφός, συνέθετε μουσική, έδωσε, φαίνεται, την ιδέα στους δημιουργούς της ταινίας, να ασχοληθούν με τη φανταστική ιστορία ενός disc jockey, ο οποίος κουφαίνεται! Κουφαίνεται, αλλά δεν παραδίδεται. Αναπτύσσοντας τις άλλες αισθήσεις του, και κυρίως την αίσθηση της αφής, εξακολουθεί να δημιουργεί από τους «παλμούς» της μουσικής, τους οποίους «συλλαμβάνει» με την αφή και την όραση. Παράλληλα, βέβαια, με το κυρίως θέμα, που είναι η κώφωση του dj, παρακολουθούμε την ηρωίνη να πετάγεται με το φτυάρι και να ρουφιέται με την κάνουλα. Παρακολουθούμε παρτούζες, μεθύσια, εμετούς, όλη τη «γλυκιά» ζωή των ανθρώπων της άλογης διασκέδασης. Παρακολουθούμε, επίσης, για να είμαστε δίκαιοι, και την επιστροφή του κεντρικού ήρωα στα «υγιή κοινωνικά άτομα», καθώς ο σακατεμένος dj γνωρίζει τον έρωτα και στη συνέχεια την ηρεμία που αυτός φέρνει!
Φαίνεται, πως όλη αυτή η ιστορία στήθηκε, για να ακουστούν μερικά μουσικά συγκροτήματα. Συγκροτήματα, που έχουνε πέραση στη νεολαία, η οποία ξοδεύει το χρόνο της και ξοδεύεται στα χορευτικά κλαμπ και τις disco. Γι' αυτό οι δημιουργοί έκαναν ό,τι μπορούσαν να κολακέψουν τους μελλοντικούς νεαρούς θεατές. Δεν τους χάλασαν κανένα χατίρι. Ο μπαξές έχει τα πάντα. Αστειάκια, γκομενοδουλιές, λίγο γυμνό, λίγες βρισιές, ναρκωτικά, «χαλάρωση», οχαδερφισμό! Και ήχο! Ο ήχος στην ταινία δίνει τα ρέστα του. Και αυτός είναι το ατού της!
Οπως και να 'χει, εμένα, πάντως, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η «αγελοποίηση» της συγκεκριμένης διασκέδασης. Μιας διασκέδασης, που φτάνει κοντά στον παροξυσμό. Από τον οποίο παροξυσμό πρέπει να αναζητηθούν κοινωνιολογικές εξηγήσεις. Δεν έχουμε να κάνουμε με «μαζική» διασκέδαση. Εχουμε να κάνουμε με μαζική θεραπεία!
Παίζουν: Πολ Κέι, Μπεατρίθ Μπατάρντα, Κέιτ Μακγκάουαν, Μάικ Γουίλμοτ.