Βέβαια, τα βίαια επεισόδια είναι συνηθισμένες καταστάσεις στα ψυχιατρεία. Τα συνηθισμένα επεισόδια έχουν ως αιτία την παθολογική κατάσταση των εγκλείστων. Ομως υπάρχουν και εκείνα που αποτελούν προέκταση της κατάστασης που επικρατεί στα ψυχιατρεία.
Αυτή είναι η μια πλευρά της δραματικής κατάστασης της ψυχικής υγείας στη χώρα μας. Η άλλη -που δεν έχει τόσο μελανά χρώματα- είναι εξίσου σοβαρή: Η υπόθεση της αποασυλοποίησης και της επανένταξης των ψυχικά άρρωστων στην κοινωνία, εκτός του ότι προχωρά με πολύ αργά βήματα, εγείρει και σε πολλές περιπτώσεις αντιδράσεις απ' τους κατοίκους όπου δημιουργούνται οι ξενώνες.
Η κατάταξη αυτών των αντιδράσεων στο γενικό αφορισμό περί ρατσισμού είναι η εύκολη απάντηση. Το δύσκολο είναι να μπορέσει κανείς να φτάσει απ' τα πραγματικά αίτια του εγκλεισμού στα ψυχιατρεία μέχρι την «επιχείρηση» εξόδου. Να επιχειρήσει, μ' άλλα λόγια, τη διαδρομή μέσα απ' το κοινωνικό γίγνεσθαι που πολλές φορές εκτρέπεται στους δαιδάλους της ψυχικής αβύσσου.
Πάντως, και οι δύο πλευρές καταδεικνύουν με τον πιο δραματικό τρόπο τη διαπίστωση ότι η μεταρρύθμιση στην ψυχική υγεία μοιάζει με ακίνητο ποδήλατο, το οποίο ή θα πέσει ή θα του δοθεί μια προωθητική δύναμη για να φύγει προς τα μπρος.
Και οι ευθύνες γι' αυτή την ακινησία έχουν συγκεκριμένους αποδέκτες. Το έναυσμα για το συνολικό εγχείρημα της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης δόθηκε με τον Κανονισμό 815/84 της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ). Αφετηρία για την πρωτοβουλία αυτή ήταν το ψυχιατρείο της Λέρου, η κατάσταση του οποίου την εποχή εκείνη, προβλήθηκε με τα μελανότερα χρώματα σε όλο τον κόσμο. Το κλίμα της εποχής διαμόρφωσε και τον κύριο στρατηγικό στόχο της μεταρρύθμισης που είναι η αποϊδρυματοποίηση και η κοινωνική αποκατάσταση χρόνιων ψυχιατρικών ασθενών.
Οι επιμέρους δράσεις του στόχου ήταν:
Από το 1984 μέχρι σήμερα ασφαλώς έγιναν προσπάθειες που βελτίωσαν ουσιαστικά τις συνθήκες στη Λέρο και έφεραν πίσω αρκετούς ασθενείς.
Μετά από 17 χρόνια κανένα από τα ζητήματα που αφορούν την ψυχική υγεία δεν έχει ουσιαστικά λυθεί. Με τον τελευταίο νόμο που ψήφισε η κυβέρνηση 2716/1999 «επιτρέπεται η ίδρυση και λειτουργία από φυσικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα... κέντρων Ημέρας, Προστατευομένων Διαμερισμάτων, Οικοτροφείων, Ξενώνων, Ειδικών Κέντρων Κοινωνικής Επανένταξης και Ειδικών Μονάδων Αποκατάστασης και Επαγγελματικής Επανένταξης».
Στην εκσυγχρονιστική, λοιπόν, λογική και -ας μας επιτραπεί η έκφραση- «οι τρελοί» μπορούν να αποτελέσουν πεδίο επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ηδη υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις.
Σε ορισμένες περιοχές αντιδρούν οι κάτοικοι στην αντικατάστασή τους, καθώς νομίζουν ότι έχουν να κάνουν με «γκέτο»
Ξενώνες αναπτύσσονται στα πλαίσια του προγράμματος «Ψυχαργώ». Σε ορισμένες περιπτώσεις δημιουργούνται αντιδράσεις απ' τους κατοίκους των περιοχών, όπου γίνονται οι ξενώνες. Ετσι, λοιπόν, πριν 15 μέρες στον Κορυδαλλό την ώρα που θα γίνονταν τα εγκαίνια του ξενώνα «Νίκη» -ανήκει στο Δρομοκαΐτειο- περίπου εκατό κάτοικοι μαζί με το δήμαρχο είχαν αναρτήσει πανό που έγραφε: «Ο Κορυδαλλός δεν είναι γκέτο», εμπόδισαν την πραγματοποίηση των εγκαινίων. Αιτία, όπως δήλωσε ο δήμαρχος Στ. Χρήστου, «επειδή κανείς δεν τους ενημέρωσε, αλλά και επειδή είναι ο τέταρτος που λειτουργεί στον Κορυδαλλό, που είναι ήδη επιβαρυμένος από τη λειτουργία των φυλακών και του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου. Τον πρώτο ξενώνα τον αγκαλιάσαμε και προσλάβαμε και δύο ασθενείς στη δημοτική επιχείρηση πολιτισμού και ανάπτυξης. Δεν μπορούμε, όμως, να δεχτούμε αυτή την υποβάθμιση της περιοχής μας. Ας πάνε και σε γειτονικούς δήμους».
Για το ίδιο θέμα ο Παναγιώτης Βαρυτιμιάδης, ψυχολόγος και συντονιστής των ξενώνων του «Δρομοκαΐτειου» επισήμανε τα εξής: «Κατ' αρχήν πολλοί γείτονες αγκάλιασαν τον ξενώνα. Οσοι αντέδρασαν υποκινήθηκαν από τη Δημοτική Αρχή και από το φόβο υποβάθμισης των οικοπέδων της περιοχής. Οσον αφορά την επικινδυνότητα των ενοίκων του ξενώνα αυτή είναι μικρότερη του μέσου πολίτη στο γενικό πληθυσμό. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν θεραπευτεί και στον ξενώνα ζουν με παρακολούθηση σε 24ωρη βάση».
Οι ένοικοι στους ξενώνες ζουν σε πολύ καλύτερες και ανθρώπινες συνθήκες, παρότι η επιλογή των χώρων έγινε κάτω από το άγχος του να μη χαθούν τα κοινοτικά κονδύλια. Αυτό είναι και το μέγα μειονέκτημα, καθώς όταν εξαντλούνται τα κονδύλια το προσωπικό μένει μετέωρο, όπως έγινε τώρα και χρειάστηκε εμβόλιμη τροπολογία στο νομοσχέδιο για την υγεία, για να συνεχίσουν οι εργαζόμενοι.
Οι χώροι των ξενώνων είναι άνετοι, καθαροί και καμιά σχέση δεν έχουν με τα ψυχιατρεία της χώρας. Το επιστημονικό, νοσηλευτικό και βοηθητικό προσωπικό δίνουν καθημερινά τον καλύτερο εαυτό τους, προκειμένου οι ένοικοι στα τρία χρόνια που θεωρητικά προβλέπεται να μείνουν στον ξενώνα, να πάρουν όλα τα εφόδια, για να μεταπηδήσουν σε ένα προστατευόμενο διαμέρισμα και να ζήσουν ακόμη πιο αυτόνομα μέσα στην κοινωνία. Για παράδειγμα οι ένοικοι των ξενώνων του «Δρομοκαΐτειου» έχουν την ευκαιρία να κάνουν εργοθεραπεία εργαστήρια υφαντικής, ξυλουργικής, ωδικών πτηνών κλπ. που λειτουργούν μέσα στο νοσοκομείο.
Η πρώτη αυτή φάση της οργάνωσης και λειτουργίας των ξενώνων θα έπρεπε, βέβαια, να είχε ολοκληρωθεί μέχρι το 2000. Κάποια ψυχιατρεία όμως ακόμη δεν έχουν ξεκινήσει και γι' αυτό πήρε άτυπη παράταση μέχρι τον Σεπτέμβρη του 2001. Ετσι μόνο στο «Δρομοκαΐτειο» που έχει ήδη βγάλει 100 ανθρώπους, στεγάζει αυτή τη στιγμή 700 ανθρώπους η πλειοψηφία των οποίων μένει εκεί, αν και έχει θεραπευτεί επειδή δεν έχει πού αλλού να πάει. Τα πράγματα όμως είναι χειρότερα στο «Δαφνί».
Ο σεισμός της 9ης Σεπτέβρη του 1999, γκρέμισε ένα μεγάλο μέρος των κτιρίων στο «Δαφνί» και οδήγησε πολλούς έγκλειστους σε ξενοδοχεία όπως το «Κρυστάλ», το «Ριβολί» στο κέντρο της Αθήνας, στο Πικέρμι και αλλού. Οι συνθήκες διαβίωσης στα ξενοδοχεία της Αθήνας είναι βέβαια καλύτερες από ό,τι στο νοσοκομείο.
Ωστόσο, όμως, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την κοινωνική τους επανένταξη, αφού δεν τους δίνονται οι δυνατότητες κοινωνικοποίησης. Στο Πικέρμι, αν και οι χώροι είναι καλύτεροι και η διαβίωση πολύ πιο άνετη, οι ασθενείς είναι αποκομμένοι κυριολεκτικά από την κοινωνία, ενώ η πρόσβαση είναι πολύ δύσκολη και για τους συγγενείς που θέλουν να τους επισκεφτούν. Η Πολιτεία μετά το σεισμό είχε υποσχεθεί πως η παραμονή τους στα ξενοδοχεία θα ήταν πρόσκαιρη και πως γρήγορα θα πάνε σε ξενώνες. Πέρασε όμως ενάμιση χρόνος και ακόμη παραμένουν διάσπαρτοι.
Μεγάλες οι ελλείψεις προσωπικού
Ο αποπληθωρισμός των ψυχιατρικών νοσοκομείων και η βαθμιαία αντικατάστασή τους από ψυχιατρικές Μονάδες στα Γενικά Νοσοκομεία και από υπηρεσίες παροχής ψυχιατρικής Φροντίδας σε κοινοτικό επίπεδο είναι ένα από τα μέτρα που θα οδηγούσαν στην υλοποίηση της μεταρρύθμισης.
Πέρα απ' την αδράνεια της κυβέρνησης, ήρθε και ο σεισμός της 7.9.1999 που ενέτεινε το αδιέξοδο. Το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής (ΨΝΑ) βγήκε εκτός εφημεριών με συνακόλουθο το έμφραγμα στο «Δρομοκαΐτειο». Χρησιμοποιήθηκαν -προσωρινά- τα ψυχιατρικά τμήματα των νοσοκομείων που τελικώς κατέληξαν στη μονιμότητα με έναν αμφισβητούμενο χαρακτήρα.
Τα περιστατικά που καταγράφηκαν στα ψυχιατρικά τμήματα των γενικών νοσοκομείων το τελευταίο διάστημα αποτυπώνουν το αδιέξοδο της κατάστασης αλλά και την αδυναμία του υπουργείου Υγείας να δώσει κάποιες λύσεις.
Αποκαλυπτικό είναι το περιστατικό που σημειώθηκε στο νοσοκομείο «Σωτηρία» στις 28-1-2001, όπου -όπως προκύπτει από έγγραφη αναφορά- εργαζόμενοι τραυματίστηκαν από ψυχασθενή, ο οποίος στη συνέχεια απέδρασε από το νοσοκομείο.
Την ίδια στιγμή στα ψυχιατρικά νοσοκομεία υπάρχουν τρομακτικά κενά. Στο Δρομοκαΐτειο λόγου χάρη είναι κενές 60% των οργανικών θέσεων του νοσηλευτικού προσωπικού. Υπάρχει 1 νοσοκόμος ΠΥ, ενώ προβλέπονται 15, και 51 διπλωματούχες, ενώ έπρεπε να είναι 145. Σε κάθε ψυχίατρο αναλογούν 60-70 ασθενείς, ενώ θα έπρεπε να αναλογούν 10, το νοσοκομείο έχει μόνο έξι ψυχολόγους ενώ θα έπρεπε να έχει 30. Οι ψυχολόγοι μάλιστα πριν από λίγο διάστημα μπήκαν στις εφημερίες, ενώ δεν εφαρμόζεται ο νόμος για ένταξή τους στο ΕΣΥ.
Σύμφωνα με τις προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μέχρι το 2005 θα έχουν κλείσει τέσσερα-πέντε ψυχιατρεία σε όλη την Ελλάδα. «Αν κάτι τέτοιο ισχύσει εδώ χωρίς δίκτυο υπηρεσιών υγείας, τόνισε ο Ηλίας Μιχαλαρέας, πρόεδρος της ΠΕΝΟΨΥ, θα οδηγηθούμε, όταν λήξουν τα προγράμματα, οι άρρωστοι μετά από 30-40 ημέρες παραμονής σε μονάδες βραχείας νοσηλείας να πετιούνται στο δρόμο».
Πρέπει να γίνει μια κατ' αρχήν διάκριση (λαμβανομένης υπόψη και της ταξικής συγκρότησης των διαφόρων περιοχών) απέναντι στις αντιδράσεις των απλών περιοίκων, που πηγάζουν από άγνοια και προκατάληψη, η οποία, με τη σειρά της, τροφοδοτείται από την επισφαλή κοινωνική θέση ολοένα ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, από τη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, που προκαλεί η κρίση του καπιταλισμού. Κάτω από αυτούς τους όρους είναι συχνά δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι οι επανεντασσόμενοι «ασθενείς»είναι «σαρξ εκ της σαρκός» αυτών των λαϊκών στρωμάτων: Οτι προέρχονται από τα ίδια αυτά λαϊκά στρώματα και ότι ο λόγος της χρόνιας παραμονής τους στο ψυχιατρείο δεν ήταν τόσο η ψυχική τους διαταραχή, όσο η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός. Και είναι, κυρίως, αυτός ο χώρος, η κοινωνική και (αντι)θεραπευτική αντιμετώπιση που (ως εκ της φύσεώς του) έχουν μέσα στο ψυχιατρικό άσυλο και όχι η ψυχική τους διαταραχή που ευθύνεται για την αναπηρία τους, για την υπαρξιακή τους εκμηδένιση και τον ακρωτηριασμό της ανθρώπινης υπόστασής τους, για τη μετατροπή τους σε «μη πρόβλημα». Η ανάδυση αυτών των ανθρώπων, από το χώρο του εγκλεισμού στην κοινωνία, συνιστά το «άνοιγμα του προβλήματος», που ο εγκλεισμός είχε κουκουλώσει: Γεννά την ανάγκη για κοινωνικό «χώρο» για τον καθένα από αυτούς, για πλήρη αναγνώριση και άσκηση ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Αλλά ενώ το δικαίωμα στην επανένταξη των λεγόμενων ασθενών των ψυχιατρείων δεν είναι διαπραγματεύσιμο, δεν μπορεί να μην επισημάνει κανείς τις κυβερνητικές ευθύνες γι' αυτό και πολλά άλλα προβλήματα στη διαδικασία της αποασυλοποίησης των ψυχικά πασχόντων. Εχει κανείς την αίσθηση ότι η αποασυλοποίηση δε σχεδιάζεται με γνώμονα τις ανάγκες της κοινωνικής αναπαραγωγής των «ασθενών», αλλά για την απλή απορρόφηση των κονδυλίων για την ψυχική υγεία του Γ` Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και την ευθυγράμμιση σε κάποιες ντιρεκτίβες της «ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής».
Ολοι οι ένοικοι είναι πρώην τρόφιμοι του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής. Από τις 27.10.1999 μέχρι τον Οκτώβρη του 2000 οι ένοικοί του από 27 που ήταν στην αρχή μειώθηκαν στους 18, αφού εννέα ένοικοι βελτιώθηκαν ακόμη περισσότερο στην υγεία τους κι έτσι τώρα ένας γύρισε στην οικογένειά του και οι υπόλοιποι ζουν σε μικρότερα προστατευόμενα διαμερίσματα.