ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 3 Ιούνη 2005
Σελ. /48
Ποίηση και βία στην άσπρη οθόνη

Μια ταινία 44 χρόνων («Μέσα από το σπασμένο καθρέφτη»), του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, δικαιώνει την κινηματογραφική βδομάδα! Από κοντά της, με αντικομμουνιστικά ελαττώματα, όμως, η επίσης παλιά ταινία (1965) του Μίλος Φόρμαν («Οι έρωτες μιας ξανθιάς»). Από εκεί και κάτω το χάος. Ανόητες κωμωδίες, απόπειρες για σάτιρα, απόπειρες για οικογενειακά δράματα και, τέλος, η απαραίτητη δόση μας. Το θρίλερ της βδομάδας. Η άσκοπη φασιστική βία σε όλο το μεγαλείο της.

ΙΝΓΚΜΑΡ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ
Μέσα από το σπασμένο καθρέφτη

Μαξ Φον Σίντοου και Χάριετ Αντερσον
Μαξ Φον Σίντοου και Χάριετ Αντερσον
Ακόμα γεμίζουν οι αίθουσες, για τον «Πόλεμο των Αστρων»,όπου κανένα πλάνο δε στέκεται πάνω από μερικά δευτερόλεπτα. Διάστημα που δεν επιτρέπει την έρευνα, ούτε την επικοινωνία. Διάστημα που «κρύβει» την έλλειψη εικαστικής πρότασης. Εκείνο που προέχει, στον βιομηχανικό κινηματογράφο, είναι ο εντυπωσιασμός, το γαργάλημα των χαμηλών ενστίκτων του θεατή. Στο «...Σπασμένο καθρέφτη», η μηχανή δε βιάζεται να αλλάξει θέση. Μετακινείται όταν αυτό είναι αναγκαίο και μέσα στα καθορισμένα πλαίσια της αφήγησης. Ο κινηματογράφος του Μπέργκμαν (και όλων των άλλων μεγάλων της 7ης τέχνης), ανάμεσα στα άλλα, σου προσφέρει εκφραστικούς «πίνακες». «Πίνακες» με μεστό περιεχόμενο. «Πίνακες» καλοζυγισμένους. Τόσο τα πρόσωπα, όσο και τα αντικείμενα, δεν υπάρχουν τυχαία. Υπάρχουν για να μιλήσουν, να αφηγηθούν, να ερμηνεύσουν. Η παρουσία τους και η θέση τους είναι ποιητικές λέξεις, που σχηματίζουν ολοκληρωμένες ποιητικές προτάσεις.

Η ταινία γυρίστηκε πριν από 44 ολόκληρα χρόνια. Και εξακολουθεί να παραδίδει μαθήματα κινηματογράφου. Η εναλλαγή και η διάρκεια των πλάνων, οι θέσεις της μηχανής, οι κινήσεις και η εκφορά του λόγου από τους ηθοποιούς, οι σκιές και το φως της ασπρόμαυρης φωτογραφίας, οι ήχοι και η μουσική (Μπαχ), όλα τα στοιχεία της ταινίας είναι άψογα συγχρονισμένα. Με έναν συγχρονισμό, όμως, που δεν παρουσιάζεται. Εχεις την αίσθηση, πως όλα συμβαίνουν μόνα τους, τυχαία. Πουθενά δε βλέπεις το σκηνοθέτη να σου κλείνει το μάτι πονηρά λέγοντας «εγώ το έκανα αυτό». Ο Μπέργκμαν στέκεται «μακριά». Αφήνει την ιστορία του να μιλήσει...

Είναι κρίμα, καλλιτέχνες αυτής της εμβέλειας, να μην έχουν ανταμώσει με τη διαλεκτική υλιστική σκέψη. Τη μέθοδο, που θα τους επέτρεπε, να κάνουν την ιστορία τους, φύλλο και φτερό. Να φτάσουν την έρευνά τους στον πυρήνα. Εκεί που βρίσκεται η απάντηση στα ερωτηματικά τους. Ο «...Σπασμένος καθρέφτης», είναι μια κραυγή αγωνίας. Μια κραυγή αγωνίας, για τα δυσκολοαπάντητα ερωτηματικά του ανθρώπου. Τα ερωτηματικά, που αφορούν στην επικοινωνία, στην τέχνη, στον έρωτα, στο θάνατο... Ο μεγάλος Σουηδός σκηνοθέτης χρησιμοποιώντας τέσσερα πρόσωπα - πατέρα, γιο, κόρη, γαμπρό - και το σκηνικό ενός εξοχικού δίπλα στη θάλασσα, προσπάθησε να σκάψει τις «ψυχές» των ηρώων του και να πάρει τις απαντήσεις που έψαχνε. Δυστυχώς, αποσπώντας τους ήρωές του από το κοινωνικό περιβάλλον, που τους διαμορφώνει και το διαμορφώνουν, δεν μπόρεσε να αποφύγει τις μεταφυσικές ερμηνείες. Μεταφυσικές ερμηνείες, που τον οδήγησαν στο αδιέξοδο. Στην αποδοχή της ύπαρξης κάποιας εξωτερικής δύναμης, στη διαμόρφωση της συνείδησης και της ψυχολογίας των ανθρώπων. Στο Θεό, ...έστω και αν τον παρομοίασε με αράχνη!

Πολύς κόσμος θεωρεί τον Μπέργκμαν «δύσκολο». Πράγματι είναι δύσκολος, όπου ο ίδιος δεν έχει σαφείς απαντήσεις. Οπου ψάχνεται. Και επειδή είναι σοβαρός καλλιτέχνης, δεν κάνει εύκολες προτάσεις. Δε λέει ψέματα. Προτιμά να αποκαλυφθεί στο θεατή του, παρά να δώσει μια οποιαδήποτε απάντηση. Γι' αυτό οι ταινίες του, είναι, όπως λέμε, «προσωπικές», αφού λένε αυτό που πιστεύουν τη στιγμή που γυρίζονται. Και γι' αυτό έχουν αξία. Γιατί είναι οι ανυπόκριτες «εξομολογήσεις» ενός ανθρώπου.

Ο «...Σπασμένος καθρέφτης», ο οποίος απέσπασε το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, είναι μια από τις τρεις ταινίες του Μπέργκμαν, που αποτελούν την «τριλογία δωματίου», όπως καταγράφτηκαν στην ιστορία του κινηματογράφου. (Οι άλλες δυο είναι: Οι «Κοινωνούντες», 1962 και η «Σιωπή», 1963). Η τριλογία πραγματεύεται τα εξής θέματα: υπαρξισμός, θρησκεία, Θεός, ψυχανάλυση, ένστικτο, σχιζοφρένεια... Αυτή η περίοδος του Μπέργκμαν, ήταν από τις «δυσνόητες», για τους θεατές.

Παίζουν: Χάριετ Αντερσον, Γκούναρ Μπιόρνστραντ, Μαξ Φον Σίντοου, Λαρς Πασγκάρντ.

ΜΙΛΟΣ ΦΟΡΜΑΝ
Οι έρωτες μιας ξανθιάς

Χάνα Μπρέτσκοβα και Βλαντ. Πουσόλτ
Χάνα Μπρέτσκοβα και Βλαντ. Πουσόλτ
Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο. Το έργο στα τσέχικα λέγεται «Μια Ξανθιά Ερωτευμένη». Στην Αμερική, και στη συνέχεια, όπως ήταν φυσικό, και σε εμάς, μεταλλάχτηκε στο εμπορικότερον «Οι Ερωτες Μιας Ξανθιάς», που σημαίνει, βέβαια, άλλο πράγμα! Γιατί άλλο να είναι ερωτευμένη μια Ξανθιά και άλλο να περιγράφει τους έρωτές της (που δεν είναι ένας αλλά πολλοί)!

Η ταινία γυρίστηκε το 1965 στην Τσεχοσλοβακία. Τρία χρόνια αργότερα, μετά τα γεγονότα στην Πράγα, ο σκηνοθέτης της φεύγει για την Αμερική. Η «Ερωτευμένη Ξανθιά» λειτούργησε κάτι σαν διαβατήριο (όχι μόνον καλλιτεχνικό, ισχυρίζονται αρκετοί). Ο Φόρμαν, με αφορμή το πρώτο ερωτικό σκίρτημα της «Ξανθιάς» και χρησιμοποιώντας «διακριτική» σάτιρα, «χαμηλούς» τόνους, «απαλές» συγκρούσεις, περιγράφει (σαν καρικατούρες) τους εκπροσώπους του σοσιαλιστικού κράτους της Τσεχοσλοβακίας, σε μια επαρχιακή περιοχή. Αυτή η άδικη περιγραφή είναι και το αδύνατο σημείο της ταινίας, καθώς γίνεται με φανερά απαξιωτικό τρόπο. Ο σκηνοθέτης της «Φωλιάς του Κούκου» δε σατιρίζει, για να διορθώσει. Σατιρίζει, για να απαξιώσει!

Δεύτερο αδύνατο σημείο, που όμως είναι συνδεδεμένο με το πρώτο, είναι ο πολύ αργός ρυθμός και η ατελείωτη πολυλογία και η εμμονή στην επανάληψη (με αυτό τον τρόπο ο Φόρμαν θέλει να υποδηλώσει τη θεσμική ακινησία. Μια ακινησία που παράγει μοναξιά!). Ξεπερνώντας τα παραπάνω, που βέβαια δεν είναι καθόλου αμελητέα, περνάμε στην ουσία. Οταν ο Φόρμαν ασχολήθηκε με το κυρίως θέμα του, την «Ερωτευμένη Ξανθιά» δηλαδή, έδειξε την τρυφερότητά του, την ικανότητά του και το ταλέντο του. Εστησε με τέτοιο τρόπο τη μηχανή του, διάλεξε και φώτισε τους χώρους του, κίνησε τους νεόβγαλτους ή ερασιτέχνες ηθοποιούς του, και σου δημιούργησε την αίσθηση πως όλα είναι ζωντανά. Ακουγες τις ανάσες των ανθρώπων και των πραγμάτων. Πόναγες με τον ερωτικό πόνο της Ξανθιάς...

Η «Ερωτευμένη Ξανθιά», και όχι μόνο αυτή, είναι από τις ταινίες που αδικούν τον εαυτό τους και βέβαια και τον σκηνοθέτη τους. Γιατί μοιράζονται ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα. Οπου ελευθερώνεται καλλιτεχνικά η αλήθεια, βγαίνει αυθόρμητα η ποιότητα και το ήθος. Οπου παρεμβαίνει η σκοπιμότητα, το ψέμα και η υπερβολή, αμέσως εμφανίζεται η προχειρότητα και η φθήνια. Εμείς απ' την ταινία κρατάμε τα μάτια της «Ξανθιάς», όταν κοίταζε τον νεαρό πιανίστα που αγάπησε!

Η ταινία ήταν να «βγει» στις αίθουσες τον περασμένο Αύγουστο. Για λόγους, που μόνον ο «θεός» της αγοράς γνωρίζει, βγαίνει μετά από δέκα περίπου μήνες.

Παίζουν: Χάνα Μπρέτσκοβα, Βλαντιμίρ Πουσόλτ, Βλαντιμίρ Μενσίκ.

ΝΤΑΝ ΧΑΡΙΣ
Οικογενειακά μυστικά

Σιγκούρνι Γουίβερ και Εμίλ Χιρς
Σιγκούρνι Γουίβερ και Εμίλ Χιρς
Πέστε, ότι η οικογένεια είναι ένα πολύτιμο κινέζικο βάζο. Ο Μπέργκμαν το μεταχειρίζεται με σεβασμό και προσοχή. Ο Νταν Χάρις, σαν Αμερικάνος νεόπλουτος, κάνει αστειάκια μαζί του, μέχρι που του γλιστράει από τα χέρια, και το βάζο γίνεται συντρίμμια.

Ο σκηνοθέτης, που είναι και ο σεναριογράφος της ταινίας, είχε στα χέρια του ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα. Μια οικογένεια, όπου η έλλειψη επικοινωνίας, οι εγωισμοί, οι συζυγικές απιστίες, οι ευκαιριακές συμμαχίες, ανάμεσα σε κάποια μέλη της, σε βάρος άλλων μελών της, έχουν δημιουργήσει μια νοσηρή ατμόσφαιρα. Μια ατμόσφαιρα, που οδηγεί ένα μέλος της οικογένειας στην αυτοκτονία και τα υπόλοιπα στη διάλυση.

Αυτό το πολύ ενδιαφέρον θέμα, ο Νταν Χάρις, το κλότσησε, και με τα δυο πόδια του, στον αέρα. Εφτιαξε τους ήρωές του χωρίς ειδικό βάρος, με αποτέλεσμα οι πράξεις τους να μην έχουν δραματικότητα και ουσία. Εφτασε, μάλιστα, να κάνει τη μητέρα, δήθεν από τον πόνο της, να συμπεριφέρεται σαν άβγαλτη παιδούλα, ψάχνοντας, για μαριχουάνα και άλλα ναρκωτικά. Θα μπορούσε, βέβαια, η κάθε μάνα(;), όχι μόνον στα ναρκωτικά να καταλήξει, αλλά και τις φλέβες της να κόψει, αν χάσει, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο, το παιδί της. Ομως, όλα ετούτα, με άλλες συμπεριφορές. Οχι με αυτές τις ανόητες τσαχπινιές, που ο σκηνοθέτης, έβαλε την καλή ηθοποιό, Σιγκούρνι Γουίβερ, να κάνει.

Δε θέλω να αφήσω ασχολίαστη την ευκολία του σκηνοθέτη, να περνάει στην ταινία του, θετικά, τη χρήση των ναρκωτικών. Ολοι οι ήρωές του χασισώνονται, καταπίνουν το «έκσταση», με αφάνταστη ευκολία. Χωρίς επιπτώσεις και χωρίς κριτική. Χρειάζεται, λέτε, να προσθέσω, τάχα, και το happy end της ταινίας, για να σας φύγει η όποια περιέργεια, η οποία θα μπορούσε να σας οδηγήσει στην αίθουσα;

Παίζουν: Σιγκούρνι Γουίβερ, Εμίλ Χιρς, Τζεφ Ντάνιελς, Μισέλ Γουίλιαμς.

ΚΕΒΙΝ ΡΟΝΤΝΙ ΣΑΛΙΒΑΝ
Μάντεψε ποιος

Τα ναρκωτικά, βέβαια, δεν είναι μόνον οι «ουσίες». Είναι, μπορεί να είναι, και οι αντιρατσιστικές, δήθεν, κωμωδίες. Οι οποίες «κωμωδίες» αποβλέπουν στον κοινωνικό και πολιτικό αποπροσανατολισμό. Οπως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της ταινίας, «Μάντεψε Ποιος».

Στην Αμερική των είκοσι οκτώ εκατομμυρίων αναλφάβητων, των εκατομμυρίων ανέργων, των χιλιάδων άστεγων, των εκατομμυρίων ανασφάλιστων, που η μεγάλη πλειοψηφία αυτών των «άτυχων» είναι μαύροι, είναι πρόκληση, για να μην πω ύβρις, να γίνονται τέτοιου είδους κωμωδίες. Κωμωδίες, που τον πάνω λόγο τον έχουν οι μαύροι!

Η κόρη μιας οικογένειας μαύρων φέρνει στο σπίτι τον άσπρο φίλο της. Ο νεαρός άσπρος γίνεται θύμα ρατσιστικών συμπεριφορών από τον πατέρα της οικογένειας. Στο τέλος, βέβαια, θα νικήσει ο έρωτας. Οπως, ακριβώς, γίνεται στην πραγματικότητα στην Αμερική! Τι να πεις;

Αλλά, να γελάγαμε, τουλάχιστον! Τα αστεία είναι τόσο κλισέ. Οι καταστάσεις τόσο αναμενόμενες. Αν εξαιρέσεις τους καλούς ηθοποιούς, που από μόνοι τους κάνουν φιλότιμες προσπάθειες, να προκαλέσουν κάποιο γέλιο, τίποτα άλλο δεν προσφέρει έστω και υποψία ευφορίας.

Τότε, γιατί έγινε η ταινία; Ελα, ντε! Πάντως, η εξήγηση, πως οι δημιουργοί αποβλέπουν στο εισιτήριο του μαύρου και έγχρωμου γενικά πληθυσμού, τον οποίο πληθυσμό νομίζουν ότι κολακεύουν με την ταινία τους, δε φτάνει. Είναι και αυτό! Ομως, το κύριο, κατά τη γνώμη μου, είναι ο αποπροσανατολισμός. Είναι η απορρόφηση των κοινωνικών και αντιρατσιστικών αντιδράσεων.

Παίζουν: Νπέρνι Μακ, Αστον Κούτσερ, Χαλ Ουίλιαμς, Ζόι Σαλντάνια, Τζούντιθ Σκοτ.

ΓΚΑΡΘ ΤΖΕΝΙΝΓΚΣ
Γυρίστε το Γαλαξία με οτοστόπ

Δεν είναι εύκολο να κάνεις μια ανατρεπτική, μια σουρεαλιστική, μια «αναρχική», ταινία. Απαιτείται να διαθέτεις την τρέλα του Νταλί, τη φαντασία του Ιουλίου Βερν, τη λεπτότητα του Τσάρλι Τσάπλιν. Αν δε διαθέτεις τα προσόντα των παραπάνω, και θελήσεις να ασχοληθείς σατιρικά με το διάστημα, τότε θα κάνεις απλώς μια απόπειρα.

Η ταινία του Γκαρθ Τζένινγκς είναι, απλώς, μια απόπειρα. Μια απόπειρα που ελάχιστες φορές κατορθώνει να σε ανησυχήσει στο κάθισμά σου. Μετά το πολύ καλό ξεκίνημα, που άλλα ήλπιζες, πέφτεις σε βαρεμάρα. Κατά διαστήματα ξυπνάς, κυρίως, με τις προσπάθειες των ηθοποιών και, για να προσέξεις τα κοστούμια, και μετά πάλι... ξεκούραση. Καθώς μπροστά σου ξετυλίγεται ο «άψυχος» Γαλαξίας, το «αχανές» και «αδιάφορο» Διάστημα. Καθώς στην οθόνη συμβαίνουν γεγονότα, χωρίς καμία αξία. Χωρίς καμία φαντασία.

Οσο οι δημιουργοί θα στρέφονται σε θέματα «επινοημένα» και όχι «αληθινά», τόσο η οθόνη θα νιώθει άδεια. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, επιπρόσθετα, λείπει ακόμα και ο «τυπικός» λόγος, η «τυπική» δικαιολογία, που κάνει κάποιον να θέλει να γυρίσει μια ταινία. Λείπει, αυτό, που λέμε, «τι θέλει να πει»;

Η ταινία, λοιπόν, χάθηκε στο... Διάστημα, γιατί δεν ήξερε «τι ήθελε να πει». Κάποιες άψυχες δήθεν ερωταποκρίσεις, που ακούγονται, μεταξύ τυρού και αχλαδιού, για το νόημα, δήθεν, της ζωής, δεν είναι ικανές να συνθέσουν σάτιρα. Σάτιρα, σε τι άλλωστε; Αφού δεν υπάρχει ο στόχος. Ο στόχος, που θέλεις να φτάσεις και κάποιος ή ο εαυτός σου και τα λάθη σου ή τα λάθη των άλλων, σε εμποδίζουν να τον πιάσεις.

Παίζουν: Σαμ Ρόκγουελ, Μος Ντεφ, Ζουί Ντεσανέλ, Μάρτιν Φρίμαν, Τζον Μάλκοβιτς κ.ά.

ΖΟΜ ΚΟΛΕ - ΣΕΡΑ
Το σπίτι του θανάτου

Δεν κυριολεκτώ. Θα κάνω, όμως, μια δική μου, φανταστική, ταινία, για να σας μεταφέρω την οργή μου. Ξέρω, αυτά τα ζητήματα δε λύνονται με διοικητικά μέτρα. Υπέρβαση, είπα θα κάνω. Ηθελα, λοιπόν, να είχα την εξουσία, και το δικαίωμα, να πιάσω τον κ. Κόλε-Σερα, από το σβέρκο και να τον κλείσω σε ένα δωμάτιο. Να τον δέσω χειροπόδαρα σφιχτά σε μια καρέκλα και μετά να ανάψω τις μηχανές. Και να γεμίσει το δωμάτιο, πάνω στους τοίχους, στο ταβάνι, στο πάτωμα, παντού, με εικόνες βίας από ταινίες τρόμου, σαν τη δικιά του και χειρότερες, ακόμα. Και να τον αφήσω εκεί μέχρι να λυσσάξει!

Στη συνέχεια, μόλις διαπιστώσω, ότι έγινε σαν το καθίκι, τον κεντρικό ήρωά του, αυτόν με τη μάσκα, να φέρω στο δωμάτιο τους παραγωγούς, τους διανομείς και, γιατί όχι, και τους αιθουσάρχες, που εμπλέκονται με την ταινία του. Υστερα να τον λύσω... Ο καθένας μπορεί να μαντέψει, τι έχει να γίνει εκεί μέσα! Ο,τι, ακριβώς, γίνεται «Στο Σπίτι Του Θανάτου», όπου μαχαίρια, κατσαβίδια, πριόνια, λοστοί σηκώνονται και βαράνε αλύπητα και ασταμάτητα. Οπου τρία μανιακά αδέρφια, γιοι παρεξηγημένων επιστημόνων, σφάζουν ολόκληρο χωριό και όποιον, επίσης, επισκέπτη, ξεπέσει στον τόπο τους. Στη συνέχεια, για να κρύψουν τα πτώματα, τα αλείφουν με κερί και τα κάνουν κέρινα αγάλματα. Που τα εκθέτουν, όπως η μαντάμ Τισό, τα δικά της. Κέρινα αγάλματα, που στο τέλος της ταινίας, παίρνουν φωτιά και λιώνουν μπροστά στα μάτια του θεατή. Ο οποίος γνωρίζει, πως το εσωτερικό των αγαλμάτων, είναι άνθρωποι!

Τι περισσότερο έκανε ο Χίτλερ; Ποσοτικό είναι, μόνον, το ζήτημα. Ολοι γνωρίζουμε, πως οι φούρνοι, έκρυβαν και ηδονή για τους χιτλερικούς. Είναι φανερό πως την ίδια ηδονή νιώθουν και οι δημιουργοί της συγκεκριμένης ταινίας, και άλλων, βέβαια, παρόμοιων ταινιών. Είναι φανερό πως έχουμε να κάνουμε με άρρωστα άτομα.

«Παίζουν»: Ελίσα Κάθμπερτ, Τσαντ Μάικλ Μάρεϊ, Πάρις Χίλτον, Τζάρεντ Παντελάκι.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ