ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 28 Μάη 2000
Σελ. /36
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
«Θα σμίγουν τα χνάρια των χεριών μας»

Ενα μικρό αφιέρωμα στο λόγο του ποιητή όπως περιέχεται στη μουσικο-θεατρική παράσταση «Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις» και η οποία μετά τη Μονεμβασιά θα παρουσιαστεί και σε άλλες πόλεις, με πρωτοβουλία του σωματείου «Πολιτιστική Παρέμβαση»

Ωραία, λοιπόν. Καλό το αίτημα: Να γράψουμε περισσότερα στοιχεία από την παράσταση «Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις». Ας αρχίσουμε απ' την άρνηση: Να μην τολμήσουμε μια κριτική αποτίμηση. Αλλου δουλιά. Δική μας η πρόκληση: Γιατί η παράσταση μετά την παρουσίασή της στη Μονεμβασιά πήρε το δρόμο για τις γειτονιές του κόσμου; Γιατί ξανά για τον Ρίτσο; Τυπικά αφορμή έδωσε το 10χρονο από το θάνατό του. Αλήθεια είναι μόνο πως ζητούσαμε την αφορμή. Και πως χαρήκαμε όταν μάθαμε πως το σωματείο «Πολιτιστική Παρέμβαση» άνοιξε για τα καλά τα πανιά του. Ηδη μαθαίνουμε πως δουλεύεται κι ο Βάρναλης.

Κάποιοι, λοιπόν, επιμένουν. Για μία έξω από εμπορευματικές σχέσεις ανάγνωση, κατανόηση, βίωση, ακόμα και διδαχή. Ο Ρίτσος έδωσε το υλικό. Την ευθύνη να το παρουσιάσει ανέλαβε η «Πολιτιστική Παρέμβαση» κι ο «Ριζοσπάστης» δε θα μπορούσε παρά να ενισχύσει αυτή την προσπάθεια, υιοθετώντας αυτό που τα ίδια τα παιδιά της παράστασης αναφέρουν: «Ο ποιητικός, ο αγωνιστικός και ανθρώπινος δρόμος του Γ. Ρίτσου δεν έχει σύνορα και δεν μπορεί να χωριστεί σε κατηγορίες. Η πορεία αυτή είναι αδιαίρετη. Κανείς δεν μπορεί να προσεγγίσει τον Ρίτσο από τη μια πλευρά, χωρίς να συνδεθεί με τις άλλες. Η κάθε μια και όλες μαζί κλείνουν μέσα τους όλες τις ομορφιές και όλες τις αξίες της ζωής που βρήκαν την ολοκλήρωσή τους σ' αυτόν τον σπουδαίο άντρα της άγριας και περήφανης Μονεμβασιάς. Τον ποιητή που έμελλε να γίνει ο ποιητής του λαού μας».

«Αυτόν τον ποιητή, τον άνθρωπο, αυτό το παιδί της ανάγκης και της θύελλας, τον ποιητή της τελευταίας προ ανθρώπων εκατονταετίας θέλουμε να τιμήσουμε. Αυτόν τον Ανθρωπο Ποιητή θέλουμε να τιμήσουμε, που σήκωσε ο ίδιος χέρι - χέρι με το λαό μας το σταυρό του, σε όλους τους τόπους των μαρτυρίων και των βασανιστηρίων της μετεμφυλιακής Ελλάδας και έμεινε όρθιος, αλύγιστος, ασυμβίβαστος, γιατί όλα αυτά που βίωσε στη μακρόχρονη δημιουργική του πορεία ήταν συνειδητή επιλογή ζωής».

Τα κείμενα, λοιπόν, που ακολουθούν δεν είναι άλλο από Γιάννης Ρίτσος έτσι όπως ο ίδιος παρουσιάζεται μέσα από την παράσταση, που με τη σειρά της υπακούει στο «πίσω από τα πράγματα κρύβομαι για να με βρείτε,/ αν δε με βρείτε, θα βρείτε τα πράγματα,/ Θ' αγγίξετε εκείνα που άγγιξε το χέρι μου,/ Θα σμίγουν τα χνάρια των χεριών μας».

Είχαμε την τύχη να είμαστε στη Μονεμβασιά στην πρώτη παρουσίαση. Μας άρεσε αυτή η χρονολογική παρουσίαση του ποιητή μέσα από τον ίδιο του το στίχο. Μας άρεσε και το δέσιμο όλου αυτού του υλικού με μουσική. Μας άρεσε ο τρόπος που σκηνοθετήθηκε κι ο τρόπος που αποδόθηκε. Δυστυχώς, στο χαρτί όλα αυτά δε μεταφέρονται. Επιλέξαμε να παραθέσουμε αποσπάσματα, έτσι όπως με ρυθμό πολυβόλου περνούν απ' τη σκηνή. Στο χέρι του αναγνώστη να αναζητήσει την παράσταση σε κάποιον από τους σταθμούς του ταξιδιού της. Αξίζει!

«Απ' την πληγή μου κοίταξα του κόσμου την πληγή»

Τα φώτα στην πλατεία σβήνουν. Ανάβει λευκή η οθόνη. Φωνές που ξεκινάνε απ' τα παρασκήνια και πλησιάζουν, απαγγέλλουν απλά στίχους του Ρίτσου. Μπλέκονται μεταξύ τους και σε ορισμένα σημεία ακούγονται καθαρά. Οι ηθοποιοί εμφανίζονται σαν σκιές μπροστά στη λευκή οθόνη και αργά, απαγγέλλοντας, παίρνουν τις θέσεις τους.

«Ηταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ, δύσκολος δρόμος».

«Το 1909 στη Μονεμβασιά Λακωνίας...».

«Δω πέρα ο ουρανός δε λιγοστεύει ούτε στιγμή το Λάδι του ματιού μας/Δω πέρα ο ήλιος παίρνει πάνω του το μισό βάρος της πέτρας που σηκώνουμε στη ράχη».

1921: Ο θάνατος εμφανίζεται βίαια στη ζωή του. Μέσα σε τρεις μήνες ο ποιητής χάνει από φυματίωση αδελφό και μάνα.

«Κράτησα εντός της μάνας μου το φέρετρο ανοιχτό».

Τελειώνει το γυμνάσιο στο Γύθειο κι έπειτα πηγαίνει στην Αθήνα. Δουλεύει σαν αντιγραφέας σε συμβολαιογραφείο.

«Πάλεψε με τις λέξεις, με το χρόνο, με τα πράγματα. Εδωσε θέση στην πεταλούδα, στο χαλίκι, στ' αλογάκι της Παναγίας. Στους ολονύχτιους στεναγμούς των άστρων, στη δροσοστάλα που πέφτει απ' το ροδόφυλλο, στ' άρρωστο αηδόνι, στις μεγάλες σημαίες, στο γαλάζιο, στο κόκκινο, στο κίτρινο. Πλούτισε τον κόσμο με μόχθο και εγκαρτέρηση. Σκαλί σκαλί ανέβηκε την πέτρινη τεράστια σκάλα».

Σανατόριο. «Απ' την πληγή μου κοίταξα του κόσμου την πληγή». Μελετά Μαρξισμό και δένεται με το προοδευτικό - επαναστατικό κίνημα της εποχής. Ο ποιητής Ρίτσος εξελίσσεται. Ο αγωνιστής Ρίτσος γεννιέται.

1933. «Τρακτέρ» και Ι. Σοστίρ στο «Ριζοσπάστη».

1936. Η Θεσσαλονίκη πνίγεται στο αίμα. Απεργία καπνεργατών. «Τα που δε μούπαν οι καιροί και όλου του κόσμου οι γλώσσες/ Μου τάπε μόν' η μια στιγμή, ξεχωριστή στις τόσες». Επιτάφιος.

Δεκέμβρης του 1937. Η αγαπημένη του αδερφή Λούλα κλείνεται στο Δημόσιο Ψυχιατρείο, ύστερα από μια σοβαρή νευρική κρίση. «Το λιγνό σώμα σου περιτυλίγεται τον τεφρό μανδύα της αλλοφροσύνης. Τα μάτια σου απομείνανε δύο πύργοι γυάλινοι, ακατοίκητοι και μέσα τους γυρνούν αδέσποτες οι σκιές του παρελθόντος». Παλαμάς: «Να παραμερίσουμε ποιητή για να περάσεις».

«Μάθαμε κάτι πράγματα απλά»

1940 «Εμβατήριο του Ωκεανού».

«Αδέλφια μου ακούτε τη φωνή σας, τη φωνή μου. Ακούτε το τραγούδι του ήλιου και της θάλασσας».

Αλβανικό έπος. «Τελευταία προ Ανθρώπου Εκατονταετία»: «Είχαν βαδίσει μήνες και μήνες πάνου/σ' άγνωστες πέτρες/πάνου στο χιόνι/μαζί με τις ελιές τους και τ' αμπέλια τους-/άλλος άφησε κει πάνου ένα πόδι, ένα χέρι/άλλος ένα κομμάτι απ' την ψυχή του/καθένας κι' έναν ή πιότερους νεκρούς...».

27 Απριλίου 1941. Οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την Αθήνα. Κατοχή. «Δεν έκλαψε κανένας. Δεν είχαμε καιρό. Μόνο που η σιγαλιά μεγάλωνε πολύ κ' ήταν το φως συγυρισμένο κάτου στο γιαλό σαν το νοικοκυριό της σκοτωμένης».

1941, Ιδρυση του ΕΑΜ. «Ποιος είπε πως δεν αγαπούσαμε τη ζωή;/Ποιος είπε πως δε λογαριάζουμε το θάνατο;/Εμείς δε θέλαμε ποτέ να πεθάνουμε./Εμείς μπορούσαμε να πεθάνουμε να πεθάνουμε μόνο για τη ζωή».

«Μιλούσαν λίγο.../Κουβαλούσαν στους ώμους τους την Ελεύθερη Ελλάδα./Ερχονται μέσα από πολλές νύχτες, από πολλούς φόβους, από πολλές ενέδρες».

Μ' αυτούς θα ενωθώ

Προσχωρεί στο Εργατικό Τμήμα του ΕΑΜ. «Οι κρεμασμένοι κλείναν γύρω - γύρω τον ορίζοντα. Μα εμείς ανάμεσα στους κρεμασμένους κοιτάζαμε κατάματα τον ήλιο. Ρίχναμε βιαστικά λίγο νερό στο πρόσωπο και φεύγαμε για τις παράνομες δουλιές μας». «Οι φίλοι μας φεύγαν την αυγή. Το βράδυ δε ματάρχονταν. Ξέραμε. Σφίγγαμε την καρδιά μας σα γροθιά. Δεν κλαίγαμε. Χρειάζονταν πολλή αγάπη ανάμεσά μας, για να μην ακούγεται ο θάνατος, που σεργιανούσε στα βήματά μας».

Στο σπίτι του συνεδριάζει η Κομματική Οργάνωση των Διαφωτιστών με την Ηλέκτρα Αποστόλου. «Με τούτα τα θλιμμένα αστέρια του Αλέκου, με τούτα τα στεγνά λόγια του Πέτρου, με τούτα τα γυαλιά και τη ρεπούμπλικα του Αντρέα, με τούτα τα γαλάζια μάτια του Βάσου, με τούτη τη στάχτη της Ηλέκτρας, με τούτη τη φλόγα της Ζόγιας, έτσι θα σας νικήσουμε κι εσάς τους τελευταίους εχτρούς μας, για ν' ανασάνει ο ήλιος μας στις γειτονιές του κόσμου».

1944. Απελευθέρωση. «Παράξενο, πρώτη φορά, σε σύσκεψη δική μας, ανοιχτά τα παράθυρα, βλέποντας στο γαλάζιο. Φαίνονταν ο Λυκαβηττός στο βάθος, ένας παιδιάστικος Λυκαβηττός, αστείος με το σκουφάκι, κι η πολιτεία ήταν μεγάλη κι όμορφη, κι η πολιτεία που θα χτίζαμε αύριο - μεθαύριο, θα 'ταν πολύ πιο μεγάλη. Πολύ πιο όμορφη».

«Εσμιξε η μπλούζα το χακί, φαντάρος τον εργάτη. Κι αστράφτουν όλοι μια καρδιά - βουλή, σφυγμός και μάτι».

«Ομορφες μέρες... Δεν προφτάσαμε να τις χαρούμε».

Δεκέμβρης του '44. Ο Τσόρτσιλ δίνει διαταγή στις βρετανικές δυνάμεις ν' αποβιβαστούν στο ελληνικό έδαφος. «Τόση βροχή και δεν ξεπλύθηκαν οι δρόμοι. Μεγάλοι λεκέδες αίμα - πάνου στο αίμα τ' αποτσίγαρα με εγγλέζικες μάρκες».

«Κι είδαμε τους προδότες να φτύνουν τους ήρωες». «Κι είδαμε τον ήλιο μια ολάνοιχτη πληγή». «Κι είδαμε τους προδότες να φτύνουν τους ήρωες». «Κι είδαμε πολύ χακί έξω απ' τις πόρτες μας». «Οπως στον καιρό της κατοχής». «Κι είδαμε τους προδότες να φτύνουν τους ήρωες». «Κι είδαμε πολύ μαύρο στην καρδιά μας». «Οπως στον καιρό της κατοχής». «Κι είδαμε τους ήρωες μέσα στα σίδερα». «Κι είδαμε τους προδότες να φρουρούν τους ήρωες». «Κι είδαμε να κλειδώνονται νωρίς οι πόρτες». «Κι οι νύχτες γιόμισαν με πυροβολισμούς». «Κι είδαμε τους προδότες να φρουρούν τους ήρωες». «Οπως στον καιρό της κατοχής»...

«Τι θόρυβο που κάνουν Τζον τα κανόνια σας, δε μ' ακούς, που να μ' ακούσεις; Τα κανόνια σας σκότωσαν πάλι το Γιωργάκη, που τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί». «Σκότωσαν πάλι το Βαγγέλη, που τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί». «Σκότωσαν πάλι τον Φούτσικ, στην Ελλάδα του Δεκέμβρη». «Σκότωσαν πάλι τον Βύρωνα που 'χε πεθάνει για την Ελλάδα». «Σκότωσαν πάλι τον Περί». «Σκότωσαν πάλι τον Πέτρο». «Σκότωσαν πάλι τη Ζόγια». «Σκότωσαν πάλι την Ηλέκτρα». «Σκότωσαν πάλι τον Αλέκο». «Σκότωσαν, Τζον, τους διακόσιους μας». «Σκότωσαν, Τζον, όλους εκείνους που 'χαν σκοτωθεί για το καλό του κόσμου».

«Εριξε ο λαός τον μπόγο του στον ώμο»

«Ετσι τελείωσε ο Δεκέμβρης. Εριξε ο λαός τον μπόγο του στον ώμο του κι έφυγε ο λαός. Δεν τον σηκώνει ο τόπος/ τραβάει πιο πάνω να στήσει το ταμπούρι του».

«Η Αθήνα απόμεινε έρημη. Κλεισμένα τα γραφεία του Κόμματος, κλεισμένα τα γραφεία του ΕΑΜ, κλεισμένα τα σπίτια, κλεισμένα τα στόματα, κλεισμένες οι καρδιές. Κατέβηκαν οι σημαίες απ' τα μπαλκόνια κι η οδός Σταδίου μετονομάστηκε σε οδό Τσώρτσιλ».

Φλεβάρης του 45. Συμφωνία της Βάρκιζας. «Συμφωνία; Κάνεις να πάρεις το μυστρί να μπαλώσεις τις πληγές απ' τις σφαίρες/ σου παίρνουν το μυστρί και το χέρι, κάνεις να σπείρεις στο σακατεμένο αγρό μια φούχτα στάρι/ σου παίρνουν τον αγρό, κάνεις να χαμογελάσεις στο λιόγερμα/ σου παίρνουν τον ήλιο και το πρόσωπο».

3.000 καταδίκες σε θάνατο. «Ετσι θαρρούν πως θα μας πνίξουν, σύντροφε. Δεν ξέρουν τι θα πει κομμουνιστής. Δεν ξέρουν πόσες χιλιάδες παράθυρα έχει η καρδιά του όλα ανοιγμένα διάσπαρτα στο μέλλον».

Κυρά των αμπελιών. «Ετσι στητή και δυνατή καταμεσής στον κόσμο, κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο δεξί την άγια σπάθα, είσαι η ομορφιά κι η λεβεντιά κι είσαι η Ελλάδα».

«... εμείς διαβάζαμε την ιστορία του κόσμου σε μικρά ονόματα σε κάποιες χρονολογίες σκαλισμένες με το νύχι στους τοίχους των φυλακών, σε κάποιους στίχους που έμειναν στη μέση για να τους τελειώσουμε».

1948: Κοντοπούλι Λήμνου. «Δυο ημερολόγια εξορίας». «Καπνισμένο Τσουκάλι». «Χαμογελάμε κατά μέσα. Παράνομο χαμόγελο». «Θέλω να δώσω στα πράγματα ένα νόημα που δεν έχουν». «Οπως παράνομος έγινε κι ο ήλιος, παράνομη και η αλήθεια». «Ευλογημένη ας είναι η πίκρα μας». «Θέλω να παρομοιάσω ένα σύννεφο μ' ένα ελάφι. Δεν το μπορώ». «Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν». «Ευλογημένη η αδελφοσύνη μας». «Αυτό το χαμόγελο δεν μπορούν να μας το πάρουν». «Ευλογημένος κι ο κόσμος που γεννιέται».

1949 «4ο Τάγμα Μακρονήσου». 12 Κλωβοί. 10.000 εκτοπισμένοι Λιόγερμα. «Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν και ο θάνατος είναι πιο κοντά» «ημερολόγιο εξορίας», «Πέτρινος χρόνος». «Αυτά κάνεις Τζων, αυτά κάνεις Τομ. Σ' ευχαριστώ Τζων για τη Μακρόνησο». «Σ' ευχαριστώ Τομ για τη Μακρόνησο. Εκεί μελέτησα τη ζωή και το θάνατο». «Εκεί θάψαμε το θάνατο».

1950: Αη Στράτης: «Την ξέρεις τη μεγάλη ερημιά της εξορίας αυτές τις θυμωμένες ακρογιαλιές που μπορεί νάταν δικές μας... κι είναι ξένες».

«Γράμμα στο Ζολιό Κουρί». «Αγαπημένε μου Ζολιό, σου γράφω απ' τον Αη Στράτη. Βρισκόμαστε εδώ πέρα κάπου τρεις χιλιάδες άνθρωποι απλοί, δουλευτάδες, γραμματιζούμενοι». «Ανθρωποι απλοί σαν τα δέντρα μπροστά στον ήλιο». «Ανθρωποι που δεν έχουμε άλλο κρίμα στο λαιμό μας εξόν μονάχα που αγαπάμε όπως κι εσύ τη λευτεριά και την ειρήνη». «Μάθαμε τώρα κάτι πράγματα απλά». «Πολύ απλά, πολύ σίγουρα. Δεν είμαστε σοφοί Ζολιό απλά πράματα λέμε, πολύ απλά τα λέμε». «... πως αξίζει κανένας να ζει και να πεθαίνει για τη λευτεριά και την ειρήνη».

Ατελέσφορο ποίημα

1952.Ο Ν. Μπελογιάννης στο απόσπασμα. Ο Γ. Ρίτσος στον Αϊ - Στράτη. «Εσύ απόδειξες πόσο μικρή είναι η λευτεριά, να φιλάς ένα στόμα, να κάθεσαι βουβός στο πεζούλι της βραδιάς. Πόσο μικρή είναι τούτη η λευτεριά μπροστά στην άγρια λευτεριά να βγάζεις την καρδιά σου σα γαρίφαλο απ' τον κόρφο σου για να μοσχοβολάν τα σύμπαντα Θυσία και ειρήνη».

Το '54 παντρεύεται. «Με τα τέσσερα παράθυρά μου ολάνοιχτα στον κόσμο που τον συγύρισε με το γλυκό της βλέμμα η Φαλίτσα, καλή μου Φαλίτσα, ναι, ναι, καθόλου δε με ανησυχείς, άλλαξε τα τριαντάφυλλα και στα τρία ανθοδοχεία του δωματίου μου και στην τραπεζαρία και στην αίθουσα αναμονής του ιατρείου, βάλε και δύο τριαντάφυλλα στο βρεφοζυγό, μα πρόσεχε μη τα ζυγίσεις, ποτέ δε ζυγιάζονται τα τριαντάφυλλα σε καμιά ζυγαριά παρά μονάχα στην τρυφερότητά σου».

1955. Η Ελευθερία, η Ερη. «Μαζί της γεννιέται ένα καινούργιο φως στη ζωή μου»

Ταξίδια και το 1960 ο «Επιτάφιος» κυκλοφορεί μελοποιημένος από τον Μ. Θεοδωράκη. Το '63 ο Γρ. Λαμπράκης. «Επεσε το μεγάλο δέντρο - χίλια πουλιά καθόταν στα κλαδιά του. Δε φύγαν τα πουλιά. Στέκονται και κοιτάνε το πεσμένο δέντρο και σωπαίνουν». «Σας έλεγα λοιπόν πως δεν υπάρχει θάνατος».

21 Απρίλη 1967. «Ούτε αρχή - λέει - ούτε τέλος Κύκλος/ Ούτε κύκλος/ Πιάνω τα κάγκελα τα μετρώ. Δεν υπάρχουν».

Γυάρος - Παρθένι - Αγιος Σάββας - Καρλόβασι. «Θα θυμηθούμε μια μέρα, το δίκιο του τρελού πάνω στη στέγη να φωνάζει, να φωνάζει: φασίστες και γομάρια, να φωνάζει: αρχόντισσά μου τρέλα λευτεριά μου». «ΟΡΕΣΤΗΣ», «ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ»,«ΑΙΑΣ»,«ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ»,«ΙΣΜΗΝΗ»,«ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ και ΣΚΑΛΑ», «ΓΚΡΑΓΚΑΝΤΑ»,«ΜΑΝΤΑΦΟΡΕΣ»

«Ω ανήμπορο ποίημα ανήμπορο, ανήμπορο ατελέσφορο. Οι νεκροί δεν ανασταίνονται. Υπάρχουν».

Νοέμβρης του `73 «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας».

«Ασπρο της μεγάλης ώρας Πράξη του δίκιου παιδιά μεγαλωμένα στη φωτιά ανήλικοι ήρωες Πώς την υψώσατε στους ώμους σας την ιστορία;»

«Κάποτε θ' ανταμώσουμε ... »

1974. Η χούντα πέφτει πάνω στο πληγωμένο κορμί της Κύπρου. «Υμνος και θρήνος για την Κύπρος». «Αρχαίο νησί και νέο νησί, νησί των μαρτύρων το αιώνιο φως σου μάτωσε στα δόντια των θηρίων. Κουράγιο μικροκόρη μας, που μας εγίνεις μάνα. Υμνος και θρήνος της ζωής κι ανάστασης καμπάνα».

Γύρω πανηγύρι για τη μεταπολίτευση. «Εγώ είπα να φυλαχτώ απ' αυτόν το διφορούμενο ενθουσιασμό ν' αποφύγω τη συνθηματολογία και την πολυτεχνοκαπηλεία, να μη μοιάζω καθόλου αντιστασιακός, να μη βγάζω άχνα. Προς στιγμήν έμεινα ταλαντευόμενος μεταξύ σιωπής κι αποστρατείας».

1977. Βραβείο Λένιν. «Κάποτε θ' ανταμώσουμε στους λόφους του ήλιου. Μην ξεχνάς».

«Κι η πινακίδα - ξύλινη τετράγωνη - αυτό όλο - όλο - είπε, τίποτ' άλλο - στη διασταύρωση εκεί: Από δω προς τον ήλιο».

«Μεθαύριο που θα περνάνε μες τον ήλιο με σημαίες κι εργαλεία μπορεί και κάποιος να σταθεί μια σύντομη στιγμή και να ρωτήσει: "Ποιος νάγραψε με τόσο αδέξια γράμματα τούτη την πινακίδα;" και κάποιος άλλος ίσως να θυμάται και να πει: "Ο Γιάννης Ρίτσος "ποιητής της τελευταίας προ Ανθρώπου εκατονταετίας"».

«Ηταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ - δύσκολος δρόμος.

Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος. Τον κρατάς

όπως κρατάς το χέρι του φίλου σου και μετράς το σφυγμό του

Πάνω σε τούτο το σημάδι που άφησαν οι χειροπέδες.

Κανονικός σφυγμός. Σίγουρο χέρι.

Κανονικός σφυγμός. Σίγουρος δρόμος».

«Κάποτε θ' ανταμώσουμε στους λόφους του ήλιου. Μην ξεχνάς. Περπάτα».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ