Μπεκετική «ποίηση»
Η Ρένη Πιττακή - ηθοποιός πολύπειρη, με πνευματικότητα, με υπεραισθαντική υποκριτική ιδιοσυγκρασία, που ερευνά και νοιάζεται για τα υπόκρυφα και όχι τα επιφαινόμενα του βιωματικού, συναισθηματικού, συνειδησιακού, ασύνειδου, χαρακτηρολογικού και λεκτικού «κόσμου» του εκάστοτε προσώπου - ρόλου που καλείται να υποδυθεί - στα πλαίσια των φεστιβαλικών παραστάσεων στο «Σχολείον», πρόσφερε ένα πραγματικά σπουδαίο υποκριτικό ρεσιτάλ, ερμηνεύοντας τρία συντομότατα μπεκετικά έργα -«Λίκνισμα», «Οχι εγώ», «Πράξη χωρίς λόγια». Εργα άκρως ποιητικά, εύγλωττα και με τη λεκτική τους ελλειπτικότητα (τα δύο πρώτα) και με την παντομιμική σιωπή του το τρίτο, που υπηρετήθηκαν άψογα από όλους τους συντελεστές, τη μετάφραση - σκηνοθεσία (Ελπίδα Σκούφαλου), τα λιτά σκηνικά - κοστούμια (Μαγιού Τρικεριώτη), την εκφραστική κινησιολογία (Αγγελική Στελλάτου), τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς (Ελευθερία Ντεκώ), το βίντεο (Σουσέλου Αραβαντινού). Ο Μπέκετ ξεγύμνωνε τις λέξεις από όλα τα περιττά, επίπλαστα, ανούσια, κατά κοινωνική συνθήκη ψευδή, επιτηδευμένα λογοτεχνίζοντα ή πνευματώδη βάρη τους, ως «κωδίκων» του γλωσσικού συστήματος και τους ξανάδινε το πρωταρχικό, οικουμενικό, αιώνιο νόημά τους, αφήνοντάς τες να γεννούν άπειρους συνειρμούς, αναφορικά με τη ζωή και το θάνατο, τα κάθε είδους (κοινωνικά, οικογενειακά, ερωτικά) βιώματα, τις ανάγκες, τα όνειρα, τους εφιάλτες, τις μνήμες του ανθρώπου, τη μοναχικότητα της γέννησης και του θανάτου. Απλές, καθημερινές, σκόρπιες, φαινομενικά ασύνδετες, οι λέξεις του Μπέκετ μετεωρίζονται ανάμεσα στη συνείδηση και το υποσυνείδητο, στο νου και στην ψυχή του αποδέκτη τους και «φωτίζουν» τα «σκοτάδια» τους, διατυπώνοντας το ανομολόγητο και το άρρητο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Το έργο του Μαξίμ Γκόρκι «Οι βάρβαροι» (1905), σε διακριτικά εκσυγχρονιστική διασκευή και σε πολύ ενδιαφέρουσα, ατμοσφαιρική, ρεαλιστικής απλότητας, λιτά καλαίσθητης εικαστικής όψης(σκηνογραφικά - ενδυματολογικά), αρμόζουσα στο τσεχοφικής επιρροής και «κλίματος» έργο του Γκόρκι, σκηνοθεσία του Ερίκ Λακασκάντ, με αξιόλογες ερμηνείες 25 περίπου ηθοποιών, παρουσίασε στο Ηρώδειο το πρωτοεμφανιζόμενο στην Ελλάδα, Εθνικό Δραματικό Κέντρο Νορμανδίας. Αδυναμία της (τετράωρης) παράστασης ήταν η μόνιμη, μεγάλη, αφύσικης θεατρικά αργορυθμία της, με στόχο η σκηνική δράση να αναλογεί στους πραγματικούς, φυσικούς ρυθμούς της ζωής (κίνησης, σκέψης, λόγου, σιωπής, δράσης των ανθρώπων) και η «διάσπαση» των διαλόγων, λόγω της διασποράς των προσώπων του έργου, με μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, σε όλη την πολλών τετραγωνικών μέτρων σκηνή και το προσκήνιο του ρωμαϊκού θεάτρου (λάθος, από ρεαλιστική πρόθεση κι αυτό για να υποδηλωθούν οι εσωτερικοί, εξωτερικοί χώροι και το υπαίθριο περιβάλλον τους, και οι χρονικές αλλαγές του έργου), με αποτέλεσμα ο θεατής, στρέφοντας ασταμάτητα αριστερά - δεξιά κεφάλι και μάτια να βλέπει και να ακούει κάποια από τα διαλεγόμενα πρόσωπα, χάνοντας όμως άλλα. Ο Γκόρκι, μετά το «Βυθό», που αποκαλύπτει την περιθωριοποίηση των ασυνειδητοποίητων κοινωνικά εξαθλιωμένων προλεταρίων, το 1905, χρονιά της πρώτης, ανεπιτυχούς επανάστασης, γράφει δύο πολύ σημαντικά, ανυπόκριτης ιδεολογίας, πολιτικά έργα. Τους «Βαρβάρους» - αποκαλύπτοντας τα σκοτάδια, τα αδιέξοδα, την αρπακτικότητα, την υποκρισία, την ανηθικότητα της μικροαστικής τάξης, αλλά και την αλλοτρίωση από αυτήν της προβληματιζόμενης αλλά ιδεολογικά συγχυσμένης, δειλής, συμβιβασμένης διανόησης - και «Τα παιδιά του ήλιου», «προφητεύοντας» με αυτό το φωτεινό κοινωνικό όραμα της επερχόμενης προλεταριακής Οχτωβριανής Επανάστασης των ασυμβίβαστων μπολσεβίκων.