«Ηρθε, όμως, η ώρα για τα snow mobils, τα μηχανάκια που τρέχουν πάνω στο χιόνι. Πηγαίνουμε πάλι στο μαγαζί που μας εφοδίασε με τις ισοθερμικές στολές και τις ειδικές αλπικές μπότες και παίρνουμε τώρα τα κράνη και τα ειδικά σκουφιά για να μην κρυώνουμε. Πίσω πάλι στο χωριό του Αϊ - Βασίλη, απ' όπου ξεκινούν τα snow mobils. Ανεβαίνουμε, λοιπόν, πάνω, βάζουμε τα παιδιά από πίσω σε ειδικά έλκηθρα, που θα τα τραβάμε εμείς και ξεκινάμε τη βόλτα στο δάσος. Μόλις έχει χιονίσει και το χιόνι είναι φρέσκο, μαλακό, τέλειο για χιονοπόλεμο.
Πατάμε πάνω με τα μηχανάκια και σχηματίζονται άπειρες γραμμές, σχέδια... Η αίσθηση είναι μαγική. Οπου και να γυρίσεις, βλέπεις το χιονισμένο τοπίο. Τα αγόρια, βέβαια, τα ενδιαφέρει πιο πολύ να οδηγήσουν τα snow-mobils, γιατί είναι ωραίο να οδηγείς ένα μηχανάκι με παγοπέδιλα και να γλιστράς στις στροφές. Βέβαια, ο παγωμένος αέρας μάς κάνει να τρέμουμε, αλλά ποιος δίνει σημασία; Εξάλλου, κατευθυνόμαστε προς μία φάρμα χάσκι. Μας περιμένουν 320 σκυλιά για να μας πάνε βόλτα με το έλκηθρο. Εμείς θα πούμε ότι κρυώνουμε;
Ανεβαίνουμε, λοιπόν, στο έλκηθρο κι ο οδηγός φωνάζει «Menemene» που σημαίνει φύγαμε! Τα σκυλιά αρχίζουν να τρέχουν κι εμείς αισθανόμαστε ότι βρισκόμαστε σε άλλη εποχή... τότε που ο άνθρωπος ήταν ένα με τη φύση, όχι όπως σήμερα που θεωρεί τον εαυτό του παντοδύναμο!
Η βόλτα διαρκεί λίγο, αλλά ούτως ή άλλως το κρύο είναι τσουχτερό και μέσα στον ξενώνα μας περιμένει ένας ζεστός χυμός και μερικά μπισκότα. Εχει πλάκα που οι Φινλανδοί υπολογίζουν να δώσουν ένα μπισκότο στον καθένα μας. Ενα, εμείς αρπάζουμε 2-3 και μετά κάποιοι μένουν χωρίς...
Ηρθε η ώρα της επιστροφής. Αφού περνάμε ανάμεσα στα σκυλόσπιτα για να δούμε και τα πιο μικρά κουταβάκια, ανεβαίνουμε στα snow-mobils που τώρα πια έχουν τα φώτα τους αναμμένα γιατί έχει σκοτεινιάσει και παίρνουμε το δρόμο πίσω προς το χωριό του Αϊ-Βασίλη και μετά προς το ξενοδοχείο, για να ξεκουραστούμε...
Ξεκινάμε, λοιπόν, το δρόμο μας... Οι τάρανδοι καλπάζουν κι έρχονται πολύ κοντά μας, δεν κρατάνε τη σειρά τους ο ένας πίσω από τον άλλον. Ερχονται σχεδόν δίπλα μας κι εμείς τραβάμε φωτογραφίες, κάνουμε ότι τους φιλάμε κι εκστασιαζόμαστε κοιτώντας τα πανύψηλα δέντρα και τα αστέρια. Μοιάζουν σελίδες βγαλμένες από παραμύθια, από ταινίες, κινηματογραφικά πλάνα που τα έχεις δει, αλλά είναι η πρώτη φορά που τα ζεις!
Φτάνουμε σε μια λαπωνική σκηνή, κωνική με τρύπα στο κέντρο, για να φεύγει ο καπνός και μπαίνουμε για να ανάψουμε φωτιά, να ζεσταθούμε, να ψήσουμε λουκάνικα και να πιούμε τσάι. Στην αρχή ο καπνός δε μας αφήνει να αναπνεύσουμε, αλλά μετά, σιγά σιγά συνηθίζουμε και το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι να κάτσουμε κοντά για να μην κρυώνουμε. Κάτω, στρώνουμε δέρματα ταράνδων και αρχίζουμε να μιλάμε μεταξύ μας και να λέμε πώς είναι σε κάθε γλώσσα το "Καλή Χρονιά".
Ηρθε, όμως, η ώρα της επιστροφής! Πρέπει να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο, να φάμε και να προετοιμαστούμε για την υποδοχή του νέου χρόνου...
Μετά το πρωτοχρονιάτικο δείπνο, βγαίνουμε στο δρόμο μαζί με όλους τους κατοίκους του Rovaniemi, για να πάμε στο ποτάμι να δούμε τα βεγγαλικά. Σαν τα μικρά παιδιά, τεντώνουμε το λαιμό μας και κοιτάμε τα σχέδια που σχηματίζουν στον ουρανό τα πυροτεχνήματα. Εκατομμύρια χρώματα μας τυλίγουν και κάνουμε την ευχή να μπορούσαν όλοι οι άνθρωποι όλης της γης να περνάνε πάντα τόσο μαγικά Χριστούγεννα και κυρίως τα παιδιά, γιατί αυτά είναι ακόμη αγνά!».
Γι' αυτό, οι δυο άγνωστοι συνεχίζουν να περπατούν, να μιλούν, να σιωπούν, να αλλάζουν φτηνά δωμάτια.
«Γιατί, όλο αυτό το σκηνικό, παρά τον εκτυφλωτικό φωτισμό, έδινε την αίσθηση του γκρίζου. Σάμπως οι λαμπτήρες με το χτυπητό φως, ενώ έκαναν τα μάτια να πονούν, να ήταν ανίκανοι να διαλύσουν τη νύχτα που κουβαλούσαν επάνω τους αυτοί οι άνθρωποι, όταν ξεπρόβαλλαν από το έξω σκοτάδι. Σφίγγονταν όλο και περισσότερο ο ένας στον άλλον, όχι πλέον σαν εραστές, αλλά σαν δυο άτομα που είχαν περιπλανηθεί για πολύ καιρό μέσα στη μοναξιά τους...»
Είναι, τάχα, η αμοιβαία έλξη που τους υπαγορεύει να μην αφήνουν δευτερόλεπτο τον άλλον ή μήπως είναι ο τρόμος της ερημιάς που τους κάνει να μοιάζουν σαν να είναι ένα άτομο, συμπαγές και αδιαίρετο.
Αυτά συμβαίνουν στα «Τρία δωμάτια στο Μανχάταν» του Ζορζ Σιμενόν, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΑΓΡΑ» σε μετάφραση Αργυρώς Μακάρωφ. Πρόκειται για ένα ευαίσθητο και τρυφερό οδοιπορικό στην ανθρώπινη μοναξιά αλλά και στον πραγματικό έρωτα, που κάποτε έρχεται, έστω και αν είναι κάπως αργά.
Από τις ίδιες εκδόσεις, κυκλοφορούν, τα εξής έργα του πολυγραφότατου Γάλλου συγγραφέα - αστυνομικά και μη: «45ο υπό Σκιάν», «Το μπλε δωμάτιο», «Ο Μαιγκρέ στη Νέα Υόρκη» και «Ο κίτρινος σκύλος».
Δυο κοχύλια βρήκα στην καυτή την άμμο,/ τα 'τριψα άπειρες φορές το 'να πάνω στ' άλλο,/ τόσο που τα χείλη μου στεγνώσαν,/ τα μάτια μου βουρκώσαν,/ ξεράθηκε η αναπνοή./ Κι άκουσα κι απ' του διπλανού βράχου τη βοή/ τον έρωτα να ψιθυρίζει πάλι τ' όνομά μου.
«Βιώματα» είναι ο τίτλος της πρώτης Ελληνο-Ολλανδικής ποιητικής συλλογής της Αγνής Φουρναράκη- von Meijenfeldt. Το βιβλίο περιέχει μία επιλογή από τα ποιήματα που έγραψε στην Ελλάδα κι αυτά που έγραψε αργότερα στην Ολλανδία. Μπροστά μας, ξεδιπλώνονται μελαγχολικές εικόνες ξενιτιάς, αγαπημένων προσώπων που χάθηκαν αλλά και νέων στενών δεσμών καθώς κι αισθησιακές στιγμές απόλαυσης της ζωής. Η μετάφρασή τους στα Ολλανδικά έγινε από τον Hero Hokwerda καθηγητή του Πανεπιστημίου του Αμστερνταμ. Φωτογραφίες και πίνακες Ελλήνων και Ολλανδών καλλιτεχνών κοσμούν αυτή την πολυτελή έκδοση των 144 σελίδων, ενώ το βιβλίο συνοδεύεται από ένα CD όπου απαγγέλλονται όλα τα ποιήματα στα Ελληνικά.
Το βιβλίο διατίθενται από το βιβλιοπωλείο «Ιανός».
Η Αγνή Φουρναράκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Γαλλική και Ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Αργότερα παρακολούθησε μαθήματα Ρωσικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Αμστερνταμ όπου ζει και διευθύνει ένα γραφείο οργάνωσης πολιτιστικών εκδηλώσεων και εκμάθησης Ελληνικής και Γαλλικής γλώσσας.
Ανθρωποι που περιπλανιούνται χαμένοι στο κέντρο της πόλης, αφηγούνται ένας ένας τη ζωή τους στη ρεπόρτερ. Μια ντίλερ χαπιών έκσταση. Κορίτσια απ' το ανατολικό μπλοκ που ήρθαν για να δουλέψουν σε βιοτεχνίες και κατέληξαν σε στριπτιτζάδικα ή πορνεία. Παιδιά που πουλούν λουλούδια στα φανάρια. Πόρνες για λίγα ευρώ. Τα «τζάνκια» της Ομόνοιας. Μετανάστες. Ενα αγόρι που πηγαίνει εκείνο σε προγράμματα απεξάρτησης, από τότε που η αδελφή του έπεσε με τα μούτρα στην ηρωίνη...
Πρόκειται για άμεσες και έμμεσες καταγραφές, λογοτεχνικές μαρτυρίες και ντοκουμέντα που δείχνουν τις ρωγμές που συνεχώς δημιουργεί η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία της παγκοσμιοποίησης και την ανάγκη να κλείνουμε αυτές τις ρωγμές δημιουργώντας αντίστοιχα μια σειρά από «γέφυρες» επικοινωνίας. Ρεπορτάζ που σηματοδοτούν μια εποχή που η Αθήνα άλλαζε και γινόταν μια σκληρή κι αφιλόξενη πόλη. Στην είσοδό της, θα έπρεπε να είχαν βάλει μια ταμπέλα να προειδοποιεί τους νεοφερμένους: «Προσοχή, η Αθήνα δαγκώνει».