Εκτός από «αλλαγή στόχων και προσανατολισμού», άλλαξε και ο κανονισμός του, «ώστε να διευκολυνθεί» η «διαχείριση που επιθυμεί ο διευθυντής». Ετσι, ενώ υπέβαλαν ταινίες με βάση τον κανονισμό «πιστεύοντας ότι έχει νομιμοποιηθεί (...) διαπιστώνουμε ότι ο υπουργός έλαβε γνώση στις 5 Φεβρουαρίου και το ΦΕΚ τον δημοσίευσε στις 28 Φεβρουαρίου, ένα και πλέον μήνα από την υποβολή των αιτήσεων συμμετοχής και 15 μέρες αφού έβγαλαν τα αποτελέσματα». Αυτό σημαίνει «ότι αμφισβητείται η νομιμότητά του, καθώς δεν πέρασε ούτε από το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο». Φέτος, κόπηκαν 50 ελληνικές ταινίες, ενώ αυξάνονται οι ξένες. Χαρακτήρισε δε ειρωνικά ως «καινοτομία» το άρθρο του κανονισμού περί πλαφόν 30% στην ποσόστωση ελληνικών ταινιών στο φεστιβάλ, αφού «οι ποσοστώσεις αφορούν πάντα τον ελάχιστο αριθμό, ποτέ δε βάζουν πλαφόν!».
Πρόσθεσε ότι με το φεστιβάλ «καταθέτουμε την αγωνία μας για την "κρίση κριτηρίων", τις παράτυπες διαδικασίες στη διαχείριση του θεσμού που οδηγούν σε άδικες προγραφές». Αναφέρθηκε και στην παλιά νομοθετική διάταξη που επιβάλλει στις ελληνικές ταινίες, ως όρο, προηγούμενη συμμετοχή τους στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ για να συμμετάσχουν στα Κρατικά Βραβεία, με αποτέλεσμα ο αποκλεισμός των ταινιών να σημαίνει και αποκλεισμό τους από τα Κρατικά Βραβεία.
Ο σκηνοθέτης Λεωνίδας Βαρδαρός σημείωσε ότι κάθε φορά που άλλαζε ο αρχικός νόμος περί κινηματογράφου (1597/86) αυτό γινόταν σε συντηρητικότερη και αυταρχικότερη κατεύθυνση. Ετσι, με το Ν. 2557/97, ουσιαστικά «εκπαραθυρώθηκαν» οι εκπρόσωποι των σωματείων στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ και με τον 3057 προβλέφτηκε η υποχρεωτική διάταξη για τη συμμετοχή στα Κρατικά Βραβεία. Τώρα, «η "δημοκρατική ευαισθησία" του κ. Εϊπίδη (σ.σ. διευθυντή του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ) δεν αντέχει ούτε όσους ο ίδιος προτείνει».
Ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Παπαηλιού σημείωσε ότι «ο ελληνικός κινηματογράφος ταξιδεύει ακυβέρνητος» και «όποιος προλαβαίνει, ή έχει τη συγκυριακή δυνατότητα, σπρώχνει την κινηματογραφική πολιτική όπου τον βολεύει (...). Ενωθήκαμε αυθόρμητα, σχεδόν 60 δημιουργοί ντοκιμαντέρ, και με βαθιά αίσθηση ευθύνης δίνουμε στο πρόβλημα μια δημιουργική απάντηση».
Εκ μέρους του ΚΚΕ, ο βουλευτής Γ. Ζιώγας κατήγγειλε τον αντιδημοκρατικό τρόπο λειτουργίας του φεστιβάλ και τις αλλαγές στον κανονισμό, ερήμην των κινηματογραφιστών, δηλώνοντας τη συμπαράσταση του Κόμματος στους τελευταίους και με κατάθεση σχετικής Επερώτησης στη Βουλή για τον αποκλεισμό του ελληνικού ντοκιμαντέρ από το θεσμό.
Πάντως, η διοίκηση του Φεστιβάλ συνεχίζει την απαξίωση των φορέων. Ετσι, ενώ η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών ζήτησε από την διευθύντρια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Δ. Μουζάκη, τον κατάλογο των Ελλήνων συμμετεχόντων στο φεστιβάλ αλλά και όσων απορρίφθηκαν, εκείνη απάντησε ότι η δημοσιοποίηση των τελευταίων είναι «καθαρά προσωπική υπόθεση του κάθε δημιουργού»!
Associated Press |
Συγκεκριμένα, το ΚΑΣ γνωμοδότησε υπέρ του αιτήματος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου για υλοποίηση προγράμματος γεωφυσικής έρευνας στην Αρχαία Ολυμπία, σε συνεργασία με τη Ζ` ΕΠΚΑ, με στόχο τον εντοπισμό του ιπποδρόμου. Το κόστος της έρευνας βαρύνει τους αιτούντες, οι οποίοι θα χρησιμοποιήσουν μηχανήματα τεχνολογίας αιχμής, που τα προμηθεύει, επίσης, ξένη εταιρεία. Η ένσταση από μέλος του ΚΑΣ ήταν ότι ανατίθεται σε γερμανική εταιρεία μια έρευνα, ανάλογες της οποίας έχουν γίνει από ελληνικά πανεπιστήμια. Η ...«εκπληκτική» απάντηση ήταν ότι οι Γερμανοί έχουν εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, άρα «δεν κοστίζει τίποτα στο ελληνικό Δημόσιο» και κάνουν πιο σύντομα τις δημοσιεύσεις τους! Το «κερασάκι» ήταν η συμπλήρωση της απάντησης με τη φράση: «άλλωστε έχουμε παγκοσμιοποίηση»!!! Να σημειωθεί ότι με 28.000 ευρώ χρηματοδοτεί την έρευνα και η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, δηλαδή τα μονοπώλια - «χορηγοί» της.
Είναι φανερό πως η διαχρονική απαξίωση της πολιτιστικής κληρονομιάς (εκτός αν πρόκειται για έργα «βιτρίνας», ενταγμένα στην εμπορευματική «προοπτική» της) έχει δημιουργήσει «μοιρολατρική» συνείδηση και αποδοχή αυτής της κατάστασης από τους υπηρεσιακούς παράγοντες. Διότι και το μείζον, διαχρονικό πρόβλημα των επιστημονικών δημοσιεύσεων (σ.σ. σημαντικότατος τομέας για την τεκμηρίωση της έρευνας) έχει τη «ρίζα» του σε αυτήν την πολιτική: Τεράστιες ελλείψεις προσωπικού, υποχρηματοδότηση, ασφυκτικά χρονικά περιθώρια από τις εργολαβίες όταν πρόκειται για έργα κλπ.
Το ερώτημα είναι αν το άξιο δυναμικό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, αλλά και η πανεπιστημιακή κοινότητα, έχουν σκοπό να αντιδράσουν, αντί να σύρονται σε λογικές ενός κατασκευασμένου «εφικτού».
Πλήθος αρχαιοτήτων αποκαλύπτονται με τις εργασίες κατασκευής του μετρό στη Θεσσαλονίκη, αλλά ελάχιστες - όπως και με το μετρό της Αθήνας - θα βρουν «θέση» ως «στολίδια» των σταθμών.
Στην προχθεσινή του συνεδρίαση, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο δεν ενέκρινε τη διατήρηση των ευρημάτων στους σταθμούς «Σιντριβάνι» και «Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός». Κατά τις εργασίες στον πρώτο σταθμό, σε 502 τ.μ. συμπληρωματικής σωστικής ανασκαφής, βρέθηκαν 95 τάφοι των ρωμαϊκών και υστερορωμαϊκών χρόνων και πολύ νεότερες κατασκευές. Σύμφωνα με την εισήγηση, έγιναν και 14 δοκιμαστικές τομές που δεν είχαν αρχαιολογικού ενδιαφέροντος αποτελέσματα. Σε ορισμένους τάφους, βρέθηκαν και κινητά ευρήματα (ειδώλια, μυροδοχεία κλπ.). Η πρόταση, που έγινε αποδεκτή, ήταν να μη διατηρηθούν, λόγω της «αποσπασματικής και κακής κατάστασης διατήρησης». Στη δεύτερη περίπτωση, βρέθηκαν ταφικοί περίβολοι των ρωμαϊκών χρόνων και 24 τάφοι με κτερίσματα (αγγεία, κοσμήματα κλπ.), ενώ έγιναν και 21 δοκιμαστικές τομές χωρίς αποτέλεσμα. Ετσι αποφασίστηκε η μη διατήρησή τους.
Στη συνεδρίαση ειπώθηκε ότι στο μετρό της Αθήνας «βρέθηκαν σπουδαία πράγματα» που «αποδομήθηκαν» και ότι δεν πρέπει «να βάλουμε σε δεύτερη μοίρα τις αρχαιότητες» λόγω πίεσης του έργου. Επίσης, ότι πρέπει «να διατηρήσουμε την ιστορία της Θεσσαλονίκης» και ότι τα ευρήματα έχουν βάθος ακόμη και 5 μ. και όχι μόνο 2 μ. Η απάντηση ήταν ουσιαστικά ότι η αρχαιολογική έρευνα ακολουθεί το έργο και δε θα περιοριστεί σε αυτό το βάθος.
Σημειώνουμε ότι ο υπεύθυνος για το συντονισμό της έρευνας αρχαιολόγος πληρώνεται από την εταιρεία ...μέσω του ελληνικού Δημοσίου, όπως συμβαίνει γενικά στα έργα. Η εποπτεία γίνεται από την εκάστοτε αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων. Το ερώτημα είναι, αφού έτσι κι αλλιώς πληρώνει το ελληνικό Δημόσιο, δηλαδή ο λαός, γιατί να μη χρηματοδοτείται απευθείας η Αρχαιολογική Υπηρεσία για την έρευνα στα έργα.