Στις προαναφερθείσες αγγλόφωνες ταινίες ανήκει και «Το τρίτο πρόσωπο» (2013) σε σκηνοθεσία Πολ Χάγκις, ταινία που θέλει πολλά, αλλά μετατρέπεται - όχι από ανάγκη - σε μπερδεμένη κι επιτηδευμένη ιστορία που αποτυγχάνει να εμπλέξει στα γρανάζια της το θεατή. Τρεις οι αφηγήσεις, τρεις οι πόλεις, ένα το θέμα, η απώλεια ενός παιδιού... Το να υφαίνει κανείς μαζί σε ένα φιλμ διαφορετικές φαινομενικά αφηγήσεις αποδεικνύεται όλο και πιο δημοφιλές και οδηγεί συχνά σε άριστα αποτελέσματα. Ωστόσο η ταινία του Χάγκις, με πολλά χολιγουντιανά ονόματα, αντί να δώσει κάτι περισσότερο από το άθροισμα των κομματιών της, καταλήγει λόγω αποσπασματικής αφηγηματικής τεχνικής σε τρεις χωριστές ιστορίες, οι δύο εκ των οποίων θα μπορούσαν να είχαν εντελώς παραλειφθεί, ενώ η μία, που από μόνη της θα μπορούσε να γίνει αυτόνομη ολόκληρη ταινία, χάνεται στη διαδικασία του μείγματος...
Παίζουν: Σουμίτρα Τσατερτζί, Μαντχαμπί Μουκχερτζί, Σαϊλέν Μουκχερτζί κ.ά.
Παραγωγή: ΙΝΔΙΑ (1964)
Ενα ακόμα «γεροντοφίλμ» - κινηματογραφικό είδος σε άνθηση - που ενώ μοιάζει να έχει κάτι σημαντικό να πει για τη μοναξιά της προχωρημένης ηλικίας... τελικά δεν το καταφέρνει, παρά το ηχηρό ατού των 3 χαρισματικών πρωταγωνιστών του. Επίσης, ένα ακόμα φιλμ με θέμα τη «χορωδία» ως συνταγή ίασης υπερηλίκων. Θέμα που αρχίζει να γίνεται κουραστικό και είδος που βαθμολογικά ουδέποτε ξεπέρασε τη βάση. Το εγγλέζικο δράμα του Π. Α. Γουίλιαμς, μια δακρύβρεχτη ιστορία αδυσώπητου καρκίνου, ένα χλιαρό μελό, οπτικά επίπεδο, που πνίγεται στο μέλι του σερβιρίσματος, είναι τόσο τρωτό, που δύσκολα καταπίνεται. Το ολισθηρό σενάριο της ταινίας στοχεύει σαφώς στην αντίδραση του θεατή, που είτε βουρκώνει σα μωρό είτε «αντιστέκεται» ενστικτωδώς, ενοχλημένος από την τόση χειραγώγηση. Βέβαια η ταινία διαθέτει και ισχυρό ανθρώπινο στοιχείο που κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει και, μια και το θεμελιώδες στοιχείο της είναι η «οικογένεια», θα μπορούσε να είχε γίνει μια σύνθετη περιγραφή των σχέσεων πατέρα / γιου, με κοινωνικούς κώδικες και ταξική προσέγγιση.
Δε θα μάθουμε ποτέ γιατί και πώς η Βανέσα Ρεντγκρέιβ, που υποδύεται πειστικότατα την καρκινοπαθή Μάριον, υπήρξε μια ολόκληρη ζωή ερωτευμένη με τον ξινό Τέρενς Σταμπ, ούτε γιατί οι σχέσεις ανάμεσα στον πατέρα Σταμπ και το γιο, Κρίστοφερ Εκλεστον, είναι τόσο χάλια. Αλλά και για τη νεαρή μουσικό δεν ενδιαφέρεται η ταινία να μας πει ποια είναι... Οσο για τις υπόλοιπες παρουσίες και καταστάσεις, στερεοτυπικές από την αρχή ως το τέλος... Μπορεί ο σκηνοθέτης να εμπιστεύεται τυφλά τους άξιους πρωταγωνιστές του, αυτό όμως δεν αρκεί για την αναπλήρωση της έλλειψης βάθους του ρηχού, σε ψυχολογικές προσεγγίσεις και λύσεις, σεναρίου, ούτε και την απογείωση της συμβατικής δομής ταινίας, της οποίας το απλοϊκό αφηγηματικό στιλ ούτε έχει να προσφέρει κάτι περαιτέρω προς διερεύνηση, ούτε δύναται να ενεργοποιήσει το θεατή, παρά τις μεμονωμένες στιγμές συγκινητικής της φόρτισης... Κάπου, είναι ελαφρώς καρναβαλικά αξιολύπητοι οι ηλικιωμένοι με περούκες να πυροδοτούνται από χαρντ ροκ ακούσματα και να κάνουν το γήρας κουρασμένη γροθιά...
Παίζουν: Βανέσα Ρεντγκρέιβ, Τέρενς Σταμπ, Τζέμα Αρτερτον, Κρίστοφερ Εκλεστον κ.ά.
Παραγωγή: Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ, ΓΕΡΜΑΝΙΑ (2012)
Ο θεατής αναγνωρίζει το κυνικό και αδιέξοδο νόημα που η ταινία μεταφέρει ευθέως, της μοναξιάς στην εποχή μας, στο πεδίο των συναισθηματικών σχέσεων. Θεματική ουδόλως καινούργια στις ταινίες όπου εμφανίζεται ο Αλεν. Βαρύ το αίσθημα μοναξιάς που οι χαρακτήρες νομίζουν ότι αμβλύνουν βουτώντας άτσαλα σε περαστικές σχέσεις. Στο τέλος, όλοι συνεχίζουν την πεπατημένη της μοιραίας δυστυχίας. Κάποιοι, λόγω του δέους των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, όπως η χήρα (Βανέσα Παραντί) που αρνιέται τον έρωτα για τη θρησκεία ή κάποιοι άλλοι που απογοητεύονται από το μεγάλο πλατωνικό έρωτα. Ο λιγότερο δυστυχής στο φινάλε χωρίς διέξοδο μοιάζει να είναι ο Μάρεϊ, που θα συνεχίσει μάλλον να «κλείνει» ερωτικές συναντήσεις...
Παίζουν: Γούντι Αλεν, Τζον Τουρτούρο, Σάρον Στόουν, Βανέσα Παραντί, Σοφία Βεργκάρα, κ.α.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2013)