ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 17 Νοέμβρη 1996
Σελ. /56
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ
"Ουραγοί" οι δαπάνες κοινωνικού χαρακτήρα

Από όποια σκοπιά κι αν εξετάσει κανείς τα επίσημα στοιχεία των κρατικών προϋπολογισμών όλων των τελευταίων χρόνων, αβίαστα καταλήγει σε απόλυτα συμπεράσματα, όχι μόνο για την αντιλαϊκότητά τους, αλλά και για την αδιέξοδη τροχιά, στην οποία έχουν προσδέσει τη χώρα και τους εργαζόμενους οι κυβερνώντες. Οσες αλχημείες κι αν έχουν γίνει με τα διάφορα κονδύλια των προϋπολογισμών, όσες λογιστικές ...προσθαφαιρέσεις κι αν έχουν μεσολαβήσει, με όποιο περιτύλιγμα κι αν επιχείρησαν οι κατά καιρούς αρμόδιοι υπουργοί Οικονομικών να τους σερβίρουν, τα επίσημα στοιχεία μιλούν από μόνα τους.

Στα πλαίσια του κρατικού προϋπολογισμού, το κράτος - δηλαδή, η εκάστοτε κυβέρνηση - εμφανίζεται ταυτόχρονα ως εισπράκτορας φόρων και εκταμιευτής κονδυλίων. Το πώς συγκεντρώνονται τα κονδύλια που απαρτίζουν τον προϋπολογισμό και ο τρόπος κατανομής των κρατικών δαπανών είναι αδιάψευστοι μάρτυρες για το χαρακτήρα της πολιτικής που εφαρμόζεται. Για τους προσανατολισμούς της. Για τον τρόπο που επιχειρεί να αναδιανείμει τα διάφορα εισοδήματα. Σε ό,τι αφορά το σκέλος των εσόδων του κράτους, δηλαδή των φόρων που πληρώνει ο ελληνικός λαός, είναι πλέον κοινό μυστικό ότι πρόκειται για μια υπόθεση που σχεδόν αποκλειστικά την επωμίζονται οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και άλλοι εργαζόμενοι και λαϊκά στρώματα.

Στους πίνακες που δημοσιεύει σήμερα ο "Ρ", φαίνεται ο αντιλαϊκός χαρακτήρας την οικονομικής πολιτικής από μία άλλη σκοπιά. Από τον τρόπο που εξελίσσονται και μοιράζονται οι δαπάνες των προϋπολογισμών. Χωρίς να συνδέσει κανείς τις δαπάνες αυτές με την εξέλιξη του πληθωρισμού (από το 1990 μέχρι πέρσι αυξήθηκε τουλάχιστον 85%!), γεγονός που θα είχε σαν αποτέλεσμα πολλά από τα εμφανιζόμενα κονδύλια σε σταθερές τιμές να κινούνταν σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, μπορεί να διακρίνει τις ...προτιμήσεις και τις προτεραιότητες των κυβερνήσεων και του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά τα πολυδιαφημιζόμενα μέτρα που κατά καιρούς προβάλλονται για δήθεν γενναιόδωρες αυξήσεις στα κονδύλια κοινωνικού χαρακτήρα, η εξέλιξη των δαπανών σε τέτοιους τομείς υπολείπεται ακόμα και του μέσου ποσοστού αύξησης του Τακτικού Προϋπολογισμού του κράτους. Ετσι, ενώ το άθροισμα των δαπανών του Τακτικού Προϋπολογισμού από το 1990 μέχρι και πέρσι ήταν της τάξης του 105,7%, οι δαπάνες για την Παιδεία αυξήθηκαν μόλις 97,8%, για την Υγεία και την Πρόνοια μόλις 94,3%, για τον Πολιτισμό στο ασύλληπτο ποσοστό του 11,8%! Μακράν της αύξησης του επίσημου τιμαρίθμου, εξελίχτηκαν και οι δαπάνες για μισθούς και συντάξεις,αφού το συνολικό κονδύλι εμφανίζεται για όλο αυτό το διάστημα αυξημένο μόνο κατά 72,3%. Αντίθετα, στην πρωτοκαθεδρία στην αύξηση των δαπανών με ποσοστό σχεδόν τριπλάσιο από την αύξηση των συνολικών δαπανών, βρίσκονται τα χρεολύσια,με το αστρονομικό ποσοστό αύξησης 695%!

Ακόμα χειρότερη είναι η εικόνα με τον τρόπο που κατανέμονται οι διάφορες δαπάνες, δηλαδή η συμμετοχή τους, στον κρατικό προϋπολογισμό. Στο σχετικό πίνακα παρουσιάζεται η ποσοστιαία συμμετοχή των διαφόρων δαπανών στο Σύνολο του Τακτικού Προϋπολογισμού το 1990 και το 1995. Στην τρίτη στήλη, εμφανίζεται η ποσοστιαία μεταβολή της συμμετοχής. Για να κατανοήσει κανείς την εξέλιξη, στην τελευταία αράδα, υπάρχει η εξέλιξη του κονδυλίου για μισθούς και συντάξεις, που το 1990 αποτελούσε το 32,24% των γενικών δαπανών και πέρσι μόλις το 22,27%.

Τις επόμενες μέρες, θα ανακοινωθούν τα κονδύλια του νέου προϋπολογισμού. Ενας προϋπολογισμός, που αναμένεται να είναι ακόμα πιο σκληρός και αδυσώπητος σε βάρος των εργαζομένων. Ενας προϋπολογισμός, που, αν τελικά δεν ανατραπεί από την οργανωμένη παρέμβαση και αντίσταση των εργαζομένων, θα οδηγήσει σε νέα κλιμάκωση και χειροτέρευση των μέχρι σήμερα στοιχείων...

Κ.

ΒΙΟΜΗΧΑΝΟΙ
Σε 4 χρόνια τα κέρδη αυξήθηκαν 1.476%

Η γαλαζοπράσινη οικονομική πολιτική λιτότητας αποδείχτηκε το καλύτερο "λίπασμα" για την αύξηση της κερδοφορίας των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων. Τα καθαρά - φανερά - κέρδη των βιομηχάνων αυξήθηκαν από 15,7 δισ. το 1991 σε 247,4 δισ. δραχμές το 1994

Τα επιτεύγματα της υπερεξάχρονης πολιτικής σκληρής λιτότητας, είναι αποκαλυπτικά, όχι για την οικονομία αλλά για τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων. Οσο κι αν οι κάθε είδους θιασώτες της συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής, υποστηρίζουν στα λόγια ότι αυτή η πολιτική είναι μονόδρομος και επικαλούνται μια σειρά επιχειρήματα για να πείσουν, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Τα επίσημα στοιχεία ανατρέπουν τα περί αποτελεσματικότητας αυτής τηςπολιτικής, για την εξυγίανση δήθεν της οικονομίας και το καλό των εργαζομένων. Τα ίδια στοιχεία, επιβεβαιώνουν - με την αναμφισβήτητα άχρωμη και σκληρή γλώσσα των αριθμών - ότι η μονόπλευρη λιτότητα αποδείχτηκε αποτελεσματική μόνο για τα κέρδη και τα υπερκέρδη των μεγαλοεπιχειρηματιών.

Αδιάψευστος μάρτυρας για τα παχυλά οφέλη, που προκάλεσε η γαλαζοπράσινη πολιτική λιτότητας στη μεγάλη ιδιωτική πρωτοβουλία, είναι τα επίσημα - απολογιστικά - στοιχεία του ΣΕΒ, για την εξέλιξη των κερδών στη βιομηχανία. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά:

Πρώτον, τα επίσημα καθαρά κέρδη της ελληνικής βιομηχανίας - που γέμισαν τα θησαυροφυλάκια των βιομηχάνων και των παρατρεχάμενών τους - με βάση τους επίσημους ισολογισμούς, αυξήθηκαν στην περίοδο 1991 - 1994 κατά 1.476% ή 1.576 φορές!Ετσι, από 15,7 δισ. δραχμές που μοιράστηκαν μεταξύ τους το 1991 οι οικογένειες των βιομηχάνων και οι συνοδοιπόροι τους (δηλαδή μερικές δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων), με τη γαλαζοπράσινη πολιτική λιτότητας τα κέρδη παρουσίασαν αλματώδη αύξηση και έτσι το 1994 μοιράστηκαν συνολικά κέρδη ύψους 247,4 δισ. δραχμών. Αν και για το 1995 δεν υπάρχουν οριστικά στοιχεία, εκτιμάται ότι τα κέρδη των βιομηχάνων έφτασαν ή και ξεπέρασαν τα 300 δισ. δραχμές. Πρόκειται για απίστευτα και ιδιαίτερα προκλητικά ποσοστά αύξησης των κερδών - για όλους εκείνους που υπέστησαν τις θυσίες της σκληρής μονόπλευρης λιτότητας - όταν στην περίοδο 1991 - '95 ο πληθωρισμός αυξήθηκε περίπου 60%, δηλαδή ούτε καν διπλασιάστηκε. Και θα πρέπει εδώ να σημειωθεί, ότι μιλάμε μόνο για τα φανερά, καθαρά κέρδη,καθώς όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχουν και τα κρυφά κέρδη. Αυτά που εξασφαλίζουν οι μεγαλοεπιχειρηματίες με την οργανωμένη φοροδιαφυγή - εισφοροδιαφυγή και φοροκλοπή, τις υπερτιμολογήσεις και υποτιμολογήσεις, κλπ., που ποτέ δεν εμφανίζονται πουθενά, παρά μόνο στα ανεπίσημα βιβλία, που αυτά είναι άκρως απόρρητα...

Δεύτερον, η αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων,ανέβηκε από 1,4% που ήταν το 1991, στο 11,5% το 1994. Αυτό σημαίνει πως σε κάθε 100 δραχμές που τζιράρησαν στην επιχείρησή τους οι βιομήχανοι, έπαιρναν κάθε χρόνο πίσω - κατά μέσο όρο - 1,40 δραχμές το 1991 και 11,50 δραχμές το 1994. Μιλάμε βέβαια για τη μέση αποδοτικότητα της βιομηχανίας, που σημαίνει ότι συνυπολογίζονται και οι ζημιογόνες επιχειρήσεις (που είχαν αρνητική αποδοτικότητα) και οι υπερκερδοφόρες (που είχαν αποδοτικότητα πολύ μεγαλύτερη από το μέσο όρο).

Αξίζει να σημειωθεί, ότι η παχυλή κερδοφορία των βιομηχανικών επιχειρήσεων, σημειώθηκε σε μια περίοδο που οι πωλήσεις βιομηχανικών προϊόντων, παρουσίασαν πτωτική πορεία.Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το ποσοστό αύξησης των πωλήσεων βιομηχανικών προϊόντων, μειώθηκε από 14,8% το 1991 σε 10,9% το 1994.

Επίσης, παρά την ανοδική πορεία του ποσοστού αύξησης των κερδών και της αποδοτικότητας - που οφείλεται τόσο στη μεγάλη συμπίεση του εργατικού κόστους όσο και στη γενικότερη οικονομική πολιτική λιτότητας στο όνομα αύξησης των επενδύσεων και της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας - οι ιδιωτικές επενδύσεις στη μεταποίηση, μειώθηκαν 13,2% το 1991, 1,4% το 1992 και 1,2% (συνολικά 15,4% στην τριετία) και μόνο το 1994 παρουσίασαν αύξηση 9%. Η αύξηση όμως των ιδιωτικών επενδύσεων στη μεταποίηση το 1994, δεν αντισταθμίζει τη μείωση των προηγούμενων 3 ετών και έτσι το 1994 συγκριτικά με το 1991, ο όγκος των ιδιωτικών επενδύσεων παρουσιάζει μείωση κατά 7,8%.

ΜΙΣΘΩΤΟΙ - ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΙ
Στην πρέσα οι μισθοί και οι συντάξεις

Αν συνεχιστεί η ίδια οικονομική πολιτική, σύντομα οι μισθοί στην Ασία θα είναι μεγαλύτεροι από αυτούς στην Ελλάδα

Αν, όμως, τα κέρδη παρουσίασαν θεαματική αύξηση (1.476%) στην περίοδο 1991 - 1994, για την οποία έχουμε τα τελικά επίσημα στοιχεία, το ποσοστό αύξησης των ονομαστικών αυξήσεων για μισθούς και συντάξεις την ίδια περίοδο ήταν διψήφιος αριθμός και πολύ κάτω από την αύξηση του επίσημου πληθωρισμού. Η συγκεκριμένη εισοδηματική πολιτική, που εφαρμόστηκε στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, είχε ως συνέπεια τη σημαντική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των μισθωτών και των συνταξιούχων, αλλά και αλυσιδωτές αρνητικές παρενέργειες στα πλατιά λαϊκά στρώματα και την οικονομία γενικότερα.

Ενδεικτικά της άγριας διανομής και αναδιανομής των λαϊκών εισοδημάτων, με τη μεταφορά πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δραχμών από τις τσέπες των μισθωτών και συνταξιούχων στα θησαυροφυλάκια των μεγαλοεπιχειρηματιών, είναι και τα επίσημα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά:

  • Το μερίδιο των επιχειρηματικών κερδών και άλλων εισοδημάτων (πλην μισθωτών και συνταξιούχων), ως ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος αυξήθηκε από 59,7% το 1990 σε 63,1% το 1995.
  • Το μερίδιο των αμοιβών των εργαζομένων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα μειώθηκε σαν ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος από 40,3% το 1990 σε 36,9% το 1995. Για όσους τα παραπάνω ποσοστά αυτά δε λένε τίποτε, θα το πούμε διαφορετικά.

Αν η μοιρασιά της πίτας του εθνικού εισοδήματος μεταξύ αμοιβών των εργαζομένων από τη μια και από την άλλη των επιχειρηματικών κερδών και των άλλων εισοδημάτων γινόταν με τον ίδιο τρόπο που γινόταν το 1990, τότε το 1995 οι μισθωτοί και συνταξιούχοι θα ήταν πλουσιότεροι κατά 800 περίπου δισ. δραχμές (έπρεπε να μοιραστούν μεταξύ τους 9 τρισεκατομμύρια δραχμές αντί 8,2 τρισ. δραχμές που μοιράστηκαν), ενώ τα επιχειρηματικά κέρδη και τα άλλα εισοδήματα έπρεπε να είναι μειωμένα κατά 800 δισ. δραχμές (να μοιραστούν δηλαδή μεταξύ τους 13,3 τρισ. δραχμές αντί 14,1 τρισ. δραχμές που μοιράστηκαν το 1995).

Η άδικη διανομή και ανακατανομή της πίτας του παραγόμενου πλούτου της χώρας συνεχίστηκε και το 1996. Πρόθεση της κυβέρνησης Σημίτη είναι να συνεχίσει την ίδια αντιλαϊκή εισοδηματική πολιτική και το 1997, καθώς ήδη προανάγγειλε ότι δε θα δοθεί το διορθωτικό ποσό (για την κάλυψη της διαφοράς πληθωρισμού και εισοδηματικής πολιτικής του 1996), ούτε κάποιες ονομαστικές αυξήσεις, παρά μόνο οι αυξήσεις που προκύπτουν - για όσους δημοσίους υπαλλήλους προκύψουν - με το νέο μισθολόγιο.

Αν θα τα καταφέρει η κυβέρνηση να επιβάλει στην πράξη την παραπέρα μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών και συντάξεων και το 1997, αυτό θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τους ίδιους τους εργαζόμενους. Κυρίως, θα εξαρτηθεί από το βαθμό αντίστασής τους, που προϋποθέτει από τη μια κλιμάκωση των αγωνιστικών κινητοποιήσεων ΟΛΩΝ μαζί των εργαζομένων και συνταξιούχων και από την άλλη να συντονίσουν τον αγώνα τους με τους επαγγελματοβιοτέχνες και εμπόρους, που επίσης θίγονται από τη συγκεκριμένη πολιτική.

Εκτός από τους μισθούς υπάρχουν και τα κέρδη

Κάθε φορά που οι κυβερνώντες συζητούν για την εισοδηματική πολιτική, αποφεύγουν σαν ο διάβολος το λιβάνι να δουν τις όποιες αυξήσεις μισθών και συντάξεων σε συνάρτηση με την πολιτική κερδών. Επιχειρούν έτσι να αποκλείσουν την αντιπαράθεση εκμεταλλευόμενων με τους εκμεταλλευτές και να φέρουν σε ρήξη τους "υψηλόμισθους" με τους "χαμηλόμισθους"

Το 1997, θα είναι η έβδομη κατά σειρά χρονιά μείωσης της πραγματικής αγοραστικής δύναμης των μισθών και συντάξεων, με τα διάφορα εργαλεία της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής (εισοδηματική, φορολογική κλπ). Ταυτόχρονα, όμως, το 1997 θα είναι μια ακόμη χρονιά γενναίας αύξησης των εισοδημάτων μιας ισχνής μερίδας του ελληνικού λαού, οι οποίοι μοιράζονται μεταξύ τους τα παχυλά κέρδη που εξασφαλίζει στις μεγάλες επιχειρήσεις η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.

Κάθε φορά, όμως, που η σημερινή κυβέρνηση συζητά για την εισοδηματική πολιτική - όπως και όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις - αποφεύγει σαν ο διάβολος το λιβάνι, να δει τις αυξήσεις μισθών και συντάξεων σε συνάρτηση με την πολιτική κερδών. Ποτέ μέχρι σήμερα οι κυβερνώντες, δεν οργάνωσαν μια συνέντευξη Τύπου και ποτέ δε συζήτησαν στα κανάλια, για τα κέρδη και υπερκέρδη ή ακόμη και για τις ζημιές των επιχειρήσεων,που επηρεάζονται από την εκάστοτε εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική και παράλληλα επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά την οικονομία.

Αντίθετα, οι κυβερνώντες, είναι πάντα πρόθυμοι και συζητούν κάτω από τις τηλεοπτικές κάμερες, για τους "παχυλούς μισθούς" που παίρνουν κάποιες κατηγορίες "προνομιούχων" εργαζομένων, εκφράζοντας έτσι τη... συμπάθειά τους στους "μη προνομιούχους" χαμηλόμισθους με τους μισθούς πείνας. Προσπαθούν έτσι, να εγκλωβίσουν την κοινή γνώμη, στη λογική πως αυτό που μοιράζεται από την πίτα του παραγόμενου πλούτου της χώρας, δεν είναι ολόκληρο το κομμάτι της πίτας (μισθοί - κέρδη), αλλά μόνο το κομμάτι της πίτας"μισθοί".Και στην προσπάθειά τους, να διασπάσουν το συνδικαλιστικό κίνημα των εργαζομένων, κάθε φορά που συζητούν για τη διαμόρφωση της εισοδηματικής πολιτικής, δίνουν απλόχερα στοιχεία για το πόσοι είναι οι υψηλόμισθοι και πόσοι οι χαμηλόμισθοι, επιδιώκοντας να φέρουν τους δεύτερους σε αντιπαράθεση με τους πρώτους.

Τα ίδια έγιναν και φέτος. Δίνοντας την περασμένη βδομάδα στη δημοσιότητα το νέο μισθολόγιο που καθορίζει το ύψος των μισθών και συντάξεων στο δημόσιο για το 1997 (και μέχρι πότε;), η κυβέρνηση Σημίτη αποκάλυψε την πρόθεσή της να παρατείνει την πολιτική μείωσης της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και συνταξιούχων, ώστε να εξασφαλίσει τη "σταθεροποίηση και ανάπτυξη" των καπιταλιστικών κερδών. Με τη δήλωση του αρμόδιου υφυπουργού, ότι το 1997 δε θα δοθεί το διορθωτικό ποσό του 3,3% (που δικαιούνται για φέτος οι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι του δημοσίου) ούτε θα υπάρξει εισοδηματική πολιτική (δηλαδή αυξήσεις του τύπου 2,5% + 2,5%), αλλά μόνο το νέο μισθολόγιο,στην ουσία έχουμε συνέχεια της ίδιας πολιτικής που εφαρμόστηκε στην εξαετία 1990 - 1996.

Μιας πολιτικής, που:

  • μείωσε δραστικά την αγοραστική δύναμη των μισθών και συντάξεων και τίναξε στα ύψη τα κέρδη της μεγάλης ιδιωτικής πρωτοβουλίας, στη λεηλασία των μισθών και συντάξεων που αποδείχτηκε ένα πρώτης τάξεως λίπασμα για την αύξηση των κερδών,
  • το μόνο που πέτυχε, ήταν να έχουν και στην Ελλάδα τιμές Ευρώπης αλλά μισθούς Ασίας.

Μια μικρή - όχι όμως και ολοκληρωμένη εικόνα - για τις συνέπειες που είχε η οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων της ΝΔ (Απρίλης 1990 - Οκτώβρης 1993) και του ΠΑΣΟΚ (Οκτώβρης 1993 μέχρι σήμερα), δίνουν τα επίσημα στοιχεία για την εξέλιξη των μισθών και των βιομηχανικών κερδών στην ίδια περίοδο που επεξεργάστηκε και παραθέτει σήμερα ο "Ρ" στη συνέχεια.

Τα κείμενα έγραψε ο Λάμπρος ΤΟΚΑΣ


Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ