ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 9 Μάρτη 2008
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Η ελληνική δημιουργία στη «δίνη» ... της ποσόστωσης

Ως «αριθμοί» αντιμετωπίζονται οι Ελληνες κινηματογραφιστές από τη διοίκηση του Φεστιβάλ, που εφαρμόζει το «πνεύμα» της ασκούμενης αντιδραστικής πολιτικής για τον Πολιτισμό

Η απόφαση του διευθυντή του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης Δ. Εϊπίδη, να αποκλείσει περίπου 50 ελληνικές ταινίες από όλα τα τμήματα της διοργάνωσης προκάλεσε την εύλογη οργή των δημιουργών. Εκείνοι διαμαρτυρήθηκαν μέσω κοινής επιστολής. Η στάση, ωστόσο, του διευθυντή στην καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου ενόψει της έναρξης της διοργάνωσης (σ.σ. ξεκίνησε ήδη από την Παρασκευή) «ξεχείλισε» το «ποτήρι» της οργής. Ετσι, οι δημιουργοί κλιμάκωσαν τη διαμαρτυρία τους με τη διοργάνωση της δικής τους «Γιορτής Ντοκιμαντέρ» στο φιλόξενο «Σινέ Φιλίπ» στην Αθήνα.

Ο ελληνικός κινηματογράφος βιώνει μια ακόμη έξαρση της χρόνιας κρίσης που τον μαστίζει. Αιτία είναι η πολιτική όλων των κυβερνήσεων, που επιχειρούν να εφαρμόσουν και στον οπτικοακουστικό τομέα το στρατηγικό στόχο του ευρω-ενωσιακού κεφαλαίου για πλήρη εμπορευματοποίηση του πολιτισμού. Μπροστά λοιπόν στη συνεχιζόμενη επίθεση ενάντια στην ελληνική κινηματογραφία, με τα χειρότερα να έπονται από το «πολύκροτο» νομοσχέδιο για τον κινηματογράφο, οι δημιουργοί δεν έχουν την «πολυτέλεια» να περιορίζονται στα πρόσωπα, αλλά να επικεντρωθούν στο αντιδραστικό πολιτικό πλαίσιο. Αλλωστε, οι αντιδραστικές «μεταλλάξεις» του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου ή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δε σταμάτησαν από τις αλλαγές προσώπων στις διοικήσεις τους.

«Στροφή» προσανατολισμού

Στην επιστολή σημειώνεται ότι «σε μια χώρα που η παραγωγή των ταινιών ντοκιμαντέρ γίνεται με ελάχιστα μέσα, παρατηρείται το φαινόμενο, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που οργανώνει την πιο μεγάλη εκδήλωση για τον κινηματογράφο να υιοθετεί απόλυτα επιθετικό ρόλο απέναντι στο Ελληνικό ντοκιμαντέρ (...) Στην εποχή της απόλυτης κρίσης ιδεών, θεσμών, νοημάτων ο δ/ντής του φεστιβάλ αγνοεί και στην ουσία ακυρώνει την πλειοψηφία των γνωματεύσεων της "γνωμοδοτικής" επιτροπής, την οποία ο ίδιος όρισε (...) Χωρίς κανένα πρόσχημα (...) κόβει από όλα τα προγράμματα του Φεστιβάλ, Διεθνές, Πανόραμα κλπ. μεγάλο μέρος της ελληνικής παραγωγής».

Ταυτόχρονα, ενώ αυξήθηκε ο συνολικός αριθμός ταινιών που θα προβληθούν στο φεστιβάλ συγκριτικά με πέρυσι, υπάρχει «σαφής μείωση» των ελληνικών: Αύξηση των ξένων ταινιών κατά 70 έναντι μείωσης των ελληνικών κατά 48. Αυτό έχει και μία «παράπλευρη απώλεια»: Η νομοθεσία υποχρεώνει τους δημιουργούς να συμμετέχουν στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, για να διεκδικήσουν και τα Κρατικά Βραβεία κινηματογράφου. Αρα, ο διευθυντής του Φεστιβάλ αποφασίζει «για την οριστική απόρριψη των ταινιών ντοκιμαντέρ από τα Κρατικά βραβεία». Αυτό το «παράλογο σχήμα παγιδεύει την ελληνική ταινία και λειτουργεί απολύτως αντιδημοκρατικά».

«Ωριμο αίτημα» είναι να καταργηθεί αυτή η διάταξη και να «αλλάξει ο κανονισμός του φεστιβάλ». Π.χ., «η ομόφωνη απόφαση της Γνωμοδοτικής Επιτροπής να δεσμεύει τον καλλιτεχνικό διευθυντή για το τμήμα στο οποίο θα προβληθεί η ταινία, αλλά και για τη συμμετοχή της στα βραβεία FIPRESCI (σ.σ. Διεθνής Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου)» αφού «μέχρι τώρα ο διευθυντής αποφασίζει μόνος του για το ποιες ταινίες θα διαγωνιστούν στα βραβεία FIPRESCI και κρατάει πάντα τον κατάλογό τους κρυφό»!

Διαπιστώνεται «στροφή» του φεστιβάλ «στις τηλεοπτικές παραγωγές - ρεπορτάζ». «Περίπου 80 τηλεοπτικά επεισόδια - δημοσιογραφικά ρεπορτάζ προβλήθηκαν πέρσι», ενώ, τα τελευταία χρόνια, τα κεντρικά αφιερώματα γίνονται σε δημοσιογράφους της τηλεόρασης. Το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης πρέπει «να κάνει το απολύτως αυτονόητο»: «Να φιλοξενεί τα ντοκιμαντέρ της πρόσφατης ελληνικής παραγωγής κάθε έτους και να λειτουργεί ως ένα υγιές φόρουμ ανταλλαγής ιδεών, τεχνικών προσεγγίσεων, θεματολογίας κλπ. Να ενισχύει έτσι τα κίνητρα και τη δημιουργικότητα της ελληνικής παραγωγής. Οχι να συμβάλλει με λογικές προγραφών στην περιθωριοποίησή της».

«Σε μια εποχή κατά την οποία οι περισσότερες εκδοχές της τέχνης, απεκδύονται τον πρωταρχικό τους ρόλο, εκείνον της αμφισβήτησης, για να παραδοθούν όλο και περισσότερο στην εμπορευματοποίηση, υπάρχουν ακόμη πολλοί Ελληνες σκηνοθέτες με ευαισθησία στα θέματα της κοινωνίας και του ανθρωπισμού που υπηρετούν με προσήλωση το ντοκιμαντέρ». Ο διευθυντής «επιθυμεί να μην φιλοξενήσει αυτές τις προτάσεις αλλά να τη ρίξει στον Καιάδα του ακατάλληλου. Αυτό είναι από κάθε άποψη απαράδεκτο και απαιτούμε να διορθωθεί με άμεση κινητοποίηση της διεύθυνσης του φεστιβάλ και του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού. Ολοι οι φορείς του κινηματογράφου είναι απαραίτητο να συμβάλουν αποφασιστικά στην αλλαγή του νόμου και στην αποκατάσταση της αδικίας που διαπράττεται με αυτές τις τακτικές». Αναρωτιούνται, μεταξύ άλλων, αν το ΥΠΠΟ «συμμερίζεται αυτή την ιδιότυπη εφαρμογή πολιτικής πολιτισμού που εφαρμόζει ο Διευθυντής του φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ», «ο μόνος στόχος» του οποίου είναι «οι μετακλήσεις ξένων ταινιών και ο προγραμματισμός πολλαπλών επεισοδίων τηλεοπτικών σειρών δημοσιογραφικών εκπομπών».

Το πρόβλημα, βέβαια, είναι η ασκούμενη πολιτιστική πολιτική και όχι η «ιδιότυπη εφαρμογή» της. Αυτό επιβεβαιώνει και το ΥΠΠΟ μέσω του νεοδιορισμένου συμβούλου κινηματογραφίας, Βασίλη Κεσίσογλου, ο οποίος σε επιστολή του παραδέχεται ότι η διάταξη για τα Κρατικά Βραβεία και τα ντοκιμαντέρ «δεν έχω συναντήσει άνθρωπο του κινηματογράφου που να είναι πια υπέρ αυτής της ατυχούς ρύθμισης, συμπεριλαμβανομένου ίσως και του εμπνευστή της. Γι' αυτό είναι στα άμεσα σχέδιά μου να εισηγηθώ στον υπουργό την κατάργησή της».

Είναι πολύ πιθανό η διάταξη να καταργηθεί. Ομως τέτοιου είδους διαβεβαιώσεις λειτουργούν σε ένα συγκυριακό «πυροσβεστικό» επίπεδο και σε τίποτα δεν αλλάζουν την εχθρική προς τον ελληνικό κινηματογράφο πολιτική.

Την επιστολή υπογράφουν οι σκηνοθέτες: Νίκος Αλευράς, Νίκος Αναγνωστόπουλος, Λεωνίδας Βαρδαρός, Λένα Βουδούρη, Μιχάλης Γαλανάκης, Ηλίας Γιαννακάκης, Μαθιός Γιαμαλάκης, Λευτέρης Δανίκας, Προκόπης Δάφνος, Νίκος Ζωιόπουλος, Νίκος Θεοδοσίου, Σταύρος Ιωάννου, Εύη Καραμπάτσου, Δέσποινα Καρβέλλα, Γιώργος Καρυπίδης, Δέσποινα Κονταργύρη, Βασίλης Κολοβός, Βασίλης Λουλές, Θόδωρος Μαραγκός, Αντρέας Μαριανός, Γιάννης Μαυρογένης, Κώστας Μαχαίρας, Κώστας Μπάκας, Αντώνης Μποσκοΐτης, Γιάννης Νταρίδης, Λευτέρης Ξανθόπουλος, Ανδρέας Παγουλάτος, Αλέξανδρος Παπαηλιού, Λάκης Παπαστάθης, Σοφία Παπαχρήστου, Λουκία Ρικάκη, Θανάσης Σκρουμπέλος, Αγγελος Σπάρταλης, Σπύρος Ταραβήρας, Βαγγέλης Φάμπας, Γιάννης Φραγκουλάκης, Κώστας Χαραλάμπους, Γιώργος Χελιδονίδης, Σταύρος Ψυλλάκης.

«Η τέχνη είναι για ξεσήκωμα»...

Μιλούν στον «Ρ» τέσσερις από τους «κομμένους» σκηνοθέτες

«Ηταν να φύγω» της Λουκίας Ρικάκη
«Ηταν να φύγω» της Λουκίας Ρικάκη
Λουκία Ρικάκη(«Ηταν να φύγω»): «Παρακολουθώ το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ από την πρώτη χρονιά. Από το 2000 συμμετέχω κάθε χρόνο με ταινία. Ολες κατέληξαν στο πληροφοριακό τμήμα και σε όχι ιδιαίτερα προνομιακές ώρες προβολής. Οι ίδιες ταινίες έχουν διεθνή διανομή, προβλήθηκαν σε πολλά φεστιβάλ στο εξωτερικό και ορισμένες έχουν βγει σε αίθουσες στην Ελλάδα και έχουνε κάνει δεκάδες χιλιάδες εισιτήρια. Η αυθόρμητη κινητοποίηση των ντοκιμαντεριστών έγινε με αφορμή τις αυθαιρεσίες και τη λανθασμένη πολιτική του Φεστιβάλ. Τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει προσανατολισμό: Ενώ πολλές ταινίες μας δε "χωρούν", πια, στο πρόγραμμά του, εύκολα βρίσκουν θέση εκεί πολλαπλά επεισόδια τηλεοπτικών σειρών ρεπορτάζ. Πολλοί αξιόλογοι δημιουργοί με μεγάλο έργο στο ντοκιμαντέρ βρίσκονται φέτος εκτός Φεστιβάλ.

Στην εποχή που χαρακτηρίζεται από την παροχή τηλεοπτικών υποπροϊόντων επισημαίνουμε, με την πλειοψηφία των επιλογών μας ως σκηνοθέτες δημιουργικού, την ουσιώδη διαφορά μεταξύ του τηλεοπτικού ρεπορτάζ και της ταινίας του δημιουργού. Το πρώτο μπορεί να είναι άρτιο και ενημερωτικό, αποκαλυπτικό κάποιες φορές, αλλά δεν προτείνει αισθητική και ιδεολογική παρέμβαση στην πραγματικότητα, όπως η δεύτερη, που αποτελεί αισθητική και πολιτική πρόταση και, ως τέτοια, καθίσταται "αποσκευή μνήμης" των θεατών.

Προσδοκώ, το επίσημο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της χώρας, να τολμά το διάλογο γύρω από τη θεματική και την αισθητική των ταινιών. Η κοινωνία σήμερα έχει ανάγκη από αντιστάθμισμα στην κατανάλωση "έτοιμων" οπτικοακουστικών λύσεων που προτείνουν τα ΜΜΕ εν είδει "ταχυφαγητού". Εχουμε ευθύνη ως δημιουργοί να παράγουμε σκέψη και ταινίες αντίθετες στη διαρθρωτική ροή που έχουν αποκτήσει τα πράγματα. Το σινεμά οφείλει να είναι πιο προκλητικό στη φόρμα και στην αναζήτηση και στο περιεχόμενό του. Εχουμε ευθύνη να μην ενδώσουμε στις σειρήνες του καταναλωτισμού, γιατί απεμπολούμε τη σχέση μας με την τέχνη και την υποχρέωσή μας απέναντι στην κοινωνία. Η τέχνη είναι για ξεσήκωμα. Οφείλουμε να ξεσηκώνουμε τους υπόλοιπους να απαιτούν καλύτερα πράγματα από τη ζωή τους. Να μη συμβιβάζονται, να μη λουφάζουν στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση. Αλλιώς με το σινεμά μας δεν κάνουμε τέχνη, κάνουμε εμπορική τσιχλόφουσκα τύπου lifestyle. Δεν υπάρχει πια δικαιολογία για να μην κάνει κανείς μια ταινία, εκτός εάν δεν έχει κάτι να πει. "Αν θες να κάνεις μια ταινία κλέψε μια κάμερα και κάνε τη", λέει ο Χέρτζοκ. Οι ταινίες μάς υπενθυμίζουν ότι για να είμαστε ζωντανοί πρέπει να μιλάμε καθημερινά για τα πράγματα που μας νοιάζουν. Κι αν η ζωή αυτή μας έταξε να δουλεύουμε με τα υλικά της τέχνης, να θυμόμαστε ότι στην ίδια αυτή τη ζωή, οφείλουμε να επιστρέφουμε τα διπλά από αυτά που πήραμε με σεβασμό και αγάπη».

Πανδώρα Μουρίκη

«Ντίκος Βυζάντιος - Στα ίχνη της χαμένης ματιάς»

«Ντίκος Βυζάντιος - Στα ίχνη της χαμένης ματιάς» της Πανδώρας Μουρίκη
«Ντίκος Βυζάντιος - Στα ίχνη της χαμένης ματιάς» της Πανδώρας Μουρίκη
«Το ντοκιμαντέρ για τον σημαντικό αυτό ζωγράφο προβλήθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στο Μουσείο Μπενάκη και θα προβληθεί σε 17 χώρες μέσω της EBU (σ.σ. ένωση των ευρωπαϊκών οπτικοακουστικών δικτύων), αλλά το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ έκρινε ότι δεν μπορούσε να προβληθεί επειδή... "υπήρχαν πολλά ντοκιμαντέρ με ζωγράφους"»! Προσθέτει ότι και η περσινή της ταινία «Home - η δική μου Σιέρα Λεόνε» δεν προβλήθηκε στο Φεστιβάλ, παρά το γεγονός ότι ταίριαζε απόλυτα στη θεματική του για τα παιδιά πρόσφυγες, ενώ ήταν και το μοναδικό ελληνικό ντοκιμαντέρ με ήρωα παιδί. «Ο κ. Εϊπίδης δε βλέπει την ελληνική παραγωγή. Κάνανε επιλογή με ονόματα και τίτλους. Πέρυσι "έκοψε" την ταινία του Τάσου Ψαρρά για τον Σικελιανό. Για τον Ντίκο Βυζάντιο δεν είχαν ιδέα. Δεν κρίνανε την ποιότητα της ταινίας, αλλά το όνομα του ζωγράφου. Οι ξένοι όταν έχουν πέντε προγράμματα προσπαθούν να τα προωθήσουν όλα. Προωθούν τις δουλειές τους και δεν κόβουν από τα δικά τους πράγματα. Ο Δ. Εϊπίδης έχει πρόβλημα με την ελληνική παραγωγή γιατί δεν έχει κάνει ποτέ ταινία και δεν καταλαβαίνει πόσο κόπο προϋποθέτει να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα. Μόνο απέχθεια προκαλούν οι δηλώσεις του».

Λεωνίδας Βαρδαρός

«Τόποι πολιτικής εξορίας - Αϊ Στράτης»

«Τόποι πολιτικής εξορίας - Αϊ Στράτης», του Λεωνίδα Βαρδαρού
«Τόποι πολιτικής εξορίας - Αϊ Στράτης», του Λεωνίδα Βαρδαρού
«Τα πολιτιστικά αγαθά έχουν γίνει προϊόντα και η βιομηχανία του θεάματος έχει διεισδύσει σε όλους τους χώρους που παράγεται πολιτισμός, με τη βοήθεια της κυβέρνησης, μέσω σειράς νομοθετικών ρυθμίσεων. Αυτές οι ρυθμίσεις δεν είναι θέμα προσώπων και υπουργών, αλλά είναι κυβερνητική βούληση να αποποιηθεί τις ευθύνες της και στο χώρο του κινηματογράφου. Αυτό αποδείχτηκε και στην πράξη: Τα τελευταία χρόνια, όλο και λιγότερα δίνονται για την παραγωγή ταινιών, όλο και λιγότερες ταινίες παράγονται. Σα να μην έφταναν αυτά, έχουμε και τις "ιδιορρυθμίες" των "σοφών" του χώρου, όπως η περίπτωση της διοίκησης που εφαρμόζει ο διευθυντής του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ.

Η πολιτεία δαπανά διπλάσια χρήματα για να προβάλει την ξένη παραγωγή από αυτά που δίνει για την εγχώρια. Το 2002 πέρασε "νύχτα" η διάταξη που όριζε ότι για να πάρεις μέρος στα Κρατικά Βραβεία πρέπει να πας οπωσδήποτε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Το 2003 οι φορείς ορίσαμε ότι θα υπάρχει μια πενταμελής επιτροπή που θα αποφασίζει για τις ταινίες που θα συμμετέχουν, στη βάση τού να προβάλλεται όλη η ετήσια ελληνική παραγωγή στα διάφορα τμήματα. Αργότερα, διάβασα δηλώσεις του διευθυντή που έλεγε ότι οι συνδικαλιστές θέλουν να του βάλουν δυσκολίες, ώστε να μην μπορεί να πραγματώσει το όραμά του. Εφερε το αίτημά του στο ΔΣ - το οποίο φέρει κι αυτό ευθύνη - και κατάφερε να έχει τον απόλυτο έλεγχο. Φέτος, μάς έστειλε μια επιστολή που έγραφε ότι η δουλειά μας έχει ενδιαφέρον, αλλά δεν επιλέχθηκε και αν θέλουμε μπορούμε να πάμε στο Φεστιβάλ... για να τις πουλήσουμε! Το 2000 είχα κάνει ταινία για τη Μακρόνησο και αποκλείστηκε με το αιτιολογικό ότι δε θα κάνανε αφιέρωμα στο πολιτικό ντοκιμαντέρ. Φέτος του απάντησα ως εξής: "Στην Ελλάδα έγινε ένας εμφύλιος πόλεμος, περάσανε 100.000 αγωνιστές από τα νησιά της εξορίας και πολλοί από αυτούς δεν ξαναγύρισαν. Πρέπει να μου απαντήσει τι πρόβλημα έχει με τη Μακρόνησο και τον Αϊ Στράτη"».

Νίκος Θεοδοσίου

«Ο κος Λεονάρδος και οι άλλοι»

«Ο κος Λεονάρδος και οι άλλοι» του Νίκου Θεοδοσίου
«Ο κος Λεονάρδος και οι άλλοι» του Νίκου Θεοδοσίου
«Το πρόβλημα που υπάρχει με το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης εμφανίζεται συχνά σαν μία αντιπαράθεση ανάμεσα στον καλλιτεχνικό διευθυντή του και τους σκηνοθέτες ντοκιμαντέρ. Στην πραγματικότητα είναι κάτι πολύ πιο βαθύ και ουσιαστικό. Από τις επαφές με ξένους συναδέλφους έχω σχηματίσει την εικόνα ότι σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου υπάρχει εδώ και χρόνια μια οργανωμένη επίθεση στο ντοκιμαντέρ του δημιουργού. Κύριος φορέας αυτής της επίθεσης είναι τα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα. Γι' αυτά η άμεση, αντικειμενική καταγραφή της πραγματικότητας, είναι το αυθεντικό ντοκιμαντέρ. Επιβάλλοντας τους δικούς τους, τηλεοπτικούς ρυθμούς παραγωγής, προωθούν ένα είδος βιομηχανοποιημένου ντοκιμαντέρ. Γι' αυτό το ντοκιμαντέρ δε χρειάζεται ένας σκηνοθέτης με καλλιτεχνικές και κοινωνικές ευαισθησίες. Αρκεί ένας άνθρωπος με μία κάμερα. Βέβαια, η αντικειμενικότητα αυτού του ντοκιμαντέρ είναι μια απάτη. Είναι απλά η "αντικειμενικότητα" του εκάστοτε παραγωγού καναλιού - φορέα εξουσίας. Δυστυχώς, σε αυτή τη γραμμή κινείται εδώ και χρόνια το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, δίνοντας προτεραιότητα στα τηλεοπτικά προϊόντα και θάβοντας τις ανεξάρτητες παραγωγές. Μια γραμμή αντιδραστική που υπονομεύει το μέλλον του δημιουργού και πλήττει το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης. Και δεν αμφισβητεί κανείς το δικαίωμα του καλλιτεχνικού διευθυντή ενός φεστιβάλ να επιβάλει τις πολιτικές και αισθητικές του απόψεις μέσα από την επιλογή ή αποκλεισμό ταινιών, αλλά αυτό δεν μπορεί να το κάνει με τα χρήματα που παίρνει από τη δικιά μας φορολογία».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ