ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 8 Δεκέμβρη 2002
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΗΠΑ - ΣΑΟΥΔΙΚΗ ΑΡΑΒΙΑ
Ανησυχητικό μέλλον δύο (πρώην;) στενών συμμάχων

Associated Press

Στο προσκήνιο επανήλθαν, προσφάτως, οι σχέσεις της Ουάσιγκτον με τη Σαουδική Αραβία. Αλλεπάλληλα δημοσιεύματα του αμερικανικού Τύπου μιλούν για σοβαρή ρήξη, πλέον, στις σχέσεις των, μέχρι πρότινος, στενών συμμάχων, κάτι που είχε αρχίσει, ήδη, να διαφαίνεται από την 11η Σεπτεμβρίου και μετά. Οι διαστάσεις, μάλιστα, της διένεξης διαφαίνονται εξαιρετικά ανησυχητικές αφού ανάμεσα στα πολλά σενάρια που είδαν το φως της δημοσιότητας είναι ακόμη και η προοπτική διαμελισμού της Σ. Αραβίας στο πλαίσιο των γενικότερων ανακατατάξεων συνόρων στον Κόλπο, που πιθανότατα δρομολογούνται με ένα στρατιωτικό πλήγμα στο Ιράκ.

Το τελευταίο επεισόδιο

Πρόσφατα αμερικανικά δημοσιεύματα ισχυρίζονταν ότι, σύμφωνα με το FBI, η σύζυγος του Σαουδάραβα πρέσβη στις ΗΠΑ, Χαΐφα μπιν Φαϊσάλ, από το 2000, χρηματοδοτούσε με μηνιαίες επιταγές 3.500 δολαρίων, μία συμπατριώτισσά της, τη Ματζίντα Ντουαϊκάτ, επίσης κάτοικο των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τις ίδιες έρευνες, ο σύζυγος της Ντουαϊκάτ, Οσάμα Μπασνάν, είχε σχέσεις με δύο από τους Σαουδάραβες αεροπειρατές της 11ης Σεπτεμβρίου. Η Ντουαϊκάτ, με τη σειρά της, εμφανίζεται να προσέφερε μέρος των επιταγών σε έτερη συμπατριώτισσά της, τη Μάναχ Αχμέντ Μπαγκαντέρ, της οποίας ο σύζυγος, Οσάμα αλ Μπαγιούμι, φέρεται, επίσης, να είχε σχέσεις με τους ίδιους υπόπτους αεροπειρατές.

Αμερικανικές προετοιμασίες στο Κουβέιτ

Associated Press

Αμερικανικές προετοιμασίες στο Κουβέιτ
Μπορεί τα στοιχεία αυτά να μην αρκούν για να στοιχειοθετήσουν το οποιοδήποτε κρίσιμο συμπέρασμα, και αντίθετα να τείνουν να ομοιάσουν με ίντριγκες σαπουνόπερας. Η κατάσταση, όμως, περιπλέκεται αφού οι εμπλεκόμενοι σύζυγοι, που παρουσιάζονται και ως οι κύριοι ύποπτοι για διασυνδέσεις με τους αεροπειρατές, φέρονται να έχουν πολύ στενές σχέσεις με τη σαουδαραβική ηγεσία και τις μυστικές της υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, ο Οσάμα Μπασνάν φέρεται να συναντήθηκε με τον Σαουδάραβα Πρίγκιπα διάδοχο, Αμπντουλάχ, κατά τη διάρκεια επίσκεψης του δεύτερου στις ΗΠΑ τον περασμένο Απρίλη. Ο αλ Μπαγιούμι, που σήμερα έχει μετακομίσει στη Βρετανία για σπουδές, φέρεται να εργάζεται για τις σαουδαραβικές μυστικές υπηρεσίες.

Οι αντιδράσεις που προκάλεσε η δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών ήταν έντονες. Αρκετοί βουλευτές και γερουσιαστές κατηγόρησαν την αμερικανική ηγεσία ότι δεν πιέζει αρκετά το Ριάντ, έτσι ώστε να το υποχρεώσει να λάβει μέτρα απέναντι στην τρομοκρατία και να ελέγξει αποτελεσματικά τα τεράστια χρηματικά ποσά που, αποδεδειγμένα, διακινούνται μέσω των ισλαμικών φιλανθρωπικών ιδρυμάτων προς τρομοκρατικές οργανώσεις. Και ο χαρακτηρισμός «αποδεδειγμένα» ισχύει, όχι μόνο με βάση τα ευρήματα των ερευνών μετά την 11η Σεπτεμβρίου, αλλά και με βάση τη σχετική «εμπειρία» της Ουάσιγκτον, που χρησιμοποίησε, περίπου τους ίδιους δρόμους, σε συνεργασία με τη σαουδαραβική ηγεσία, προκειμένου να χρηματοδοτήσει και να εξοπλίσει τους μουτζαχεντίν που πολέμησαν κατά των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν και αποτέλεσαν τον κινητήριο μοχλό ανάδειξης των Ταλιμπάν.

Τα δημοσιεύματα αυτά, όμως, προκάλεσαν τις αντιδράσεις και της σαουδαραβικής ηγεσίας. Μέσα από τον ασφυκτικά ελεγχόμενο Τύπο του βασιλείου, εξαπολύθηκε επίθεση εναντίον της Ουάσιγκτον επειδή «προσπαθεί να εκβιάσει τη Σαουδική Αραβία προκειμένου να εξασφαλίσει την υποστήριξή της ενόψει μιας επίθεσης κατά του Ιράκ, σε πρώτη φάση, και σε ό,τι άλλο θελήσει αργότερα» όπως έγραφε η εφημερίδα «Αλ Ουατάν». Επισήμως, πάντως, αξιωματούχοι και των δύο πλευρών προσπάθησαν να χαμηλώσουν τους τόνους.

Ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Αρι Φλάισερ, χαρακτήριζε τη Σαουδική Αραβία «πολύτιμο σύμμαχο στην πάταξη της τρομοκρατίας» συμπληρώνοντας, όμως, ότι «μπορεί να πράξει περισσότερα». Ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, Κόλιν Πάουελ, έσπευσε να διαψεύσει δημοσίευμα της «Ουάσιγκτον Ποστ», σύμφωνα με το οποίο η Ουάσιγκτον επέδωσε τελεσίγραφο 90 ημερών στο Ριάντ για να προχωρήσει «σε αποτελεσματικές κινήσεις μπλοκαρίσματος της χρηματοδότησης τρομοκρατικών οργανώσεων». Επίσης, απέφυγε να σχολιάσει τις πληροφορίες που θέλουν το FBI να έχει καταλήξει σε μια ολιγάριθμη λίστα κροίσων, στην πλειοψηφία τους Σαουδαράβων, ως κύριο χρηματοδότη της αλ Κάιντα. Σαουδάραβες αξιωματούχοι, από την άλλη, δήλωναν έτοιμοι να συνεργαστούν με τις αμερικανικές αρχές για τη διαλεύκανση της υπόθεσης.


Ολέθρια σχέση

Από επίσκεψη του Τ. Μπλερ στη Σαουδική Αραβία

Associated Press

Από επίσκεψη του Τ. Μπλερ στη Σαουδική Αραβία
Εντούτοις, όλα αυτά δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου, που άρχισε, επισήμως, να ξεπροβάλλει αμέσως μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβρη. Δεκαπέντε από τους 19 αεροπειρατές ήταν Σαουδάραβες. Επιπλέον, σύμφωνα με πιο πρόσφατες πληροφορίες, 125 από τους κρατούμενους που μεταφέρθηκαν στη βάση του Γκουαντανάμο από το Αφγανιστάν, είναι Σαουδάραβες, των οποίων την έκδοση στη Σαουδική Αραβία έχει, επανειλημμένως πλην χωρίς αποτέλεσμα, ζητήσει το Ριάντ.

Η δημόσια συζήτηση για τις διασυνδέσεις οργανώσεων τύπου μπιν Λάντεν με τη σαουδαραβική βασιλική οικογένεια των 7.000 ατόμων είχε, ήδη, αρχίσει από την επομένη της 11ης Σεπτέμβρη. Η πρώτη αντίδραση της Σαουδικής Αραβίας ήταν αρνητική. Διαβεβαίωσε σε όλους τους τόνους ότι δεν υπάρχει καμία σχέση με την «αλ Κάιντα» και τόνιζε ότι είναι πρακτικώς αδύνατο να ελέγχεται κάθε μεταφορά χρημάτων από και προς φιλανθρωπικές οργανώσεις, τράπεζες, πολυεθνικές κ.ο.κ.

Το θέμα έγινε προσπάθεια και από τις δύο πλευρές να υποτιμηθεί. Η Ουάσιγκτον φάνηκε να μη θέλει να δυσαρεστήσει το μεγαλύτερο αγοραστή των οπλικών της συστημάτων (40,2 δισ. δολάρια μόνο το 1998), τον κυριότερο πετρελαϊκό προμηθευτή της (1,4 βαρέλια αργού πετρελαίου καθημερινώς το 1999) και έναν από τους καλύτερους οικονομικούς της εταίρους (7,9 δισ. δολάρια οι σαουδαραβικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ το 1999, και 7,6 δισ. δολάρια οι σαουδαραβικές εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων την ίδια χρονιά). Αυτά σε αριθμούς, γιατί σε ένα δεύτερο επίπεδο τα πράγματα γίνονται ακόμη σοβαρότερα.

Οπως, ενδεικτικά, υποστήριζε η εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς» σε αναλυτικό άρθρο της σύνταξής της, τον Οκτώβρη του 2001, «είναι γεγονός ότι οι αμερικανο-σαουδαραβικές σχέσεις βασίζονται κυνικά σε ικανοποίηση συμφερόντων». Στην ίδια ανάλυση, η εφημερίδα υπενθυμίζει, παραδεχόμενη μάλιστα ότι όλα τα αμερικανικά ΜΜΕ φέρουν σοβαρό μερίδιο ευθύνης για την παραχάραξη της αλήθειας, ότι «η Ουάσιγκτον ανέδειξε και στήριξε τη βασιλική οικογένεια από το 1932 αποκλειστικά και μόνο για να εξασφαλίσει τις ενεργειακές της προμήθειες». Στη συνέχεια, πέτυχε μεγάλα κέρδη, πουλώντας ακατάπαυστα οπλικά συστήματα στους Σαουδάραβες, οι οποίοι, σε αντάλλαγμα για την υποστήριξη της διατήρησής τους στην εξουσία, επένδυαν σε αμερικανικές επιχειρήσεις. Τα ονόματα στη λίστα αυτών των «εμπορικών ανταλλαγών» είναι τόσο ηχηρά, που δε θα συνέφερε καμία από τις δύο πλευρές να κοινοποιηθούν.

«Αποκλειστικός σκοπός της αμερικανικής πολιτικής στην περιοχή του Κόλπου είναι η διατήρηση του αποκλειστικού ελέγχου του πετρελαίου», σημειώνει σε μια ασυνήθιστη κρίση ειλικρίνειας η εφημερίδα, που υπενθυμίζει ότι ο κύριος αιμοδότης (σε χρήματα και σε πρόσωπα) της αντικομμουνιστικής εκστρατείας του Ρίγκαν, στη δεκαετία του '80, ήταν η σαουδαραβική βασιλική οικογένεια. Παραδέχεται, επίσης, ότι όλοι αυτοί οι παράγοντες «βοηθούν» την Ουάσιγκτον «να αγνοεί» την αυταρχική, απάνθρωπη διακυβέρνηση των συμμάχων της, να κάνει τα στραβά μάτια στις καθημερινές διογκούμενες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να συνεισφέρει με την πολιτική της στην εξαθλίωση του σαουδαραβικού πληθυσμού.

Ενός πληθυσμού, που είδε τα εισοδήματά του να μειώνονται, κατά μέσο όρο, στα 6.000 δολάρια ετησίως το 2000, από 18.000 δολάρια ετησίως στις αρχές του '80. Ενός πληθυσμού, που ζει υπό άθλιες συνθήκες αναλφαβητισμού, ανεργίας και απόλυτης κυριαρχίας του θρησκευτικού νόμου, της σαρία. Η οικονομική κρίση δεν οφείλεται παρά στην εκτεταμένη διαφθορά της πολυπληθούς βασιλικής οικογένειας, που απολαμβάνει πλουσιοπάροχα την εκμετάλλευση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων της χώρας και παραβιάζει, άνευ τιμωρίας, τη σαρία που επιβάλλει με την απειλή του θανάτου στο λαό της. Η ανεργία έχει φθάσει το 30% στους άνδρες (οι γυναίκες δεν έχουν δικαίωμα εργασίας και εκπαίδευσης), αφού η βασιλική οικογένεια περιέκοψε όλα τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας και κατήργησε θέσεις εργασίας για να ανακόψει την πτωτική πορεία της οικονομίας.

Υπό αυτές τις συνθήκες είναι, μάλλον, αναμενόμενη η απήχηση που φέρεται να έχει στις σαουδαραβικές εξαθλιωμένες μάζες ο μπιν Λάντεν και οι τύπου μπιν Λάντεν οργανώσεις. Εκλαμβάνονται ως η μοναδική φωνή διαμαρτυρίας στον εξευτελισμό όλων των επιπέδων, που ο απλός Σαουδάραβας υφίσταται (είτε ο ίδιος, είτε το σύνολο του αραβικού κόσμου, είτε οι Παλαιστίνιοι), εξαιτίας της υποταγής της ηγεσίας του στα κελεύσματα της Ουάσιγκτον.


Σκληρή αναμέτρηση εξουσίας

Τα θεμέλια της απόλυτης κυριαρχίας της σαουδαραβικής βασιλικής οικογένειας είχαν αρχίσει να κλυδωνίζονται ελαφρώς ήδη από το 1991 και τον πόλεμο του Κόλπου. Τότε, με βάση όλες τις υπάρχουσες πληροφορίες, ο μπιν Λάντεν είχε επιστρέψει, από το Αφγανιστάν όπου είχε ηγηθεί της εκστρατείας των μουτζαχεντίν εναντίον των Σοβιετικών για λογαριασμό των ΗΠΑ, στην πατρίδα του και φέρεται να είχε προτείνει στο βασιλιά Φαχντ, που τότε ήταν ακόμη σε ικανοποιητική διανοητική κατάσταση, ένα αμυντικό σχεδιασμό για να αντιμετωπιστεί μια πιθανή ιρακινή απειλή. Παράλληλα, προβλεπόταν η σταδιακή «απεξάρτηση» του βασιλείου από τις ΗΠΑ.

Ο βασιλιάς Φαχντ απέρριψε το σχέδιο και προτίμησε να ανοίξει το δρόμο για εγκατάσταση των αμερικανικών δυνάμεων στη χώρα. Ο μπιν Λάντεν εγκατέλειψε οριστικά τη Σ. Αραβία και το 1995 έχασε και την υπηκοότητά του. Η επιλογή του Φαχντ ήταν αναμενόμενη. Η διατήρησή της οικογένειάς του στην εξουσία είναι άρρηκτα δεμένη με τη συμμαχία με τις ΗΠΑ. Αν για την Ουάσιγκτον, πλέον, ο μπιν Λάντεν είναι ο νούμερο 1 εχθρός, το ίδιο συμβαίνει και με τη βασιλική οικογένεια, καθώς απειλείται η ίδια της η υπόσταση από τον πρώην στενό συνεργάτη της. Για πολλούς, μάλιστα, η παραμονή των αμερικανικών στρατευμάτων στο έδαφος της Σ. Αραβίας μέχρι σήμερα δεν είναι παρά η έμπρακτη συμμετοχή της Ουάσιγκτον στη διαφύλαξη της κυριαρχίας της βασιλικής οικογένειας.

Η δίχρονη παλαιστινιακή Ιντιφάντα, οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και ο πόλεμος στο Αφγανιστάν προκάλεσαν πραγματικούς τριγμούς στη σαουδαραβική μοναρχία. Στο πλαίσιο της αγωνιώδους συντήρησής της, έχει ξεσπάσει πόλεμος στο εσωτερικό της βασιλικής οικογένειας. Από τη μία πλευρά, βρίσκεται ο πρίγκιπας διάδοχος Αμπντουλάχ, υπέρμαχος της σαρία, της απομάκρυνσης των αμερικανικών στρατευμάτων και της σταδιακής απεξάρτησης από τις ΗΠΑ με το σκεπτικό ότι έτσι θα ανακτηθεί η εμπιστοσύνη του σαουδαραβικού πληθυσμού και θα αντιμετωπιστούν φαινόμενα τύπου μπιν Λάντεν.

Την αντίθετη άποψη εκπροσωπεί ο υπουργός Αμυνας, Σουλτάν, του οποίου ο αδελφός πρίγκιπας Τούρκι αλ Φαϊσάλ υπήρξε επί 25 χρόνια αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών και ήταν ο υπεύθυνος των επαφών ΗΠΑ - μπιν Λάντεν - Ταλιμπάν, και σήμερα είναι πρέσβης στη Βρετανία. Επίσης, ο γιος του Σουλτάν, πρίγκιπας Μπαντάρ, είναι πρέσβης στις ΗΠΑ, γνωστός για τις «κοσμικές» του προτιμήσεις. Ο Σουλτάν τάσσεται υπέρ της ακόμη στενότερης συνεργασίας με τις ΗΠΑ, ως μοναδικού δρόμου διατήρησης της οικογένειας αλ Σαούντ στην εξουσία.

Στο πλαίσιο αυτής της σκληρής μάχης, εκτιμάται ότι καλλιεργήθηκε το έδαφος, τα τελευταία χρόνια, για ακόμη μεγαλύτερη αυτονόμηση των πυρήνων εκείνων των μουτζαχεντίν, που παλαιότερα ελέγχονταν μέσω Σ. Αραβίας για λογαριασμό των ΗΠΑ. Σήμερα, είναι περισσότερο από ποτέ θολό το ποιος και πώς συνδέεται με αυτούς τους πυρήνες καθώς, όπως αναγνωρίζουν και Αμερικανοί αξιωματούχοι, «πρόκειται για ένα θέμα προσώπων και όχι συνολικής απόφασης».


Σενάρια διχοτόμησης

Σύμφωνα με άρθρο του Σέιμουρ Χερς, στο περιοδικό «Νιου Γιόρκερ», οι αμερικανικές αρχές, ήδη, από το 1994 είχαν αρχίσει να υποκλέπτουν συνομιλίες των Σαουδαράβων συμμάχων τους. Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, οδήγησαν, σύμφωνα με τον Χερς πάντα, στο συμπέρασμα ότι το μέλλον της αμερικανο-σαουδαραβικής συμμαχίας είναι μάλλον δυσοίωνο καθώς το Ριάντ εμφάνιζε τάσεις αυτονόμησης, οι οποίες, πάντα με βάση το συγκεκριμένο άρθρο, εκφράζονταν και με τη ροή χρημάτων προς ύποπτα ιδρύματα και φορείς. Παράλληλα, η διαφθορά στους κόλπους της σαουδαραβικής οικογένειας και η διογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια εντός του βασιλείου καθιστούσαν, μάλλον, αναξιόπιστο σύμμαχο την, πάλαι ποτέ, κραταιά οικογένεια Φαχντ.

Αν τα παραπάνω ισχύουν, τότε το κουβάρι των εξελίξεων μετά την 11η Σεπτεμβρίου είναι μάλλον μια συνέχεια γεγονότων που είχαν δρομολογηθεί. Η επιμονή της Ουάσιγκτον να πληγεί το Ιράκ έφερε σε ακόμη δυσκολότερη θέση τη σαουδαραβική ηγεσία. Για πολλούς, η κίνηση του Πρίγκιπα διαδόχου Αμπντουλάχ, τον περασμένο Μάρτη, να αναλάβει μεσολαβητική πρωτοβουλία για το Μεσανατολικό καταθέτοντας, για πρώτη φορά, συνολική πρόταση αποκατάστασης των ισραηλινο-αραβικών σχέσεων, δεν ήταν παρά ένα σήμα προς την Ουάσιγκτον ότι όσο δεν επιλύεται οριστικά το Παλαιστινιακό, η Σαουδική Αραβία και ο αραβικός κόσμος συνολικά δεν μπορούν να ακολουθήσουν τις ΗΠΑ στις περιπέτειές τους καθώς επισείεται η απειλή της συνολικής αποσταθεροποίησης της περιοχής.

Οι σαουδαραβικές ανησυχίες δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Και αυτό όχι μόνο γιατί συνολικά η αραβική κοινή γνώμη μοιάζει με καζάνι που βράζει. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δηλώσεις του βουλευτή του βρετανικού Εργατικού Κόμματος, Τζορτζ Γκάλογουεϊ. Υποστηρίζει ότι στους διαδρόμους του Πενταγώνου όσο και της Ντάουνινγκ Στριτ κυκλοφορεί εντόνως το σενάριο της «συνολικής αναδιάταξης συνόρων στην περιοχή του Κόλπου, αρχής γενομένης από ένα στρατιωτικό πλήγμα στο Ιράκ». Σύμφωνα, πάντα, με το ίδιο σενάριο, οι αξιωματούχοι που «φλερτάρουν» με τα παραπάνω εκτιμούν ότι εφόσον τα σύνορα της περιοχής ουσιαστικά χαράχτηκαν μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στη βάση των συμφερόντων των τότε μεγάλων δυνάμεων, δε θα είναι δύσκολο να επαναληφθεί το ίδιο σκηνικό.

Στους σχεδιασμούς αυτούς κεντρικό σημείο καταλαμβάνει η Σαουδική Αραβία, της οποίας τα αποθέματα σε πετρέλαιο εκτιμώνται, με συντηρητικούς υπολογισμούς, στο 1/4 των συνολικών αποθεμάτων του πλανήτη, ενώ παράλληλα έχει το προνόμιο να υπάρχει η δυνατότητα επιτάχυνσης της παραγωγής. Με πιθανό το ενδεχόμενο ανατροπής της πολιτικής κατάστασης στη Σ. Αραβία, ΗΠΑ - Βρετανία φέρονται να απεργάζονται ακόμη και σχέδιο διαμελισμού της, σε δύο ή και τρία μέρη, ως εναλλακτική λύση για τη διατήρηση του ελέγχου τους στα πετρελαϊκά της κοιτάσματα.

Οπως υποστηρίζει ο Γκάλογουεϊ, το σενάριο αυτό προβλέπει απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από τους ιερούς τόπους της Μέκκας και της Μεδίνας, και ανάπτυξή τους στις Ανατολικές Επαρχίες της Σ. Αραβίας, όπου και βρίσκεται η πλειοψηφία των κοιτασμάτων και των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων. Παρεμπιπτόντως εκεί κατοικεί η σιιτική μειονότητα του πληθυσμού, που δεν τρέφει τις καλύτερες των σχέσεων με το δόγμα Γουαχαμπί της βασιλικής οικογένειας. Ισως, υποστηρίζει ο Βρετανός βουλευτής, για αυτό το λόγο, οψίμως, ευαισθητοποιήθηκαν οι δυτικές χώρες για «τα ανθρώπινα δικαιώματα της μειονότητας».

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δεν προκαλεί, πλέον, ιδιαίτερη έκπληξη η «διαρροή» των τελευταίων στοιχείων του FBI που εμπλέκουν τη βασιλική οικογένεια άμεσα με την Αλ Κάιντα, ούτε φυσικά η προτροπή υψηλόβαθμου αξιωματούχου του Πενταγώνου, το καλοκαίρι σε κλειστή σύσκεψη, «να χτυπηθεί το κακό στη ρίζα του, δηλαδή στη Σ. Αραβία». Μάλιστα, σε μια άλλη παρόμοια σύσκεψη, ένας άλλος υψηλόβαθμος σύμβουλος, ο Μαξ Σίνγκερ, συμβούλευσε το Λευκό Οίκο να δημιουργήσει «τη Μουσουλμανική Δημοκρατία της Ανατολικής Αραβίας» στις Ανατολικές Επαρχίες της Σ. Αραβίας και να «ξεμπερδεύει οριστικά με το πρόβλημα». Το τι μέλλει γενέσθαι μένει να αποδειχθεί, φυσικά, αλλά οι οιωνοί δε δείχνουν θετικοί για την περιοχή...


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ