ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 6 Οχτώβρη 1996
Σελ. /48
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΖΗΤΙΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ
Η εξαθλίωση έχει το χέρι απλωμένο...

Οπου και να γυρίσεις το βλέμμα σου, τους βλέπεις μπροστά σου. Σε όποιο κεντρικό σημείο της πόλης κι αν περπατήσεις, σε όποιο μεταφορικό μέσο κι αν μπεις, απ' όποια δημόσια υπηρεσία κι αν βγεις, είναι δίπλα σου. Αλλοτε με απλωμένο χέρι, άλλοτε με κατεβασμένο κεφάλι, άλλοτε με χαμηλωμένο βλέμμα. Ο καθένας έχει τη δική του ιστορία και συνήθως δε διστάζει να την πει. Υπάρχουν φορές που είναι επίμονοι, μερικοί - ίσως - τους χαρακτηρίζουν και "ενοχλητικούς", άλλοι τους αποκαλούν "επαγγελματίες". Οπως και να έχει το πράγμα, όμως, ένα είναι το σίγουρο: Οι άνθρωποι που αυτή τη στιγμή αναγκάζονται ή επιλέγουν να ζητιανεύουν, κάθε μέρα που περνά, όλο και αυξάνονται. Και το βέβαιο είναι πως η αιτία είναι κάτι παραπάνω από ορατή. Ηταν ένα πρωινό του Μάη, στον ηλεκτρικό σταθμό του Πειραιά, όταν συνέβη κάτι που δύσκολα θα φύγει από το νου. Μια κυρία, γύρω στα 50, καθόταν σ' ένα από τα παγκάκια του σταθμού συνεσταλμένα. Κρατούσε στο χέρι ένα μικρό τσαντάκι, που αμήχανα το άνοιγε, κοιτούσε μέσα, το έκλεινε, το ξανάνοιγε και πάλι απ' την αρχή. Κοιτούσε τον κόσμο σαν χαμένη, σκουπίζοντας που και που μ' ένα μαντίλι τον ιδρώτα στο πρόσωπό της. Οταν περνούσαν από μπροστά της νεαρά κορίτσια ή κάποια γυναίκα "στα μέτρα της", ντροπαλά, πολύ ντροπαλά έλεγε: "Εχετε ένα κατοστάρικο; Να πάρω φαϊ για τα παιδιά μου"... Στο διπλανό παγκάκι μια άλλη κυρία σχολίαζε: "Τον τελευταίο μήνα κάθε Σάββατο πρωί έρχεται εδώ και... προσπαθεί να ζητιανέψει. Να μαζέψει λεφτά, να έχουν τα παιδιά της να φάνε τη βδομάδα που έρχεται. Βλέπεις ο άντρας της έμεινε άνεργος".

Κάτι τέτοιες στιγμές συνειδητοποιείς πως το θλιβερό φαινόμενο της ζητιανιάς δυστυχώς δεν περιορίζεται πλέον σ' αυτούς που το κάνουν κατ' επάγγελμα. Υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχουν οικογένειες που βρίσκονται ήδη ένα βήμα πριν "το χείλος του γκρεμού". Και η κατάσταση αυτή θα επιδεινώνεται όσο η ανάλγητη πολιτική της σκληρής λιτότητας οδηγεί τις οικονομικά εξασθενημένες κατηγορίες πολιτών στο περιθώριο. Οσο η ανεργία αυξάνεται, δεκάδες άνθρωποι θα απλώνουν το χέρι για ένα κομμάτι ψωμί, όσο οι συντάξεις θα παραμένουν συντάξεις πείνας δεκάδες ηλικιωμένοι θα οδηγούνται στα μονοπάτια της ζητιανιάς και οι ανάπηροι που δε θα μπορούν να επιβιώσουν με τα ψίχουλα του κρατικού επιδόματος θα "σέρνουν" το πρόβλημά τους στο "μετρό" της ελεημοσύνης. Τα παιδιά που καθαρίζουν τζάμια, που πωλούν χαρτομάντιλα, στυλό ή λουλούδια θα τα συναντούμε σε κάθε βήμα μας. Οσο η πολιτεία συνεχίζει να αντιμετωπίζει το τεράστιο - τρομακτικό πλέον - πρόβλημα των ναρκωτικών με τον τρόπο που το "αντιμετωπίζει" σήμερα, εκατοντάδες νέοι θα συνεχίσουν να περιφέρονται σαν φαντάσματα σε υπόγειους ηλεκτρικών σταθμών, μαζεύοντας δεκάρικο δεκάρικο το ποσό της δόσης. Οι "επαγγελματίες" ζητιάνοι ήδη αποτελούν ισχνή μειοψηφία, σε σχέση με τους "κατ' ανάγκη" ζητιάνους. Και το μέλλον δεν επιτρέπει ούτε εφησυχασμό, ούτε αισιοδοξία...

Τριάντα χρόνια ζητιανιά

Η κυρά Παναγιώτα είναι από τις πιο παλιές της "πιάτσας". Σχεδόν 30 χρόνια, κάθε πρωί, ξαπλώνει σε κάποιον από τους πιο κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, αφήνει τις πατερίτσες της στο πλάι και απλώνει το χέρι για να ζήσει. Ανάπηρη η κυρά Παναγιώτα - το δεξί της πόδι είναι κομμένο - με δυσκολία δέχεται να κάνει απολογισμό ζωής, μέσα σε ελάχιστα λεπτά. "Από 10 χρονών παιδάκι ζητιανεύω. Τι να σας πω; Τα 'χω ακούσει και τα 'χω δει όλα. Και μην νομίζετε ότι μας αρέσει ή μας βολεύει αυτό που κάνουμε. Απλά, δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά", λέει η κυρά Παναγιώτα.

Με δυσκολία αποσπάς έστω και μια κουβέντα από την "έμπειρη" ζητιάνα. "Τι να μιλήσουμε, παιδάκι μου; Το 'χουμε ξεχάσει κι αυτό", λέει βαριεστημένα. Της ζητάμε να μας πει, έστω, πώς ήταν τα πράγματα πριν τριάντα χρόνια. "Δεν υπήρχαν τότε τόσοι πολλοί ζητιάνοι. Φτώχεια υπήρχε, όμως. Απλά ντρεπόταν ο άλλος να βγει στο δρόμο και να ζητιανέψει. Και εγώ ντρεπόμουν, ακόμα ντρέπομαι", λέει. Ανύπαντρη η κυρά Παναγιώτα, χωρίς οικογένεια, ζει και συντηρείται από τα λεφτά, από τα κατοστάρικα, που της δίνουν οι περαστικοί. Η χούφτα της είναι γεμάτη από κέρματα, αλλά επίμονα αρνείται να δεχτεί πως καθημερινά βγάζει - όπως υποστηρίζουν πολλοί - ένα καλό μεροκάματο. "Δύο με τρεις χιλιάδες την ημέρα βγάζουμε. Ισα ίσα για το φαϊ και τις υποχρεώσεις μας και δε φτάνουν. Ούτε ο κόσμος έχει λεφτά πια, να δίνει και να σκορπάει, ούτε είμαστε λίγοι αυτοί που ζητιανεύουμε. Κάθε καινούριος που βγαίνει στο δρόμο για ζητιανιά, κόβει απ' όλους μας. Δεν το καταλαβαίνετε αυτό;", ήταν τα τελευταία της λόγια.

Η αξιοπρέπεια δεν πουλιέται...

Ο παππούς καθόταν σε μια γωνιά της οδού Αθηνάς, κρατώντας στα χέρια του σακουλάκια με λεβάντα. Χωρίς να φωνάζει, χωρίς να διαλαλεί την πραμάτεια του, κρατούσε το κεφάλι χαμηλά, αφού υπήρχε λόγος που τον "εμπόδιζε" να το γυρνά δεξιά και αριστερά: Ηταν τυφλός. Κάποια στιγμή μια βιαστική, μεσόκοπη κυρία έβγαλε καμιά πενηνταριά δραχμές, σε δεκάρικα και τάλιρα, από το πορτοφόλι της και του τα έβαλε στη χούφτα. Αμίλητος, ανέκφραστος και χωρίς να κουνηθεί ούτε εκατοστό από τη θέση του άφησε τα κέρματα να πέσουν χάμω. Μαζέψαμε τα δεκάρικα και τα τάλιρα και του τα δώσαμε. Τα πέταξε πάλι κάτω και περήφανα, αργά και δυνατά τόνισε τέσσερις λέξεις: "Δε ζητιανεύω, εγώ εργάζομαι"...

Κοντεύει τα 90 ο μπαρμπα - Γιώργης,αλλά ακόμα δεν έμαθε τι θα πει "ξεκούραση". Από 25 χρονών, εργάζεται ως μικροπωλητής για να ζήσει την οικογένεια, τα παιδιά του. Δύσκολα χρόνια τότε, το ίδιο δύσκολα και σήμερα. Μια σύνταξη απορίας - το μόνο έσοδο του 90χρονου - δε φτάνει, όπως λέει ο ίδιος, ούτε για ένα κιλό ψωμί την ημέρα. Γι' αυτό κάθε μέρα, στην ίδια γωνιά ο μπαρμπα - Γιώργης πουλάει τις λεβάντες του και συμπληρώνει το εισόδημά του. "Τα παιδιά μου, οι εγγόνες μού λένε συνέχεια: "Κάτσε βρε πατέρα λίγο, αρκετά δούλεψες, εμείς είμαστε εδώ". Αλλά αφού βλέπω, νιώθω πως και τα παιδιά μου δύσκολα τα φέρνουν βόλτα. Να τους γίνω εγώ βάρος;", λέει με την ίδια ηρεμία που χαρακτηρίζει κάθε κίνησή του, κάθε κουβέντα του.

Αξιόλογος συζητητής ο μπαρμπα - Γιώργης, σοφές και μετρημένες οι κουβέντες του. "Εχασα το φως μου πριν εφτά χρόνια. Γεράματα, βλέπεις. Αλλά τα μάτια της ψυχής μπορούν να διακρίνουν, βλέπουν καλύτερα από ποτέ. Από τη φωνή καταλαβαίνεις τον άλλον. Καταλαβαίνεις τον "αέρα" του, τις προθέσεις του. Δεν έχω παράπονο από τον κόσμο. Ποτέ κανείς δε με πείραξε", λέει. Αλλά ενοχλείται όταν τον υποτιμούν, όταν τον λυπούνται. "Το "κοστούμι" δεν έχει καμιά σημασία. Σήμερα το έχεις, αύριο το χάνεις. Πούλησα τα πάντα στη ζωή μου. Και κοστούμια, και γραβάτες, και φιστίκια, και εσώρουχα, και παιγνίδια. Τα πάντα. Την αξιοπρέπειά μου, όμως, δε θα την πουλήσω ποτέ", λέει το ίδιο ήρεμα, το ίδιο περήφανα...

"Παρέλυσε" και η εμπιστοσύνη του

Ηρθε στην πρωτεύουσα, με το όνειρο μιας καλύτερης ζωής, πριν από 20 χρόνια. Παιδί αμούστακο ακόμα - ήταν δεν ήταν 18 χρόνων - άφησε την ταπεινή ζωή του χωριού και τους γονείς του να περιμένουν από το μονάκριβο γιο τους προκοπή, πρόοδο και εγγόνια. Κανείς τότε δεν μπορούσε να φανταστεί πως αυτό το ταξίδι στο όνειρο, δε θα είχε επιστροφή...

Από πολύ νωρίς, σχεδόν αμέσως, ο 43χρονος σήμερα Χρήστος, επέλεξε - όπως ο ίδιος παραδέχεται - να πάρει "τον στραβό το δρόμο". "Οχι πως δεν πήγαινα στο μεροκάματο. Κάθε μέρα στην οικοδομή ήμουν. Αλλά ό,τι έβγαζα τα έτρωγα. Οι πειρασμοί της πρωτεύουσας πολλοί. Δεν έστειλα ποτέ ούτε ένα χιλιάρικο στους δικούς μου", λέει. Δε δείχνει, όμως, να μετανιώνει γι' αυτό. "Ηταν επιλογή μου", ξεκαθαρίζει αμέσως. Και πιστεύει πως όλα στη ζωή του θα ήταν διαφορετικά αν δεν υπήρχε εκείνο το μοιραίο βράδυ...

Λίγα μέτρα πιο κάτω από την πλατεία Ομόνοιας - εκεί όπου σήμερα ο Χρήστος απλώνει το ένα του χέρι, το "καλό", για ένα εικοσάρικο - πριν από έξι χρόνια συνέβη το μοιραίο. Ηταν περασμένα μεσάνυχτα όταν ένας ασυνείδητος οδηγός χτύπησε και στη συνέχεια εγκατέλειψε αβοήθητο στην Αγίου Κωνσταντίνου τον Χρήστο. Εκείνο το βράδυ ο Χρήστος έχασε το ένα του χέρι. "Εμεινα σακάτης, οι γονείς μου δεν υπήρχαν πια, δεν είχα κανέναν δικό μου άνθρωπο, για να σταθεί δίπλα μου, να με βοηθήσει. Οι "φίλοι" χάθηκαν αμέσως. Στην "άκρη" δεν υπήρχε φράγκο. Η προστασία, η βοήθεια από το κράτος ανύπαρκτη. Τι να έκανα; Είχα καμιά άλλη επιλογή;".

Ενας ατέλειωτος μονόλογος, που συνοδεύεται συνέχεια από την "επίδειξη" του παράλυτου χεριού. Σαν να μη μπορεί να το πιστέψει, κι ας έχουν περάσει έξι χρόνια. "Ποτέ δε θα το παραδεχτώ. Δε μου αρέσει να ζητιανεύω, πριν το ατύχημα ούτε δανεικά δε ζήτησα ποτέ", λέει και το μπλε του ματιού του φτάνει ίσια στην ψυχή σου. Ενα δεκάρικο είχε μέσα το κουτί της... ελεημοσύνης. "Δε δίνει λεφτά ο κόσμος;", έρχεται αυθόρμητα η ερώτηση. "Μωρέ λεφτά δίνει, σε άλλα πράγματα όμως είναι "τσιγκούνης"...", λέει και το βλέμμα του παγώνει, γίνεται ένα με το τυπικό του χαμόγελο. Οσο για τον ίδιο, ομολογεί πως πια "τσιγκουνεύεται" ένα πράγμα στη ζωή του: "Την εμπιστοσύνη. Για μένα αυτή η λέξη δεν υπάρχει"...

Ρεπορτάζ: Μπέρρυ ΤΣΟΥΓΚΡΑΝΗ

Φωτογραφίες: Χρήστος ΖΟΥΛΙΑΤΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ