ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 15 Αυγούστου 2000
Σελ. /24
ΝΕΟΛΑΙΑ
Τα παιδιά της πιτσαρίας...

Ονειρα πνιγμένα σε διαδρομές απίστευτες να τρέχουν σε δύο ρόδες... Ονειρα που παίρνουν διαρκώς παράταση, μέχρι να βρεθεί η ευκαιρία που θα τα πραγματοποιήσει. Είναι τα όνειρα των «παιδιών της πιτσαρίας και της παραγγελίας». Χιλιάδες νέοι, οι περισσότεροι απόφοιτοι λυκείου και κάποιας ιδιωτικής σχολής, που δίνουν το δικό τους αγώνα επιβίωσης, βγάζοντας τουλάχιστον το χαρτζιλίκι τους.

Είναι τα παιδιά εκείνα, που, λίγο πολύ, τα έχουμε δει όλοι να κάνουν «διανομή κατ' οίκον» τις παραγγελίες που γίνονται στις πιτσαρίες... Είναι οι χιλιάδες νέοι, που επιμένουν να αντιστέκονται στη ρήση «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού». Μια και με τις πρώτες κουβέντες που ανταλλάσσεις μαζί τους, διαπιστώνεις το φόβο τους μήπως «η δουλιά για το χαρτζιλίκι» γίνει μόνιμη ή σταθεί εμπόδιο να «κυνηγήσεις» τα όνειρά σου, μήπως «σε απορροφήσει τόσο και μετά είναι αργά»...

Ιστορίες κωμικοτραγικές, αλλά καθημερινές για όσους κάνουν αυτή τη δουλιά, για όσους βιώνουν για μήνες ή και χρόνια την αίσθηση του εφήμερου, προκειμένου να μη βιώσουν στα 23 τους χρόνια την ανεργία.

Μια και οι ώρες περνούν, τα χιλιόμετρα είναι αμέτρητα, το μεροκάματο φτωχό, οι κίνδυνοι μεγάλοι. Ενα από τα πρώτα θέματα που έθιξαν οι εργαζόμενοι ήταν οι κίνδυνοι που διατρέχουν τις τέσσερις, έξι και καμιά φορά οχτώ ώρες που βρίσκονται πάνω στο μηχανάκι. Ενώ οι καιρικές συνθήκες παίζουν και αυτές καθοριστικό ρόλο. Το χειμώνα ο κίνδυνος να γλιστρήσεις από τα νερά της βροχής είναι μεγάλος, η πιθανότητα να αρρωστήσεις είναι εξίσου μεγάλη. Οσο για το καλοκαίρι, οι συνθήκες είναι πάρα πολύ άσχημες, αφού τότε «κινδυνεύεις να πάθεις ηλίαση ή να ζαλιστείς». Και όλα αυτά για ένα μισθό που πλησιάζει το βασικό και μια ανύπαρκτη ασφάλιση...

Πνίγονται τα όνειρά μας

Η θερμοκρασία ανεβαίνει, το θερμόμετρο ξεπερνά τους 40 βαθμούς Κελσίου, όμως, οι παραγγελίες σε γνωστή πιτσαρία «πέφτουν» βροχή. Ετσι, το μαρτύριο του χειμώνα, με βροχές και κρύο πάνω στο μηχανάκι, δίνει τη σκυτάλη στον καλοκαιρινό γολγοθά και την ανελέητη ζέστη.

Στην επιστροφή από μια μεγάλη παραγγελία που είχαν κάνει οι εργαζόμενοι ενός γραφείου στο Σύνταγμα και με το θερμόμετρο να έχει ξεπεράσει τους 43 βαθμούς Κελσίου, συναντήσαμε τον Γιώργο Κώστα, ένα από τα παιδιά που πηγαίνουν τις παραγγελίες. Η κούραση και η εξουθένωση ήταν ολοφάνερη στο πρόσωπό του. «Από το πρωί έχω κάνει τρία δρομολόγια στο κέντρο της Αθήνας. Σύνταγμα, Αμπελόκηπους, Βικτώρια. Και έχω άλλες πέντε ώρες, οι οποίες θα είναι γεμάτες δρομολόγια. Είναι μεγάλο βάσανο αυτή η δουλιά», επισημαίνει.

Ο Γιώργος είναι 22 χρονών και επί δύο χρόνια φοιτούσε σε ένα ιδιωτικό ΙΕΚ, έχοντας επιλέξει την ειδικότητα του ηχολήπτη. Βέβαια, και ο Γιώργος είναι ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες νέους, που το πέρασμά τους από κάποια ιδιωτική σχολή, κάθε άλλο παρά τους εξασφάλισε κάποια εργασία σχετική με το αντικείμενο που είχαν σπουδάσει. «Τα κυκλώματα είναι πολύ στενά. Οι ιδιωτικές σχολές το μόνο που σου προσφέρουν είναι ένα τυπικό χαρτί. Οπως καταλαβαίνεις, μετά από τα, περίπου, δύο εκατομμύρια που στοίχισαν τα δύο χρόνια στη σχολή, είναι αδύνατο να ζητήσεις άλλα τόσα από τους γονείς σου, για να σε συντηρούν μέχρι να περάσεις το διάστημα που θα βρεις αυτό που θέλεις να κάνεις. Που έχεις ονειρευτεί».

Ομως, ο Γιώργος δεν παραιτείται και είναι αποφασισμένος τελικά «να τη βρει την άκρη». «Σίγουρα δε σκοπεύω να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου, πάνω στο μηχανάκι και να τρέχω από σπίτι σε σπίτι. Παράλληλα με τη δουλιά στην πιτσαρία, λέει, έχω βάλει γνωστούς και φίλους να ψάχνουν. Το ίδιο κάνω κι εγώ, όποτε έχω ελεύθερο χρόνο».

Ελεύθερος χρόνος, που, δυστυχώς, είναι πολύ περιορισμένος, μια και η δουλιά δε σου αφήνει πολλά χρονικά περιθώρια για «να ψαχτείς», αλλά ούτε και μετά από οχτώ ώρες πήγαινε - έλα, έχεις την ευεξία για να τρέξεις, να ρωτήσεις, να μάθεις, να ενδιαφερθείς. «Φαντάσου, επισημαίνει ο Γιώργος, να είσαι οχτώ ώρες μέσα στο λιοπύρι το καλοκαίρι, είτε μέσα σε πλημμυρισμένους δρόμους το χειμώνα. Με τι διάθεση μετά να τρέξεις και να ρωτήσεις για άλλη δουλιά; Το μόνο που σκέφτεσαι είναι να κοιμηθείς. Καταλαβαίνεις τώρα γιατί δε γουστάρω να περάσω τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μου, κάνοντας τέτοιες δουλιές; Είναι στιγμές, μα το θεό, που καταριέμαι την τύχη μου και τη ζωή που κάνω. Καταριέμαι όλο αυτό που λέγεται σύστημα, όλα και όλους όσοι με εκμεταλλεύονται. Τελικά, είναι πάρα πολλά εκείνα που δε σε αφήνουν να ανασάνεις, σου πνίγουν τα όνειρα, σου στερούν το δικαίωμα έστω και να δοκιμάσεις. Ναι, όλα αυτά είναι που καταριέμαι κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ»...

Aνασφάλιστοι εκτεθειμένοι σε κινδύνους

Πέρα από το κρύο και τη ζέστη, τα «παιδιά της πιτσαρίας» έρχονται αντιμέτωπα καθημερινά με τον κίνδυνο της ίδιας τους της ζωής. Ολη μέρα είναι εκτεθειμένοι πάνω σε δύο ρόδες και δεν είναι λίγες οι φορές που «το κακό έγινε».

Μια δουλιά με αρκετούς κινδύνους, και το φτωχό μεροκάματο, ο μισθός των 150 χιλιάδων δραχμών, είναι αδύνατο να καλύψει τις ανάγκες που προκύπτουν από ένα πιθανό ατύχημα ή μια κακοτοπιά.

«Για τέσσερα χιλιάρικα είμαστε όλη μέρα στο δρόμο. Αν η μέρα πάει καλά, μπορεί να βγάλουμε και δύο με τρία χιλιάρικα μπουρμπουάρ. Λεφτά, που είναι πολύ λίγα, αν αναλογιστείς ότι όλη μέρα είμαστε εκτεθειμένοι σε πάρα πολλούς κινδύνους. Ανά πάσα στιγμή μπορείς να τρακάρεις ή να χτυπήσεις άσχημα», λέει ο Νίκος Λιοτσάκης, ο οποίος έχει δουλέψει σε διάφορες πιτσαρίες τα τελευταία τρία χρόνια.

Ο Νίκος πριν λίγο καιρό αναγκάστηκε να μείνει για ένα μήνα στο κρεβάτι. Ηταν βράδυ, έβρεχε και πηγαίνοντας μια παραγγελία στη Νέα Σμύρνη τράκαρε με ένα αυτοκίνητο. Το αποτέλεσμα ήταν να σπάσει το πόδι του. «Οσο και αν προσέχεις, έρχεται και η στιγμή που το κακό θα γίνει, αφού είσαι όλη μέρα στο μηχανάκι. Τη θυμάμαι σαν χτες εκείνη τη μέρα. Ημουν από το πρωί στους δρόμους. Σε κάποια στιγμή, ήμουν τόσο κουρασμένος και είχα αφαιρεθεί, όταν έπεσα σε έναν εξίσου απρόσεχτο και αφηρημένο οδηγό. Επεσα στο πεζοδρόμιο με πολλούς πόνους και αμέσως μεταφέρθηκα στο νοσοκομείο. Βέβαια, το αφεντικό έδειξε κατανόηση για την παραγγελία που δεν πήγε εκείνο το βράδυ στον προορισμό της. Ομως, έκανα δύο μήνες να ξεχρεώσω τα χρέη», επισημαίνει ο Νίκος.

Χρέη, που προέκυψαν, τόσο για τις ζημιές που υπέστη το μηχανάκι, όσο και για τα έξοδα νοσηλείας. «Ξέρεις, όσα παιδιά κάνουμε αυτή τη δουλιά, είμαστε ανασφάλιστοι. Αν μας συμβεί κάτι - και επιζήσουμε - τα πληρώνουμε όλα από την τσέπη μας. Και άντε μετά να "ξελασπώσεις"»...

Σε αυτό το σημείο παρεμβαίνει ο Βλάσσης Αρούκατος, ο οποίος διηγείται ένα παρόμοιο περιστατικό, με πρωταγωνιστή ένα φίλο του που τράκαρε και χτύπησε. Ομως, η ιστορία είχε αναπάντεχο τέλος. «Δεν τον πρόσεξαν, το μηχανάκι ανατράπηκε και από τύχη δε σκοτώθηκε το παιδί. Ευτυχώς, είχε πάθει μια απλή θλάση στο γόνατο, δύο τετράγωνα πιο κάτω από το σπίτι που έπρεπε να παραδοθεί η παραγγελία. Αυτοί που είχαν παραγγείλει την πίτσα, πήραν το αφεντικό και αντάλλαξαν βαριές κουβέντες. Μάλλον πεινούσαν πολύ», λέει ειρωνικά ο Βλάσσης.

Και συνεχίζει: «Το αποτέλεσμα ήταν ο ιδιοκτήτης της πιτσαρίας να ξεσπάσει στο παλικάρι που χτύπησε και να του ανακοινώσει την απόλυσή του. Ετσι απλά. Χωρίς αποζημίωση, χωρίς τίποτα. Και ξέρεις πόσα τέτοια γίνονται; Πάρα πολλά. Βάζεις σε κίνδυνο τη ζωή σου για μερικά χιλιάρικα και βρίσκεις και το μπελά σου»!

Το επιστέγασμα της συζήτησης δίνεται από τον Ν. Λιοτσάκη. «Ολοι ψάχνουμε για κάτι καλύτερο και βλέπουμε τη λύση της πιτσαρίας ως κάτι το εφήμερο. Ομως, με την ανεργία που μαστίζει και την Ελλάδα είναι δύσκολο να βρεις δουλιά της προκοπής. Μέχρι τότε υπομένεις και ανέχεσαι, ελπίζοντας σε ένα καλύτερο αύριο»!


ΡΕΠΟΡΤΑΖ:
Ελένη ΤΖΙΒΡΑ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ