ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 19 Ιούλη 2006
Σελ. /28
Γόνιμες σκηνικές δημιουργίες

Μπεκετική «ποίηση»

Η Ρένη Πιττακή στο μπεκετικό «Οχι εγώ»
Η Ρένη Πιττακή στο μπεκετικό «Οχι εγώ»
Η καθημερινός, σχεδόν, καταιγισμός φεστιβαλικών παραστάσεων υποχρεώνει τη στήλη να αναφέρεται σε αυτές συνοπτικά και για να μη μείνουν αφανείς οι σημαντικές και για να διαφανεί το συνολικό «στίγμα» του φετινού προγράμματος του, υπό νέα διεύθυνση, Ελληνικού Φεστιβάλ.

Η Ρένη Πιττακή - ηθοποιός πολύπειρη, με πνευματικότητα, με υπεραισθαντική υποκριτική ιδιοσυγκρασία, που ερευνά και νοιάζεται για τα υπόκρυφα και όχι τα επιφαινόμενα του βιωματικού, συναισθηματικού, συνειδησιακού, ασύνειδου, χαρακτηρολογικού και λεκτικού «κόσμου» του εκάστοτε προσώπου - ρόλου που καλείται να υποδυθεί - στα πλαίσια των φεστιβαλικών παραστάσεων στο «Σχολείον», πρόσφερε ένα πραγματικά σπουδαίο υποκριτικό ρεσιτάλ, ερμηνεύοντας τρία συντομότατα μπεκετικά έργα -«Λίκνισμα», «Οχι εγώ», «Πράξη χωρίς λόγια». Εργα άκρως ποιητικά, εύγλωττα και με τη λεκτική τους ελλειπτικότητα (τα δύο πρώτα) και με την παντομιμική σιωπή του το τρίτο, που υπηρετήθηκαν άψογα από όλους τους συντελεστές, τη μετάφραση - σκηνοθεσία (Ελπίδα Σκούφαλου), τα λιτά σκηνικά - κοστούμια (Μαγιού Τρικεριώτη), την εκφραστική κινησιολογία (Αγγελική Στελλάτου), τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς (Ελευθερία Ντεκώ), το βίντεο (Σουσέλου Αραβαντινού). Ο Μπέκετ ξεγύμνωνε τις λέξεις από όλα τα περιττά, επίπλαστα, ανούσια, κατά κοινωνική συνθήκη ψευδή, επιτηδευμένα λογοτεχνίζοντα ή πνευματώδη βάρη τους, ως «κωδίκων» του γλωσσικού συστήματος και τους ξανάδινε το πρωταρχικό, οικουμενικό, αιώνιο νόημά τους, αφήνοντάς τες να γεννούν άπειρους συνειρμούς, αναφορικά με τη ζωή και το θάνατο, τα κάθε είδους (κοινωνικά, οικογενειακά, ερωτικά) βιώματα, τις ανάγκες, τα όνειρα, τους εφιάλτες, τις μνήμες του ανθρώπου, τη μοναχικότητα της γέννησης και του θανάτου. Απλές, καθημερινές, σκόρπιες, φαινομενικά ασύνδετες, οι λέξεις του Μπέκετ μετεωρίζονται ανάμεσα στη συνείδηση και το υποσυνείδητο, στο νου και στην ψυχή του αποδέκτη τους και «φωτίζουν» τα «σκοτάδια» τους, διατυπώνοντας το ανομολόγητο και το άρρητο της ανθρώπινης ύπαρξης.


ΘΥΜΕΛΗ

«Η τέλεια στρατηγική»

Η στήλη, παρουσιάζοντας όλες τις προηγούμενες παραστάσεις του, έχει επισημάνει την ιδιαίτερα ελπιδοφόρα για το θέατρό μας σκηνοθετική και μεταφραστική δημιουργία - και μάλιστα με κλασικά και γενικότερα μεγάλων απαιτήσεων έργα - του ηθοποιού Νίκου Χατζόπουλου. Μια ακόμη απόδειξή της αποτελεί η ολόπλευρα ευδόκιμη (μεταφραστικά, σκηνοθετικά, σκηνογραφικά -ενδυματολογικά, υποκριτικά), υψηλής αισθητικής, παρά τη λιτότητά της, με μέτρο εκσυγχρονιστικής μετάφρασης και σκηνοθεσίας του, με το έργο του Μαριβώ «Η τέλεια στρατηγική», στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών («Σχολείον»). Ο Χατζόπουλος τόλμησε να «ασκηθεί» μεταφραστικά και σκηνοθετικά και να «ασκήσει» υποκριτικά, επιτυγχάνοντας μάλιστα αψεγάδιαστες - ατομικά και συλλογικά - ερμηνείες, τους ταλαντούχους ηθοποιούς (με τη σειρά εμφάνισης): Γιάννη Νταλιάνη, Βασίλη Καράμπουλα, Δημοσθένη Ελευθεριάδη, Δέσποινα Κούρτη, Αννα Μάσχα, Μαρία Κεχαγιόγλου, Κώστα Μπερικόπουλο, Γιώργο Γλάστα, με αυτό το (άπαιχτο στην Ελλάδα) έργο του Γάλλου κωμωδιογράφου του 19ου αιώνα. Εργο αντιπροσωπευτικό και του κοινωνιολογικού στόχου, αλλά και του μοναδικού, απόλυτα προσωπικού γλωσσικού ιδιώματος της δραματουργίας του Μαριβώ, του λεγόμενου «μαριβωντάζ». Ορος που συνοψίζει τη ρητορικά, ναρκισσιστικά κομψευόμενη, επιδεικτικά πνευματώδη, φαινομενικά ευγενική, προπάντων ψευδολόγα γλώσσα των «ηρώων» του. Γλώσσα σαρκαστικός «καθρέφτης» της ζωής, των αξιών, ηθών, συμπεριφορών, κοινωνικών σχέσεων της αριστοκρατίας, των «δορυφόρων» και υπηρετών της, με θεματικό επίκεντρο τους έρωτές τους. Γλώσσα που άλλα λέει και άλλα εννοεί, με την οποία τα πρόσωπα του Μαριβώ, εμμέσως αυτοαποκαλύπτονται, μέσα σε ένα παιγνιώδες «γαϊτανάκι» ψεύδους και αλήθειας. Στο συγκεκριμένο έργο, το «γαϊτανάκι» του ερωτικού μπερδέματος προκαλούν τέσσερις αριστοκράτες - μια φιλάρεσκη κόμισσα και ο πιστός εραστής της, μια μαρκησία και ο ερωτοτροπών με την κόμισσα εραστής της, η υπηρέτρια της κόμισσας - ερωτευμένη με τον υπηρέτη του εραστή της κόμισσας, ο κηπουρός της κόμισσας και ο υπηρέτης της μαρκησίας - ερωτικός αντίζηλος του άλλου υπηρέτη, έως ότου με το «στρατήγημα» της μαρκησίας και του εραστή της κόμισσας, που παριστάνουν τους εραστές, αποκαλυφθεί η ερωτική αλήθεια όλων.


ΘΥΜΕΛΗ

Γκόρκι, με το Εθνικό Δραματικό Κέντρο Νορμανδίας

Το έργο του Μαξίμ Γκόρκι «Οι βάρβαροι» (1905), σε διακριτικά εκσυγχρονιστική διασκευή και σε πολύ ενδιαφέρουσα, ατμοσφαιρική, ρεαλιστικής απλότητας, λιτά καλαίσθητης εικαστικής όψης(σκηνογραφικά - ενδυματολογικά), αρμόζουσα στο τσεχοφικής επιρροής και «κλίματος» έργο του Γκόρκι, σκηνοθεσία του Ερίκ Λακασκάντ, με αξιόλογες ερμηνείες 25 περίπου ηθοποιών, παρουσίασε στο Ηρώδειο το πρωτοεμφανιζόμενο στην Ελλάδα, Εθνικό Δραματικό Κέντρο Νορμανδίας. Αδυναμία της (τετράωρης) παράστασης ήταν η μόνιμη, μεγάλη, αφύσικης θεατρικά αργορυθμία της, με στόχο η σκηνική δράση να αναλογεί στους πραγματικούς, φυσικούς ρυθμούς της ζωής (κίνησης, σκέψης, λόγου, σιωπής, δράσης των ανθρώπων) και η «διάσπαση» των διαλόγων, λόγω της διασποράς των προσώπων του έργου, με μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, σε όλη την πολλών τετραγωνικών μέτρων σκηνή και το προσκήνιο του ρωμαϊκού θεάτρου (λάθος, από ρεαλιστική πρόθεση κι αυτό για να υποδηλωθούν οι εσωτερικοί, εξωτερικοί χώροι και το υπαίθριο περιβάλλον τους, και οι χρονικές αλλαγές του έργου), με αποτέλεσμα ο θεατής, στρέφοντας ασταμάτητα αριστερά - δεξιά κεφάλι και μάτια να βλέπει και να ακούει κάποια από τα διαλεγόμενα πρόσωπα, χάνοντας όμως άλλα. Ο Γκόρκι, μετά το «Βυθό», που αποκαλύπτει την περιθωριοποίηση των ασυνειδητοποίητων κοινωνικά εξαθλιωμένων προλεταρίων, το 1905, χρονιά της πρώτης, ανεπιτυχούς επανάστασης, γράφει δύο πολύ σημαντικά, ανυπόκριτης ιδεολογίας, πολιτικά έργα. Τους «Βαρβάρους» - αποκαλύπτοντας τα σκοτάδια, τα αδιέξοδα, την αρπακτικότητα, την υποκρισία, την ανηθικότητα της μικροαστικής τάξης, αλλά και την αλλοτρίωση από αυτήν της προβληματιζόμενης αλλά ιδεολογικά συγχυσμένης, δειλής, συμβιβασμένης διανόησης - και «Τα παιδιά του ήλιου», «προφητεύοντας» με αυτό το φωτεινό κοινωνικό όραμα της επερχόμενης προλεταριακής Οχτωβριανής Επανάστασης των ασυμβίβαστων μπολσεβίκων.


ΘΥΜΕΛΗ

«Οι παλαδίνοι», από το «Σατλέ»

Αδύνατον να αποδοθεί, και μάλιστα συντομογραφικά, η αισθητική χαρά της όρασης και της ακοής και η ευφροσύνη νου και ψυχής που πρόσφερε η παράσταση (στο Μέγαρο Μουσικής) του παρισινού θεάτρου - όπερας «Chatelet» («Σατλέ» με την πρωτοπόρα θεματολογικά και μουσικολογικά στην εποχή της, το 18ο αιώνα) της οπερατικής κωμωδίας-μπαλέτου του Ζαν-Φιλίπ Ραμό «Les paladins» («Οι παλαδίνοι» = πλανόδιοι ιππότες). Η όπερα του Ραμό, βασισμένη στο παραμύθι του Λα Φοντέν «Το μικρό σκυλί που τίναζε από πάνω του χρήματα και πετράδια», διηγείται την προσπάθεια της νεαρής, φτωχής, ορφανής και όμορφης Αργίας να γλιτώσει από τον αναγκαστικό γάμο της με τον γέρο «προστάτη» της, τον αρπακτικό, πανίσχυρο και πλούσιο Ανσέλμ και να σμίξει με το νεαρό, γενναίο αγαπημένο της, τον πλανόδιο ιππότη Ατι. Η παράσταση του «Σατλέ» δικαίωσε τη φήμη του ως πρωτοπόρου, σήμερα, θεάτρου στη σύγχρονη ερμηνεία του λυρικού είδους. Το εκσυγχρονιστικής τόλμης, υψηλού αισθητικού γούστου, οργιαστικής φαντασίας σκηνοθεσία, εκπληκτικής ομορφιάς και πολυμορφίας χορογραφίας (με στοιχεία από ποικίλα είδη του χορού), πληθωρικά παιγνιώδους χιούμορ και αριστοτεχνικής σύμπλευσης όλων των καλλιτεχνικών συντελεστών και εκτελεστών, όπως και όλων των άλλων συμβαλλομένων στο θέαμα τεχνών (μουσικής, υποκριτικής, σκηνογραφίας, ενδυματολογίας, ψηφιακού βίντεο-αρτ, φωτισμού), σκηνικό αποτέλεσμα, ήταν «καρπός» μιας ευτυχούς συνεύρεσης πολλών και εξαιρετικών ταλέντων, με πρωτεργάτες τους Ζοζέ Μονταλβό και Ντομινίκ Ερβιέ (χορογραφία-σκηνοθεσία).


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ