ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 22 Απρίλη 2007
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΓΑΛΛΙΚΕΣ ΠΡΟΕΔΡΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ
Γρίφος για το αποτέλεσμα

Στις κάλπες προσέρχονται, σήμερα, οι Γάλλοι για την ανάδειξη του νέου ενοίκου των Ηλυσίων Πεδίων. Η αναμέτρηση χαρακτηρίζεται «κρισιμότατη» και συγκεντρώνει τα βλέμματα ολόκληρης της ΕΕ. Αναμφιβόλως στο ξαφνικό ενδιαφέρον, καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν όσα συνέβησαν στην προηγούμενη προεδρική αναμέτρηση, το 2002, αλλά και όσα μεσολάβησαν έκτοτε επηρεάζοντας στον έναν ή στον άλλο βαθμό και την υπόλοιπη γηραιά ήπειρο. Ολα αυτά, άλλωστε, έχουν φέρει για πρώτη φορά στο προσκήνιο της προεκλογικής εκστρατείας, τόσο έντονα, τη συζήτηση για την ανάγκη βαθιών θεσμικών αλλαγών (όπως είναι η επανεξέταση του ρόλου και των εξουσιών του Προέδρου και του κοινοβουλίου, καθώς και της μεταξύ τους σχέσης), που θα οδηγήσουν τη χώρα στην 6η Γαλλική Δημοκρατία.

Ουδείς μπορεί να ξεχάσει το βράδυ της 21ης Απρίλη 2002, όταν ο μόνιμος υποψήφιος του ακροδεξιού «Εθνικού Μετώπου» περνούσε στο δεύτερο γύρο απέναντι στον απερχόμενο Πρόεδρο Ζακ Σιράκ, προκαλώντας σοκ στη Γαλλία και αναταράξεις πέραν αυτής. Βέβαια, αν και δεν προβλεπόταν από τις δημοσκοπήσεις, η πρόκριση του Λεπέν στο β΄ γύρο, ίσως να μην ήταν και τόσο «έκπληξη».

Γιατί ταυτοχρόνως, εκείνες οι κάλπες έδωσαν το χαμηλότερο ποσοστό που συγκέντρωσε ποτέ απερχόμενος Πρόεδρος, στον Σιράκ (19,88%). Αφησαν για πρώτη φορά την τελευταία 25ετία τον υποψήφιο του Σοσιαλιστικού Κόμματος εκτός β΄ γύρου (ο Λιονέλ Ζοσπέν, πρωθυπουργός τότε της συγκυβέρνησης Σοσιαλιστών, Πρασίνων και ΚΚ Γαλλίας συγκέντρωσε 16%). Ανέδειξαν τον καταποντισμό του ΚΚ Γαλλίας, που με υποψήφιο τον Ρομπέρ Υ πήρε το χαμηλότερο ποσοστό του, σχεδόν από το 1920 και μετά (3,44%).

Και το σημαντικότερο: περίπου το 25% των Γάλλων ψηφοφόρων δεν ψήφισαν. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσοστό αποχής μεταπολεμικά σε μια χώρα, που παραδοσιακά οι πολίτες της, θεωρούνται από τους πλέον πολιτικοποιημένους. Μια, λοιπόν, καλύτερη «ανάγνωση» των αποτελεσμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι επειδή υπήρχαν όλοι αυτοί οι λόγοι, ο Λεπέν «πέρασε» στο β΄ γύρο. Αλλωστε, καθαρά αριθμητικά, δεν κέρδισε παρά 250.000 ψήφους περισσότερους από την αναμέτρηση του 1997!

Επιπλέον, όπως εκτιμούσαν αναλυτές, δεν ανέβηκε η επιρροή του Λεπέν, απλώς, «λεπενοποιήθηκε» ο πολιτικός λόγος, αφού, αποφεύγοντας να θίξουν την ουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης, το καπιταλιστικό σύστημα και τις συνέπειες της συγκεκριμένης πολιτικής που οδηγεί σε εξαθλίωση ολοένα και περισσότερους Γάλλους με όλες τις λογικές συνέπειες (περιθωριοποίηση, βία, εγκληματικότητα), οι περισσότεροι υποψήφιοι αρκέστηκαν σε διαξιφισμούς για το πόση καταστολή χρειάζεται και πόση λιτότητα. Στο συγκεκριμένο «πεδίο» ο παλαίμαχος ακροδεξιός πολιτικός είναι έμπειρος και συνεπής και κατάφερε να προσεταιριστεί μερίδα της εργατικής τάξης που βρέθηκε εγκαταλελειμμένη να νιώθει ότι απειλούνται τα δικαιώματά της, χωρίς να έχει πλέον ξεκάθαρο προσανατολισμό στην οργή της.

Πέντε χρόνια ... «κώφωσης»

Το «Οχι» των Γάλλων στο «Ευρωσύνταγμα»προκάλεσε κλυδωνισμούς στο «οικοδόμημα» και στις Βρυξέλλες

Associated Press

Το «Οχι» των Γάλλων στο «Ευρωσύνταγμα»προκάλεσε κλυδωνισμούς στο «οικοδόμημα» και στις Βρυξέλλες
Ευτυχώς, όμως, για τους πραγματικά «χαμένους» των Προεδρικών εκλογών του 2002 που ο Λεπέν προκρίθηκε στο β΄ γύρο. Γιατί έτσι τους έδωσε τη δυνατότητα, να υποκριθούν, κατ' αρχάς, ότι «δεν άκουσαν» το μήνυμα των εκλογών και στη συνέχεια να το ξεχάσουν εντελώς.

Οταν ο Εθνικός Γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, τότε, Φρανσουά Ολάντ, και η Εθνική Γραμματέας του ΚΚ Γαλλίας, Μαρί Ζορζ Μπιφέ, υποστήριζαν ότι «δεν είναι ώρα για ενδοσκόπηση», βάζοντας το λιθαράκι τους στο εντελώς πλασματικό 80% του Σιράκ, στο β΄ γύρο, ως «στυλοβάτη της δημοκρατίας», παρέβλεπαν ηθελημένα τους πραγματικούς λόγους της σύνθλιψης της «κεντροαριστερής» πολιτικής τους. Και δεν τους άγγιξαν ποτέ, έκτοτε, παρά το ότι οι εξελίξεις που ακολούθησαν μέχρι σήμερα τους έφεραν πολλάκις στο προσκήνιο, καλλιεργώντας το έδαφος για περαιτέρω ...«λεπενοποίηση» της πολιτικής αντιπαράθεσης, δηλαδή περαιτέρω αποπροσανατολισμό από την ουσία.

Απεργιακές κινητοποιήσεις γιατρών, εκπαιδευτικών, δημοσίων υπαλλήλων όλων των τομέων, εξέγερση στα γκέτο, το «Οχι» του 55% στο «Ευρωσύνταγμα», εντυπωσιακές πολυήμερες διαδηλώσεις της νεολαίας και των φοιτητών ενάντια στο νομοσχέδιο για το «Συμβόλαιο Πρώτης Απασχόλησης» ήταν, ίσως, οι σημαντικότεροι σταθμοί στην πολιτική ζωή της χώρας από το 2002 μέχρι σήμερα. Και είχαν ορισμένα κομβικά κοινά σημεία: Αντίδραση στη «ρεαλιστική» πολιτική της λιτότητας, στις περικοπές θέσεων εργασίας, στην εφαρμογή του 35ωρου που οδήγησε σε ελαστικοποίηση του ωραρίου και σε μείωση αποδοχών, στη διάλυση της Κοινωνικής Ασφάλισης και της υγειονομικής περίθαλψης, στις ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων.

Ηταν αντίδραση στην εργασιακή ανασφάλεια, στον κοινωνικό αποκλεισμό, στη διαρκή χειροτέρευση των βιοτικών και οικονομικών όρων. Και όχι μια κραυγή «ξενοφοβίας» όπως προσπάθησαν πολλοί να παρουσιάσουν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το «ευρωσύνταγμα» ή μια «καθήλωση στα περασμένα», όπως χαρακτηρίστηκαν πολλάκις οι αντιδράσεις στο «συμβόλαιο Πρώτης Απασχόλησης».

Ούτε αυτά τα μηνύματα, όμως, «αποκωδικοποιήθηκαν» ορθώς ή τουλάχιστον κανείς δε φάνηκε να θέλει να το πράξει. Ετσι, οι Γάλλοι καλούνται, σήμερα, στις κάλπες, χωρίς ουσιαστικά να έχουν λάβει απάντηση σε κανένα από τα αιτήματα που άμεσα ή έμμεσα έχουν θέσει πολύ πριν τις εκλογές του 2002. Και η απογοήτευσή τους είναι μετρήσιμη, όπως αποδεικνύεται από όλες τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις.

Οι «μονομάχοι» και τα σενάρια

Ο Ν. Σαρκοζί εμφανίζεται να προηγείται σε όλες τις δημοσκοπήσεις με το ποσοστό των αναποφάσιστων να παραμένει τεράστιο λίγο πριν την κάλπη

Associated Press

Ο Ν. Σαρκοζί εμφανίζεται να προηγείται σε όλες τις δημοσκοπήσεις με το ποσοστό των αναποφάσιστων να παραμένει τεράστιο λίγο πριν την κάλπη
Την ψήφο των Γάλλων διεκδικούν 12 υποψήφιοι. Οπως παρουσιάζονται και στις διάφορες έρευνες, από τα αριστερά προς τα δεξιά του πολιτικού φάσματος κατατάσσονται ως εξής:

ο Ζεράρ Σιβαρντί, υποστηριζόμενος από το εξωκοινοβουλευτικό Εργατικό Κόμμα (PT), η Αρλέτ Λαγκιγιέρ, επικεφαλής της τροτσκιστικής εξωκοινοβουλευτικής «Εργατικής Πάλης» (FO), ο Ολιβιέ Μπεζανσενό, επικεφαλής της τροτσκιστικής εξωκοινοβουλευτικής «Εργατικής Κομμουνιστικής Λίγκας» (LCR), η Μαρί Ζορζ Μπιφέ, εθνική γραμματέας του Γαλλικού ΚΚ (PCF), ο Ζοζέ Μποβέ, αγροτοσυνδικαλιστής του λεγόμενου κινήματος κατά της Παγκοσμιοποίησης, η Σεγκολέν Ρουαγιάλ, από το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS), η Ντομινίκ Βουανέ, από τους Πράσινους, ο Φρεντερίκ Νιου, επικεφαλής του οικολογίζοντος CPNT, ο Φρανσουά Μπαϊρού, επικεφαλής της Ενωσης Φιλελευθέρων (UDF), ο Νικολά Σαρκοζί, επικεφαλής της «Ενωσης για Ενα Λαϊκό Κίνημα» (UMP μετεξέλιξη του νεογκολικού RPR), ο Φιλίπ ντε Βιλιέ, ανεξάρτητος, προερχόμενος από τη Δεξιά και ο Ζαν Μαρί Λεπέν, επικεφαλής του «Εθνικού Μετώπου» (FN).

Η ολοκλήρωση της προεκλογικής εκστρατείας την Παρασκευή το βράδυ βρήκε τους περισσότερους δημοσκόπους με τα χέρια ψηλά: το ποσοστό των αναποφάσιστων παρέμενε ακόμη τόσο μεγάλο που καμία πρόβλεψη δε θα μπορούσε να είναι ακριβής. Ορισμένα, όμως, στοιχεία παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Με βάση μερικές από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις της εταιρείας «Ipsos», ο Σαρκοζί συγκεντρώνει 30% (19,88% το 2002), η Ρουαγιάλ 23,5% (16%), ο Μπαϊρού 18,5% (6,5% το 2002), ο Λεπέν 13% (16,8%), ο Μπεζανσενό 3,5% (4,32% το 2002), η Μπιφέ 2,5% (3,4% το 2002), οι ντε Βιλιέ και Νιου 2%, η Βουανέ 1,5% (5,31% το 2002), η Λαγκιγιέρ 1,5% (5,82% το 2002), ο Μποβέ 1,5% και ο Σιβαρντί 0,5% (περίπου 1,5% το 2002). Τα ποσοστά που αναφέρονται εντός παρένθεσης είναι αυτά που συγκέντρωσαν στον πρώτο γύρο του 2002 οι υποψήφιοι των συγκεκριμένων κομμάτων, ασχέτως αν ήταν τα ίδια πρόσωπα με σήμερα ή όχι.

Με δεδομένο ότι όλες οι έρευνες ορίζουν ένα ποσοστό λάθους της τάξης του 3%, είναι ξεκάθαρο ότι με εξαίρεση τον Σαρκοζί, για τους υπόλοιπους 3 που ακολουθούν, ουδείς μπορεί με ακρίβεια να προβλέψει ποιος θα συμμετάσχει στην αναμέτρηση της 6ης Μάη. Αυτό που εκτιμάται, πάντως, είναι ότι αν τελικά προκριθεί η Ρουαγιάλ η αναμέτρηση θα είναι αμφίρροπη αλλά πιθανότατα θα κλίνει προς τον Σαρκοζί.

Και αυτό γιατί το εκλογικό ακροατήριο που έχει συσπειρώσει ο αυτοπροσδιοριζόμενος ως κεντρώος Μπαϊρού (που συμμετείχε στις κυβερνήσεις με το Σαρκοζί και ενέκρινε όλα τα νομοσχέδια και τις μεταρρυθμίσεις που προκάλεσαν λαϊκές αντιδράσεις) μέσα από γενικολογίες περί «ανάγκης συνεργασίας δεξιάς και αριστεράς» εκτιμάται ότι θα διασπαστεί στα «εξ ων συνετέθη»: οι ψηφοφόροι της Δεξιάς θα επιστρέψουν στον παραδοσιακό τους χώρο επιλέγοντας Σαρκοζί και οι προερχόμενοι από το Σοσιαλιστικό Κόμμα θα στηρίξουν Ρουαγιάλ.

Εκτιμάται, επίσης, ότι στο πλευρό της Ρουαγιάλ θα σταθεί η κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική αριστερά, ενώ ο Σαρκοζί θα καρπωθεί ψήφους από την ακροδεξιά. Αντίθετα, τα πράγματα γίνονται δυσκολότερα για τον πρώην υπουργό Εσωτερικών αν απέναντί του βρεθεί ο Μπαϊρού. Εκτιμάται ότι, παρά τις διαψεύσεις περί εκλογικής συμφωνίας, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, στο όνομα του «διαχωρισμού δεξιάς - αριστεράς», που ευαγγελίζεται γενικόλογα, θα στηρίξει σύσσωμο τον Μπαϊρού.

Και δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς ότι την ίδια στάση θα τηρήσει και μερίδα της «αριστεράς». Αφού ο Σαρκοζί με τις προκλητικές του δηλώσεις έχει καταφέρει να γίνει η προσωποποίηση σειράς συντηρητικότατων αντιδραστικών θέσεων και αντιλήψεων, απομακρύνοντας, και αυτός με τη σειρά του, την αντιπαράθεση από την πραγματική πολιτική κονίστρα της ρήξης με το καπιταλιστικό σύστημα.

Αναποφάσιστοι: Το στοίχημα και τα αναπάντητα ερωτήματα

Καθημερινές ογκώδεις διαδηλώσεις της νεολαίας, που έσυρε και τα συνδικάτα στις κινητοποιήσεις την τελευταία στιγμή, οδήγησαν, την άνοιξη του 2006, την κυβέρνηση σε απόσυρση του νομοσχεδίου για την «πρώτη απασχόληση»

Associated Press

Καθημερινές ογκώδεις διαδηλώσεις της νεολαίας, που έσυρε και τα συνδικάτα στις κινητοποιήσεις την τελευταία στιγμή, οδήγησαν, την άνοιξη του 2006, την κυβέρνηση σε απόσυρση του νομοσχεδίου για την «πρώτη απασχόληση»
Το Εργατικό Κόμμα με τον Σιβαρντί, η «Εργατική Δύναμη» με την Λαγκιγιέρ και η «Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα» με τον Μπεζανσενό στην προεκλογική τους εκστρατεία έστρεψαν τα βέλη τους και κατά του Σοσιαλιστικού Κόμματος ως ενός από τους πόλους του δικομματισμού. Αλλωστε, αυτή ακριβώς η στάση και στις εκλογές του 2002, όταν ασκούσαν κριτική παραμένοντας εκτός της κεντροαριστερής κυβέρνησης, τους έδωσε ψήφους.

Το Γαλλικό ΚΚ, όμως, με την Μπιφέ, είναι άξιο προσοχής ότι δεν αναφέρει λέξη για τα πεπραγμένα των Σοσιαλιστών, τις θέσεις τους ή την «κεντροαριστερή» κυβέρνηση, όπως ούτε ο Μποβέ. Επιπλέον, όλοι, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, υιοθετούν τη σοσιαλιστική «άποψη» περί αναγκαιότητας διαχωρισμού μιας γενικής και θολής αριστεράς από μια εξίσου θολή δεξιά, προσωποποιημένη κυρίως στον Σαρκοζί, μέσα από «εκθέσεις ιδεών» για τα δημοκρατικά και πολιτικά δικαιώματα, την ισοτιμία κ.λπ., χωρίς, όμως, ανάλυση συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών, που, στην τελική, εφαρμόστηκαν από την «κεντροαριστερή κυβέρνηση» επί Ζοσπέν και συνεχίστηκαν από τις «δεξιές» κυβερνήσεις Ραφαρέν - ντε Βιλπέν.

Προφανώς, δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη καπιταλισμός δεν αναφέρεται στο προεκλογικό φυλλάδιο κανενός υποψηφίου, με εξαίρεση τον Σιβαρντί, ενώ για ρήξη με τις κατευθύνσεις και την πολιτική της ΕΕ ξεκάθαρα μιλά μόνο το Εργατικό Κόμμα και η «Λίγκα» του Μπεζανσενό. Παρά το γεγονός ότι το Γαλλικό ΚΚ ηγήθηκε της εκστρατείας κατά του «ευρωσυντάγματος», επιμένει στην άποψη μιας «καλύτερης διατύπωσης του κειμένου και μιας βελτίωσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος».

Σε όλα αυτά, δε θα πρέπει κανείς να μη συνυπολογίσει την αμηχανία και την καθυστερημένη αντίδραση της εξωκοινοβουλευτικής και κοινοβουλευτικής γαλλικής αριστεράς στην εξέγερση των γκέτο, αλλά και στις κινητοποιήσεις της νεολαίας για το συμβόλαιο Πρώτης Απασχόλησης. Αντίθετα, ο «έμπειρος» Λεπέν απλώς δεν τοποθετήθηκε δημόσια για το Συμβόλαιο (αφού δε διαφωνεί) και φρόντισε να υπερθεματίσει για την καταστολή στα γκέτο, θυμίζοντας στον «απόγονο των Ούγγρων μεταναστών» Σαρκοζί ότι όσα σήμερα υπερασπίζεται, κάποιος άλλος τα είχε πει εδώ και χρόνια.

Οπως φαίνεται, όλα αυτά δεν τα θυμόμαστε μόνο εμείς, αλλά και οι Γάλλοι ψηφοφόροι. Ετσι, λίγα 24ωρα πριν την κάλπη, περίπου το 40% δήλωνε «αναποφάσιστο» και το ποσοστό ξεπερνούσε το 50% στους νέους κάτω των 35 χρόνων. Σχετικά με τους νέους προκύπτουν και πολλά άλλα ενδιαφέροντα. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, η νεολαία κινητοποιήθηκε πολύ περισσότερο σε αυτές τις εκλογές και παρατηρήθηκε εντυπωσιακή αύξηση στις εγγραφές στους εκλογικούς καταλόγους, ιδιαίτερα στα προάστια και τις υποβαθμισμένες συνοικίες τους.

Ομως, 1 στους 4 δηλώνει ότι η προεκλογική εκστρατεία χειροτέρευσε την εικόνα που είχε για την πολιτική και η αίσθηση αυτή είναι πολύ εντονότερη σε όσους αυτοπροσδιορίζονται στο χώρο της Αριστεράς. Ενδιαφέρον, επίσης, έχει το ότι το 50% των νέων που αυτοπροσδιορίζονται «δεξιοί» έχουν, ήδη, αποφασίσει τι θα ψηφίσουν, ενώ στην αντίθετη πλευρά, μόνο το 37% έχει αποφασίσει, δηλώνοντας ότι «δε βρίσκει κάποιον να τους εκφράζει». Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, το 34% των νέων θεωρεί ότι ο Σαρκοζί έκανε την καλύτερη προεκλογική εκστρατεία, γιατί «είχε σαφείς θέσεις».

Και αυτό παρά το γεγονός ότι τις τελευταίες μέρες, προκειμένου να αλιεύσουν ψήφους, οι βασικοί μονομάχοι εγκατέλειψαν διαχωριστικές γραμμές περί «αριστεράς/δεξιάς». Ετσι, ο Σαρκοζί, που υποστηρίζει ότι «με περισσότερες ώρες δουλιά, αυξάνονται οι μισθοί» και απειλεί να θέσει εκτός συστήματος πρόνοιας «όσους ανέργους αρνούνται την όποια θέση τους προτείνεται, ακόμη και ολιγόωρη σε άλλη πόλη κ.λπ.», μίλησε για κρατική στήριξη σε προβληματικές εταιρείες, όπως η Airbus για να μη γίνουν απολύσεις! Και η Ρουαγιάλ που κατηγορεί τον Σαρκοζί για «ακραίες επικίνδυνες εθνικιστικές, ρατσιστικές απόψεις» θυμήθηκε, εν μέρει, την άποψή της για «εγκλεισμό σε στρατιωτικές δομές των ανηλίκων παραβατών, προκειμένου να μάθουν πειθαρχία» και εξήρε τις «εθνικές αξίες, τον πατριωτισμό» κλπ.

Απέναντι σε αυτό το θολό τοπίο, μάλλον, δεν είναι να απορεί κανείς που, όπως μεταδίδουν οι ανταποκριτές, η συνηθέστερη απάντηση των Γάλλων ψηφοφόρων στο «γιατί επιλέγουν να ψηφίσουν τον τάδε υποψήφιο» είναι «για να μην εκλεγεί ο δείνα», αποδίδοντας με τον σαφέστερο τρόπο την περιφορά της απογοήτευσης και της τιμωρητικής ψήφου τους από τον έναν στον άλλο. Αναδεικνύοντας, δηλαδή, τις βαθιές ρίζες του δικομματισμού, που όπως φαίνεται δεν πρόκειται να ηττηθεί ούτε αυτή τη φορά, ελλείψει σοβαρής σαφούς εναλλακτικής πρότασης ρήξης με το σύστημα, τη στιγμή που η πολιτική, αντίθετα με όσους υπερθεμάτιζαν περί του αντιθέτου, είναι πολύ πιο επίκαιρη από ποτέ.


Eλένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ

Ο ρόλος του μισθοφορικού στρατού

Ενα από τα κύρια προβλήματα της εξωτερικής κι αμυντικής πολιτικής της Ελλάδας είναι η δημιουργία και συνεχής αύξηση του μισθοφορικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων. Εάν το Σώμα αυτό έμενε αποκλειστικά εντός της ελληνικής επικράτειας, ίσως η λογικοφανής αιτιολογία των κυβερνήσεων για τη χρονοβόρα εκπαίδευση και το χειρισμό των σύγχρονων οπλικών συστημάτων να διεκδικούσε την αλήθεια.

Ομως, ο κύριος προσανατολισμός της συμμετοχής του στις εκτός συνόρων επεμβάσεις των εκάστοτε ιμπεριαλιστικών μιλιταριστικών δυνάμεων σε τρίτες χώρες τού προσδίδει έναν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα απ' αυτόν που προσπαθούν να παρουσιάσουν οι κυβερνώντες. Πρόκειται για συμμετοχή ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα ανεξάρτητα από τον τομέα και τον τύπο της. Αλλωστε, σ' ένα στρατό χρειάζονται τόσο ο πυροβολητής, όσο ο γιατρός, ο μηχανικός κι ο μάγειρας. Η πρώτη διαπίστωση για τη συγκρότηση κι ανάπτυξη μισθοφορικού στρατού είναι ότι πραγματοποιείται με την έναρξη της Νέας Τάξης Πραγμάτων.

Η ελληνική αστική τάξη εντάσσεται ολόπλευρα στο νέο δόγμα του ευρωατλαντισμού μέσω του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αξιοποιεί αυτή τη θέση ως η «μόνη χώρα - μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ» και εφαρμόζει την πολιτική της «διείσδυσης» στα Βαλκάνια. Αυτή η πολιτική, εκτός από την ολόπλευρη οικονομική ενίσχυση του κεφαλαίου χρειάζεται και την ανάλογη στρατιωτική παρουσία που γίνεται πάντα στο πλαίσιο των κατά το δοκούν πολυεθνικών ιμπεριαλιστικών σωμάτων. Μ' αυτόν τον τρόπο, ο ελληνικός καπιταλισμός κατορθώνει να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του οικονομικού επεμβατισμού στα Βαλκάνια, ως ο εντεταλμένος εταίρος του ευρωατλαντισμού. Το γεγονός αυτό τον υποχρεώνει να μπαίνει όλο και βαθύτερα στο βούρκο των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και παρεμβάσεων.

Ο μισθοφορικός στρατός είναι ο απαραίτητος κρίκος της οικονομικής πολιτικής ως ο σιδερένιος φύλακάς της. Η συμμετοχή του στις ιμπεριαλιστικές συμμαχικές επεμβάσεις είναι το αντίτιμο του δικαιώματος του ελληνικού καπιταλισμού να «διεισδύει» στα Βαλκάνια και ν' ασκεί δικαίωμα στον καταμερισμό της λείας. Η πολιτική της «διείσδυσης» στα Βαλκάνια ήταν η αρχή μιας νέας πολιτικής στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Σήμερα, αυτή η πολιτική επεκτείνεται διακριτικά στη Μέση Ανατολή. Η ενεργός στρατιωτική παρουσία της Ελλάδας στο πλαίσιο της συμμαχικής παρουσίας, η πολιτική της ΥΠΕΞ Ντόρας Μπακογιάννη σε σειρά καίριων ζητημάτων (Λίβανος, Ιράκ, Αφγανιστάν, Παλαιστίνη κ.λπ.) στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης δείχνει τις επεκτατικές βλέψεις του ελληνικού κεφαλαίου, πάντα υπό τη συμμαχική ομπρέλα.

«Η προσπάθεια συλλογική και το κέρδος στην ολότητα...», υπ' αυτές τις συνθήκες η πολιτική της «... φιλοπτώχου προς... αναξιοπαθούντας...» αποτελεί σκάνδαλο διεθνούς ολκής. Η ελληνική κυβέρνηση με τις υποτιθέμενες ενισχύσεις εράνων κ.λπ. εκμεταλλεύεται την αντιιμπεριαλιστική συνείδηση των Ελλήνων και τη φιλική ιστορική διάθεση των αραβικών λαών. Ομως πάντα υπάρχει ο κίνδυνος η Ελλάδα να πληρώσει βαρύ τίμημα για τη συμμετοχή των κυβερνήσεών της στην τραγωδία των λαών. Μέσα από το πολύπλοκο παιχνίδι συμμετοχής της Ελλάδας στα μαγαζιά και παραμάγαζα του ευρωατλαντισμού διακρίνεται ο επικίνδυνος ιστός της διαπλοκής οικονομίας και μιλιταρισμού.

Το ελληνικό μισθοφορικό εκστρατευτικό Σώμα δημιουργήθηκε κι αναπτύσσεται ως κύρια ενισχυτική δύναμη της οικονομικής ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας της ελληνικής αστικής τάξης που εκφράζεται με την πολιτική της «διείσδυσης» του κεφαλαίου.


Αντώνης ΔΑΜΙΓΟΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ