ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 7 Φλεβάρη 1999
Σελ. /48
ΚΕΝΗ
ΣΠ

Το περιεχόμενο της Συνθήκης

Αλλά ας δούμε τι περιλαμβάνει η Συνθήκη που βρίσκεται στη Βουλή για επικύρωση

Το αντιδραστικό "Σύμφωνο Σταθερότητας"

Η με μεγαλύτερη ένταση συνέχιση της πορείας της ΟΝΕ, όπως την επεξεργάστηκαν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ήταν βασικό αντικείμενο στο Αμστερνταμ, αλλά ενισχύθηκε με το γερμανικής έμπνευσης "Σύμφωνο Σταθερότητας". Τι είναι όμως το "Σύμφωνο Σταθερότητας"; Είναι η ισόβια επιβολή τήρησης των διαβόητων "κριτηρίων σύγκλισης", που προμηνύει ακόμη πιο βαριά δεσμά για τους λαούς των κρατών - μελών της ΕΕ. Τα "κριτήρια σύγκλισης" δεν είναι τυχαία επιλογή των εμπνευστών της ΟΝΕ. Είναι τα κλειδιά, οι αναγκαίοι μοχλοί για την επιβολή σκληρής αντεργατικής αντιλαϊκής πολιτικής. Αυτά καθορίζουν την πορεία και το περιεχόμενο της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων παραγωγικών μονάδων στρατηγικής σημασίας, άλλων τομέων του δημοσίου, επιβάλλουν τις αντιδραστικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, την κατάργηση ουσιαστικά της κοινωνικής ασφάλισης, την ιδιωτικοποίηση της υγείας και της εκπαίδευσης, την αποδιάρθρωση του δημόσιου συστήματος πρόνοιας, αντιδραστικές αλλαγές στις λειτουργίες του κράτους κλπ. Είναι λοιπόν εργαλεία που εντείνουν την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, των άλλων λαϊκών στρωμάτων, για πλουτισμό των κεφαλαιοκρατών και της ελληνικής ολιγαρχίας. Είναι μέθοδοι έντασης της εκμετάλλευσης της μοναδικής πηγής των κερδών, που θεωρείται και ο βασικός δείκτης ανάπτυξης του καπιταλισμού. Με το "Σύμφωνο Σταθερότητας", οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών, αφ' ενός θέλουν να διασφαλίσουν τα κεκτημένα των ισχυρών μονοπωλίων από τη μέχρι τώρα πορεία της ΟΝΕ και αφ' ετέρου να σιγουρέψουν την απρόσκοπτη πορεία της ίδιας πολιτικής χωρίς όρια και τέρμα. Συμφώνησαν ότι δε θα επιτρέψουν καμιά παραβίαση των διαβόητων "κριτηρίων σύγκλισης". Αυτό επίσης με τη σειρά του σημαίνει ότι θα συνεχίσει να ακολουθείται με μεγαλύτερη ένταση η ίδια αντιλαϊκή πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα.

Η εργατική τάξη, ο λαός δεν μπορεί να συμφωνήσει να αποδεχτεί ως κριτήριο ανάπτυξης τα καπιταλιστικά κέρδη και την ανεξέλεγκτη δράση του κεφαλαίου. Ανάπτυξη για το λαό σημαίνει να είναι ο ίδιος ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής, να ανήκει σ' αυτόν ο πλούτος τον οποίο παράγει, να τον διαχειρίζεται προς όφελος ολόκληρης της κοινωνίας, για την ολοένα και πιο αποφασιστική ικανοποίηση των ανθρώπινων, υλικών και πνευματικών, αναγκών. Γι' αυτό όχι μόνο δεν έχει κανένα λόγο να ενδιαφέρεται για τους στόχους της "σύγκλισης", αλλά, ίσα ίσα, το συμφέρον απαιτεί να τους αντιπαλεύει, να αγωνίζεται ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική, ώσπου να την ανατρέψει, μαζί με τις αιτίες που τη γεννούν και την αναπαράγουν. Μόνο τότε μπορεί να 'ναι σίγουρος ότι παλεύει για τα πραγματικά δικά του συμφέροντα.

Η περιβόητη "Ατζέντα"

Η Συνθήκη του Αμστερνταμ περιλαμβάνει την "Ατζέντα 2000", το ουσιαστικό μέρος της οποίας έχει σχέση με τη διεύρυνση της ΕΕ και τις αναγκαίες γι' αυτήν διαδικασίες, άρα και την πολιτική που απαιτείται για την πορεία της διεύρυνσης. Γιατί όμως διεύρυνση και μάλιστα με πρώην σοσιαλιστικά κράτη; Το ευρωπαϊκό μονοπωλιακό κεφάλαιο προσδοκά να εκμεταλλευτεί τις πλουτοπαραγωγικές πηγές, το εργατικό τους δυναμικό, που είναι αρκετά ικανό, επιστημονικά καταρτισμένο, ειδικευμένο και φτηνό, ώστε αφ' ενός να αυξάνονται τα κέρδη του, αφ' ετέρου να διεκδικεί στη διεθνή αγορά μεγαλύτερο κομμάτι, λόγω μεγαλύτερης δύναμης. Ετσι θα μπορεί να αντεπεξέρχεται πιο αποτελεσματικά στο διεθνή ανταγωνισμό με τα άλλα δύο ιμπεριαλιστικά κέντρα, ΗΠΑ και Ιαπωνία. Η διεύρυνση δεν αποτελεί μόνο ληστρική επίθεση κατά των εργαζομένων και των λαών των υποψήφιων χωρών, αλλά θα 'χει αρνητικές επιπτώσεις στην εργατική τάξη της Ελλάδας και των φτωχών στρωμάτων της πόλης και του χωριού. Αφού η ένταση του ανταγωνισμού θα σημαίνει για τον ελληνικό λαό αυξημένη εκμετάλλευση, περισσότερη ανεργία, ακόμη λιγότερα δικαιώματα.

Με την "Ατζέντα 2000" συντελούνται σημαντικές αλλαγές στη συγκέντρωση και στη διανομή των κοινοτικών πόρων. Η Γερμανία ζητά να μειωθεί η συμμετοχή της στα βάρη του προϋπολογισμού της ΕΕ. Ταυτόχρονα, με τη διεύρυνση τα κράτη - μέλη θα αυξηθούν από 15 σε 25, πράγμα που σημαίνει ότι θα υπάρξει μείωση στους διάφορους κοινοτικούς πόρους προς τα κράτη - μέλη. Για την Ελλάδα αυτό θα έχει αρνητικές επιπτώσεις, αφού μόνο στον τομέα των αγροτικών επιδοτήσεων θα υπάρξει ζημιά περίπου ενός τρισεκατομμυρίου δραχμών για το διάστημα 2000 - 2006. Βεβαίως αυτή είναι η μια πλευρά του ζητήματος, που ενδεχομένως να δυσκολεύει την προπαγανδιστική προσπάθεια των θιασωτών της ΕΕ να πείσουν για τη μεγαλύτερη ωφελιμότητα των χρηματοδοτήσεων. Αυτό θα οδηγεί στη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, αφού θα μειωθούν οι χρηματοδοτήσεις, με συνέπεια την ακόμη μεγαλύτερη ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και των μικρομεσαίων αγροτών. Ιδιαίτερα μετά την προοπτική που χαράσσουν με τη λεγόμενη μερική επανεθνικοποίηση, δηλαδή τη δυνατότητα απόδοσης από τους κρατικούς προϋπολογισμούς ενός μέρους των αγροτικών επιδοτήσεων, θα φορτωθεί ο λαός και αυτό το βάρος. Με τη διεύρυνση θα ενταθεί συνολικά η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, γιατί με την ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων (θα διατεθούν σημαντικά κεφάλαια στα νέα υπό ένταξη κράτη), τα μονοπώλια επενδύουν εκεί που αποκομίζουν μεγαλύτερα κέρδη, ή όπου υπάρχουν στρατηγικοί τομείς της οικονομίας προς εκμετάλλευση (πρώτες ύλες, ενέργεια κτλ.). Ολα αυτά σημαίνουν ότι οι ελπίδες που σπέρνουν οι ηγέτες της ΕΕ για επενδύσεις, αντιμετώπιση της ανεργίας και ανάπτυξη είναι απάτη. Αυτό που θα συμβεί είναι το εντελώς αντίθετο. Η ανεργία στα κράτη - μέλη θα μεγαλώνει, θα αντιμετωπίζεται με το μοίρασμα των θέσεων εργασίας και τη μερική απασχόληση, θα πέφτει η τιμή της εργατικής δύναμης, θα περικόπτονται ολοένα και περισσότερα δικαιώματα των εργαζομένων, θα εξαπλώνεται η φτώχεια σε μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού. Στην αγροτική οικονομία, επίσης, λόγω διεθνούς ανταγωνισμού, αλλά και λόγω στήριξης της βιομηχανίας τροφίμων σε βάρος των καλλιεργειών, θα ενταθεί η μείωση της ποσόστωσης στην παραγωγή προϊόντων, θα ενταθούν τα πρόστιμα συνυπευθυνότητας, θα κοπούν οι επιδοτήσεις στις τιμές, στις εξαγωγές και θα αναγκάσουν τους μικρομεσαίους αγρότες να εγκαταλείψουν τη γη τους, αυξάνοντας τη στρατιά των ανέργων.

Ενίσχυση της δικτατορίας των μονοπωλίων

Η ενσωμάτωση της Συμφωνίας Σένγκεν στη Συνθήκη του Αμστερνταμ είναι ένα από τα πιο αντιδραστικά βήματα στην πορεία της ΕΕ. Η συγκρότηση ενός γιγάντιου μηχανισμού παρακολούθησης, καταγραφής, φακελώματος των εργαζομένων των κρατών - μελών της ΕΕ αποτελεί σημαντικό και συστατικό στοιχείο ενίσχυσης των κρατικών και διακρατικών οργάνων καταστολής, απαραίτητο για τη λειτουργία και δράση της "δικτατορίας" των τραπεζιτών και των μονοπωλίων για τη χειραγώγηση και την υποταγή κάθε αντίθετης φωνής. Είναι το σύγχρονο ηλεκτρονικό φακέλωμα που θα περιέχει όλα τα στοιχεία, από τα στοιχεία ταυτότητας, τις ιδεολογικοπολιτικές πεποιθήσεις, τη συνδικαλιστική και κοινωνική δραστηριότητα, μέχρι την κατάσταση της υγείας κάθε εργαζόμενου και κυρίως των επικίνδυνων για το σύστημα. Σε συνδυασμό με την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων και του ρόλου της Ευρωαστυνομίας (EUROPOL), επιδιώκουν να προασπίσουν τη "δημόσια ασφάλεια της χώρας" και την "ασφάλεια" της ΕΕ από τον εχθρό λαό, δηλαδή την εργατική τάξη, που αγωνίζεται για τα συμφέροντά της, τους άνεργους, που αντιδρούν στην πολιτική τους, τη νεολαία, όλους όσοι αντιστέκονται στις επιλογές τους. Θέλουν να διασφαλίσουν την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων και εμπορευμάτων τους.

  • Στο Αμστερνταμ συζήτησαν για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική - Πολιτική Αμυνας (ΚΕΠΠΑ), που αποτελεί ένα ακόμα χαρακτηριστικό στοιχείο της Συνθήκης. Εγινε η πρώτη προσπάθεια για τη διαμόρφωση Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Αμυνας, με την προοπτική η Δυτικοευρωπαϊκή Ενωση (ΔΕΕ), να αποτελέσει τον αμυντικό στρατιωτικό οργανισμό της ΕΕ (τα μονοπωλιακά συμφέροντα έχουν ανάγκη από επιθετικό επεμβατικό μηχανισμό προστασίας τους σ' άλλα κράτη, άρα τέτοιος θα 'ναι), αλλά προκύπτουν αντιθέσεις, λόγω ΝΑΤΟ. Μια μερίδα των ισχυρών ιμπεριαλιστών δε θέλουν διαφορετικό στρατιωτικό οργανισμό έξω ή και σε αντίθεση με το ΝΑΤΟ. Η προοπτική χάραξης "κοινής" εξωτερικής πολιτικής φαίνεται ότι θα στηριχτεί στις κυρίαρχες γεωπολιτικές στρατηγικές επιλογές του γερμανο - γαλλικού άξονα, αν και αυτός ο άξονας υπάρχει μέσα σε συμβιβασμούς και ανταγωνισμούς. Στην περίπτωση αυτή χώρες όπως η Ελλάδα υποχρεώνονται να συμμετέχουν (ή τουλάχιστον να μην έχουν δικαίωμα να εμποδίσουν) στην υλοποίηση μιας πολιτικής που μπορεί να στρέφεται κατά των εθνικών κυριαρχικών τους δικαιωμάτων και συμφερόντων. Στην ουσία, καταργείται το δικαίωμα του "βέτο", καθιερώνεται η αρχή της πλειοψηφίας στις Συνόδους Κορυφής. Ετσι, με απλή απόφαση του Συμβουλίου θα υπάρχει δυνατότητα επιχειρησιακής, δηλαδή στρατιωτικής, δράσης της Ε. Ενωσης. Με βάση λοιπόν τις συνθήκες στην ΕΕ αλλά και στο ΝΑΤΟ, τα εθνικά σύνορα των κρατών, επομένως και της Ελλάδας, θα τα διαχειρίζονται άλλοι, άρα απεμπολούνται κυριαρχικά δικαιώματα.

Η Συνθήκη του Αμστερνταμ, λοιπόν, επιχειρεί να προσφέρει μια πολιτική θωράκιση στο οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μια θωράκιση κυρίως απέναντι στον "εσωτερικό εχθρό", τους λαούς, τους εργαζόμενους και τα κινήματά τους.

Ενας "δαιδαλώδης" μηχανισμός

Η δομή της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) σαν οργανισμός, είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη. Ενας μεγάλος αριθμός συμβουλίων, επιτροπών, οργανισμών, υπηρεσιών δημιουργούν έναν "δαιδαλώδη" μηχανισμό, που όμως έχει σαφέστατους στόχους και συγκεκριμένη κατεύθυνση, την ταχύτερη σχετικά και αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων.

Αν μελετήσει κανείς τη δομή της ΕΕ, μπορεί να διαπιστώσει ότι το όλο οικοδόμημα κτίζεται με μεθοδικό τρόπο και με συγκεκριμένο σκοπό. Την όσο γίνεται πιο αποτελεσματική λειτουργία αυτού του οργανισμού, προκειμένου να εφαρμόζονται κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις σε διακρατικό επίπεδο, προς όφελος του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Μια τέτοια ιμπεριαλιστική ένωση πρέπει να διαθέτει τα αναγκαία θεσμικά όργανα και μηχανισμούς, προκειμένου να επιβάλει τη θέληση των καπιταλιστών στους λαούς των κρατών - μελών, σύμφωνα και με τις Συνθήκες που συγκροτούν το συγκεκριμένο οικοδόμημα. Σύμφωνα λοιπόν με τα "αρχιτεκτονικά" σχέδια που άρχισαν από τη Συνθήκη της Ρώμης και ολοκληρώθηκαν στη Συνθήκη του Αμστερνταμ, η Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως και κάθε κράτος, διαθέτει όργανα που, με βάση τις διακρατικές συμφωνίες στα πλαίσια της Ενωσης, φροντίζουν το καθένα να ασκούν τα θεσμικά τους καθήκοντα σε συμφωνία με τη χρηματιστική ολιγαρχία των κρατών - μελών και προς όφελός της. Ετσι υπάρχει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τα Συμβούλια Υπουργών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν), το Ευρωκοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με αρμοδιότητα στο νομισματικό και πιστωτικό τομέα, δημιουργήθηκε για την πιο αποτελεσματική δράση των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου στα πλαίσια της ΕΕ. Αν και τυπικά εμφανίζεται με ανεξέλεγκτη δράση, και μόνο η διαμάχη ανάμεσα στη γερμανική και τη γαλλική κυβέρνηση για το διορισμό του προέδρου της δείχνει ότι δεν είναι έτσι ακριβώς, οι κυβερνήσεις των ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών ενδιαφέρονται για τον έλεγχο και κατεύθυνση στη δράση της. Πρόσφατα επίσης εκφράστηκαν απόψεις από τη γερμανική πλευρά ότι χρειάζεται να ξαναδούν στα πλαίσια της πολιτικής της ΕΕ τη σχέση τράπεζας -πολυεθνικών και κυβερνήσεων. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει ολοένα και πιο διευρυνόμενες αρμοδιότητες, ενώ το Ευρωκοινοβούλιο, με γνωμοδοτικό ρόλο, παραμένει χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες. Κατά τη διαμόρφωση της Συνθήκης του Αμστερνταμ επιχειρείται να προωθηθούν τα σχέδια για τη δημιουργία ενός στρατού και μιας αστυνομίας. Για το ρόλο του στρατού προορίζεται η Δυτικοευρωπαϊκή Ενωση, αλλά δεν κατέληξαν, για το ρόλο της αστυνομίας θεσμοθετήθηκε η Ευρωπόλ. Ορισμένες από τις αρμοδιότητες των εθνικών κρατικών οργάνων παραχωρούνται στα κοινοτικά όργανα, αλλά αυτό καθόλου δε σημαίνει αποδυνάμωση του κάθε κράτους και της δράσης των θεσμών σε κάθε κράτος.

* * *

Πιο συγκεκριμένα:

ΤοΣυμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Συγκροτείται από τους ηγέτες των κρατών - μελών, συνεδριάζει τακτικά κάθε έξι μήνες, αλλά και πολλές φορές εκτάκτως. Χαράζει τις γενικές πολιτικές κατευθύνσεις της Ενωσης και αποφασίζει για όλες τις πτυχές αυτών των πολιτικών.

Το Συμβούλιο Υπουργών. Αποτελείται από τους υπουργούς του κάθε κράτους - μέλους. Η σύνθεσή του μεταβάλλεται ανάλογα με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης (Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας, Οικονομίας, Εξωτερικών κ. ο. κ.), χαράζουν κατευθύνσεις στους δικούς τους τομείς, που επίσης εφαρμόζονται με ανάλογη πολιτική που ασκείται από τα κράτη - μέλη.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.Αποτελείται από επιτρόπους που προέρχονται από όλα τα κράτη - μέλη. Ο πρόεδρός της ορίζεται από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αποφασίζει για τις κατευθύνσεις σε διάφορους τομείς, τις οποίες εφαρμόζουν τα κράτη - μέλη, προσαρμόζοντας την πολιτική τους σ' αυτές, και είναι υπό την εποπτεία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο.Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποτελείται από δεκατρείς δικαστές και έξι εισαγγελείς. Το 1989 δημιουργήθηκε και ένα Πρωτοδικείο αποτελούμενο από δώδεκα δικαστές.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο.Ολες οι χρηματικές δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Ενωσης ελέγχονται από το Ελεγκτικό Συνέδριο το οποίο αποτελείται από δώδεκα μέλη, που ορίζονται ομόφωνα από το Συμβούλιο.

Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και η Συμβουλευτική Επιτροπή ΕΚΑΧ. Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, με γνωμοδοτικό κυρίως χαρακτήρα, συγκροτείται από μέλη που εκπροσωπούν τους εργοδότες, τους εργαζόμενους και πολλές άλλες ομάδες, όπως γεωργούς ή καταναλωτές.

Η Επιτροπή των Περιφερειών. Η Επιτροπή αυτή δημιουργήθηκε πρόσφατα από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τα μέλη της εκπροσωπούν τις τοπικές και περιφερειακές αρχές.

Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Εχει έδρα το Λουξεμβούργο, χρησιμοποιεί τις χρηματοοικονομικές αγορές για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων, εντός και εκτός της ΕΕ.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναφερθήκαμε ήδη πιο πάνω.

Ποιος με ποιον;

Πρόκειται λοιπόν για μια νέα ποιοτική αλλαγή, παραπέρα ανάπτυξης της στρατηγικής του ευρωπαϊκού μονοπωλιακού κεφαλαίου, στον ανταγωνισμό του με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα (ΗΠΑ - Ιαπωνία). Οι συνέπειες στους εργαζόμενους θα είναι βαριές. Με τη Συνθήκη του Αμστερνταμ ενισχύεται η ασύδοτη δράση των πολυεθνικών και η σύγχρονη δικτατορία του κεφαλαίου, με νέους πιο ισχυρούς κατασταλτικούς μηχανισμούς και θεσμούς, για να τσακίσουν το λαϊκό κίνημα, κάθε μορφή αντίστασης και αμφισβήτησης τους.

Οκτώ χρόνια πλέον έχουν περάσει από την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ και ενάμισι από την υπογραφή της Συνθήκης του Αμστερνταμ. Στο διάστημα αυτό, οι εξελίξεις απέδειξαν τον ταξικό χαρακτήρα αυτού του οικοδομήματος της ΕΕ. Διαλύονται, παράλληλα, και οι μεσοβέζικες θεωρίες, πως δήθεν είναι δυνατόν να αλλάξει "από τα μέσα" ο χαρακτήρας της, πως δήθεν είναι απλώς θέμα συσχετισμών δυνάμεων για το αν αυτή η Ενωση θα είναι των πολυεθνικών ή μπορεί να γίνει "των λαών". Απόδειξη γι' αυτό, η καθημερινή πολιτική παρουσία και δράση των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα. ΠΑΣΟΚ, Νέα Δημοκρατία, αλλά και ο ΣΥΝ μετά βίας μπορούν να ξεχωρίσουν μεταξύ τους σ' αυτήν την πορεία προς την ΟΝΕ. Ακόμα και όταν καταφέρνουν να ξεχωρίσουν, οι διαφορές τους αφορούν σε δευτερεύοντα ζητήματα, σε θέματα διαχείρισης. Το ΔΗΚΚΙ, παρά την οξύτατη κριτική που ασκεί, είναι προσηλωμένο στην ουτοπία της πραγματικής σύγκλισης(!) και προβάλλει την ιδέα πρώτα πολιτική ενοποίηση και μετά οικονομική. Σ' αυτή τη διαδρομή, λοιπόν, ξεκαθάρισε και το πολιτικό τοπίο. Η κύρια διαχωριστική γραμμή που διαπερνά το πολιτικό σύστημα της χώρας είναι η συμφωνία με την ενοποίηση, με την ΟΝΕ ή όχι. Μέση λύση δεν μπορεί να υπάρξει. Αυτή η διαχωριστική γραμμή φέρνει το ΚΚΕ σαν το κόμμα που υποστηρίζει σταθερά και αποφασιστικά ότι απαιτείται ο αγώνας, ένα ισχυρό λαϊκό μέτωπο πάλης, για την αντιμετώπιση των συνεπειών από αυτή την πολιτική, για την αποτροπή των νέων ακόμη πιο σκληρών αντιλαϊκών μέτρων, αλλά και για την αποδέσμευση από την ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα που ακούει στο όνομα "Ευρωπαϊκή Ενωση", την τελική ανατροπή της πολιτικής και της εξουσίας των πολυεθνικών και την εγκαθίδρυση μιας πραγματικής και γνήσιας λαϊκής εξουσίας. Οι κινητοποιήσεις και η δράση των χιλιάδων εργατοϋπαλλήλων, μαθητών και αγροτών στην Ελλάδα, αποτελούν μηνύματα ελπίδας για εξελίξεις σε όφελος των δικών τους συμφερόντων.

Αυτό που θεωρείται αναπόφευκτο, νομοτελειακό, "εθνικός στόχος" για το μεγάλο κεφάλαιο και ρεαλιστικό γι' αυτούς που το υπηρετούν, δεν είναι αναπόφευκτο, ούτε εθνικός στόχος, πολύ περισσότερο δεν είναι υποχρεωτικό για τον ελληνικό λαό. Το αίτημα λοιπόν του ΚΚΕ για δημοψήφισμα, το οποίο και δεν αποδέχτηκαν, και η πραγματοποίηση του, εντάσσονταν στη γενικότερη πάλη του λαού κατά των επιλογών και των δεσμεύσεων της ΕΕ. Είναι ευκαιρία ο ελληνικός λαός και στις εκλογές του Ιούνη να καταδικάσει όσο γίνεται πιο μαζικά και αποφασιστικά την κυβέρνηση και τα κόμματα που λένε "ναι" ή σφυρίζουν τάχατες αδιάφορα με "λευκό" ή "παρών" σε αντιδραστικές Συνθήκες που αλυσοδένουν ακόμα περισσότερο και βαθύτερα το λαό και τη χώρα στα ιμπεριαλιστικά δεσμά.

Η Βουλή λοιπόν θα επικυρώσει, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, και αυτή τη συνθήκη. Το μόνο σίγουρο στο αποτέλεσμα είναι η αντίθεση και η καταψήφισή της από το ΚΚΕ. Η εργατική τάξη, οι μικρομεσαίοι αγρότες, οι ΕΒΕ, η νεολαία, οι καταπιεσμένες γυναίκες από τα φτωχά λαϊκά στρώματα, δεν έχουν άλλο δρόμο επιλογής από την ανάπτυξη της πάλης τους, από τη συσπείρωσή τους γύρω από την πολιτική που για την υπεράσπιση των δικών τους συμφερόντων, εναντιώνεται ως τη ρήξη με τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, άρα και την ΕΕ. Μέσα από το δικό τους λαϊκό μέτωπο πάλης, τη μόνη εγγύηση ότι θα ανοίξει το δρόμο για να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους.

Σ.

Γιατί αρνήθηκαν την ενημέρωση;

Το περιεχόμενο της ίδιας της Συνθήκης του Αμστερνταμ, είναι άγνωστο στον ελληνικό λαό. Η διαδικασία επικύρωσής της επαναλαμβάνει το προηγούμενο της επικύρωσης της Συνθήκης του Μάαστριχτ, και ας προπαγανδίζει η κυβέρνηση ότι τηρούνται όλες οι δημοκρατικές διαδικασίες. Είναι σημαντικό το ζήτημα αυτό όχι μόνο της ενημέρωσης, αλλά, μέσω αυτής, η πολιτική τοποθέτηση και αντιπαράθεση για το ουσιαστικό ζήτημα, το τι δηλαδή επιδιώκεται με τη Συνθήκη, και να αποφασίσει άμεσα ο λαός και όχι έμμεσα δι' αντιπροσώπων. Αν τόσο πολύ κυβέρνηση και τ' άλλα κόμματα που δε συμφωνούν με το δημοψήφισμα, πιστεύουν πραγματικά ότι για το συγκεκριμένο ζήτημα ο πολιτικός συσχετισμός, μέσα στο λαό, που εκφράστηκε στις εκλογές του 1996 είναι αυτός που εκφράζει η Βουλή, τότε γιατί δε δοκιμάζουν; Αν πιστεύουν ότι ο λαός στη συντριπτική του πλειοψηφία συμφωνεί με τις Συνθήκες και την πολιτική υλοποίησής τους, τι φοβούνται; Γιατί χαρακτηρίστηκε "οχλοκρατία" το δημοψήφισμα; Είναι σκόπιμη η ταχτική τόσο της μη ενημέρωσης για το περιεχόμενο της Συνθήκης, όσο και το κλείσιμο της επικύρωσης στους τέσσερις τοίχους της Βουλής. Οι τραγικές συνέπειες στα εργασιακά, ασφαλιστικά, άλλα κοινωνικά δικαιώματα του λαού, στις ατομικές του ελευθερίες, αλλά και στην απεμπόληση βασικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, αποκαλύπτουν και την αντιδραστικότητα της συνθήκης, της πολιτικής που απορρέει από την εφαρμογή της, αλλά και τα ταξικά του κεφαλαίου συμφέροντα που εξυπηρετεί και τους αίτιους των δεινών των λαών που δεν είναι άλλοι από τα πολιτικά κόμματα διαχειριστές του συστήματος.

Τι αναθεωρήθηκε

Οπως προαναφέραμε η Συνθήκη του Αμστερνταμ προέκυψε από την αναθεώρηση σε ακόμη πιο αντιδραστική κατεύθυνση της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Είναι επίσης γεγονός ότι η επιλογή της συνένωσης των προσπαθειών καπιταλιστικών κρατών για την πορεία ενοποίησης, απαντά στην αντικειμενική πορεία της διεθνοποίησης, αλλά και στην τάση ενίσχυσης μέσω διακρατικών κρατικομονοπωλιακών ρυθμίσεων της συσσώρευσης του κεφαλαίου, της δυνατότητας να αντεπεξέρχεται στον οξύτατο διεθνή μονοπωλιακό ανταγωνισμό και στην όσο γίνεται παρέμβαση για αντιμετώπιση κρισιακών φαινομένων και της ίδιας της κρίσης. Η αναθεώρηση, είχε σαν αφετηρία το σχεδιασμό της πορείας της πολιτικής ενοποίησης, η οποία σαν στόχος είναι διατυπωμένος ακόμη από τη Συνθήκη της Ρώμης το 1957 και επαναδιατυπώθηκε στη συνθήκη του Μάαστριχτ. Παρ' όλ' αυτά η ίδια η ζωή υποχρέωσε σε αλλαγές ως προς το περιεχόμενο της αναθεώρησης, γεγονός που αποκαλύπτει δυο πράγματα. Η πολιτική ενοποίηση δεν είναι πραγματοποιήσιμη, τουλάχιστον όπως τη σχεδίαζαν και στο χρόνο που προβλέπονταν και ότι δεν έχουν κανένα πρόβλημα στην αλλαγή, δηλαδή στη συνεχή αναθεώρηση, άρα σε παρεμβάσεις ταχτικής, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η στρατηγική της Συνθήκης Μάαστριχτ που καρδιά της είναι οι τέσσερις ελευθερίες, (της κίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων υπηρεσιών και προσώπων). Ουσιαστικά και στο Αμστερνταμ συζήτησαν την αναγκαία και ικανή πολιτική για τη διασφάλιση των διαβόητων "κριτηρίων σύγκλισης", αλλά και τη συνέχεια της πορείας μετά την έναρξη και ολοκλήρωση του τρίτου σταδίου της ΟΝΕ, με την καθιέρωση του ΕΥΡΩ και τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Επίσης, συζήτησαν τη διεύρυνση της ΕΕ με την ένταξη άλλων κρατών, κυρίως πρώην σοσιαλιστικών από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, ενσωμάτωσαν στη συνθήκη τη Συμφωνία Σένγκεν και συζήτησαν το πώς θα προωθήσουν την κοινή εξωτερική πολιτική, την πολιτική ασφάλειας αλλά και ζητήματα άμυνας της ΕΕ. Ουσιαστικά, όμως, την πορεία της πολιτικής ενοποίησης τη συζήτησαν ελάχιστα και για την ώρα μάλλον την άφησαν στα αζήτητα, λόγω αγεφύρωτων ενδομονοπωλιακών αντιθέσεων και ανταγωνισμών στους κόλπους της ΕΕ. Η ουσία, λοιπόν, είναι η πολιτική που θα εφαρμόζουν τα κράτη-μέλη και οι ανάλογες κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις σε κρατικό και διακρατικό επίπεδο.

ΣΥΝΘΗΚΗ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ
Στην κλίνη του Προκρούστη εκ προμελέτης τα λαϊκά δικαιώματα

Η Συνθήκη του Αμστερνταμ βρίσκεται στη διαδικασία επικύρωσης από τη Βουλή. Ηδη ολοκληρώθηκε η συζήτηση στην αρμόδια επιτροπή, ενώ την Τρίτη ξεκινά στην Ολομέλεια η διαδικασία συζήτησης για την επικύρωσή της. Είναι γεγονός ότι η συγκεκριμένη Συνθήκη προέκυψε από την αναθεώρηση της Συνθήκης του Μάαστριχτ και ήταν προβλεπόμενη από την ίδια αυτή τη Συνθήκη. Αλλωστε η προοπτική που είχαν χαράξει τα ισχυρά μονοπώλια, τα οποία και οδηγούν την κούρσα της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ενοποίησης, περιλάμβανε τρία στάδια για την ΟΝΕ και το στόχο της πολιτικής ενοποίησης του αντιδραστικού καπιταλιστικού ευρωπαϊκού οικοδομήματος της ΕΕ, ανεξάρτητα από το αν οι σχεδιασμοί επί χάρτου όλης της πορείας, προσκρούουν στους αντικειμενικούς νόμους εξέλιξης του καπιταλισμού (ανισόμετρη ανάπτυξη, ενδομονοπωλιακοί ανταγωνισμοί), άρα είναι αμφίβολο (εκφράζεται αυτό και από τους ίδιους τους ιθύνοντες) αν θα προχωρήσει όπως σχεδιάστηκε. Αυτή είναι μία από τις μεγάλες αβεβαιότητές τους, ανεξάρτητα αν για την εργατική τάξη και το λαό, όπως και τους λαούς των άλλων κρατών - μελών της ΕΕ, άλλα είναι τα ζητούμενα και οι ανησυχίες τους. Η εμπειρία τους από την προώθηση της πολιτικής που υπηρετεί τις Συνθήκες, καταστρατηγεί δικαιώματα, αντιστρατεύεται τα συμφέροντά τους και γενικά τους "κάνει το βίο αβίωτο". Εχει ιδιαίτερη σημασία η προσέγγιση όλης αυτής της πορείας, από τη σκοπιά ποιων ταξικών συμφερόντων γίνεται, γιατί ένα στοιχείο της προπαγάνδας των θιασωτών της ΕΕ, είναι η προβολή της ψευδεπίγραφης λογικής ότι ωφελείται συνολικά η κοινωνία, δηλαδή και οι επιχειρηματίες και η εργατική τάξη και όλα τα άλλα λαϊκά στρώματα.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ