Πέμπτη 1 Νοέμβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 23
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
Η πλάνη της ελεύθερης διεκδίκησης

Στην πρόσφατη (26.9.2001) «Εθνική Συνδιάσκεψη» για το ασφαλιστικό ζήτημα που οργάνωσε η ΓΣΕΕ, η κ. Αλ. Παπαρήγα έθιξε μερικά κεντρικής πολιτικής σημασίας θέματα που ξεπερνούν, σε σημαντικότητα και ενδιαφέρον, τις αναδεικνυόμενες, άλλωστε, σε καθημερινή, σχεδόν, βάση, επιμέρους όψεις των ειδικότερων πλευρών του ασφαλιστικού προβλήματος.

Η τόλμη της κ. Παπαρήγα να υπερβεί τη γνωστή «γραμμή πολιτικών ισορροπιών» που επιμένει να προσδιορίζει την κατεύθυνση και τα όρια των διεξαγόμενων σχετικών συζητήσεων και να επιχειρήσει να αναδείξει και να φωτίσει τις βαθύτερες ιδεολογικές και πολιτικές βάσεις του ασφαλιστικού ζητήματος πρέπει όχι, απλώς, να επαινεθεί αλλά και να έχει συνέχεια.

Κατά την άποψή μου, η επισήμανση και η σαφής αναγνώριση και συνειδητοποίηση της ταξικής λειτουργίας των υποκρυπτόμενων, από τη σκόνη της επικαιρότητας και τις μεθοδεύσεις των ποικίλων συμφερόντων, ιδεολογικών και πολιτικών αιτιών και διαστάσεων, όχι, μόνον, του ασφαλιστικού αλλά και του συνόλου των κοινωνικών προβλημάτων, μπορεί να αποδειχθεί, στην παρούσα, κυρίως, φάση, εξαιρετικής σπουδαιότητας διαδικασία αφού:

  • Πρώτον, μπορεί να οδηγήσει στη συνολική, εξ υπαρχής, επανατοποθέτηση του συνόλου των προβλημάτων του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης, με σαφή διάκριση μεταξύ των πραγματικών βαθύτερων αιτιών και των επιμέρους συνεπειών και συμπτωμάτων των αιτιών αυτών. Ετσι, θα εξαλειφθεί η σχετική, σκόπιμα καλλιεργημένη, σύγχυση και θα καταστεί σαφές ότι με την περιστασιακή αντιμετώπιση των συμπτωμάτων, χωρίς την προηγούμενη η παράλληλη αντιμετώπιση των πραγματικών αιτιών, καμιά ουσιαστική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να υπάρξει και καμιά βιωσιμότητα του Συστήματος δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί.
  • Δεύτερον, μπορεί να μεταθέσει τη συζήτηση και την αναζήτηση λύσεων από την επιδίωξη και επίτευξη «κοινωνικών συμφωνιών» για ειδικές μικρορυθμίσεις επιφανειακής και περιστασιακής σπουδαιότητας, στη «δομική», εν μέρει, έστω, μεταρρύθμιση του συστήματος που προϋποθέτει, βέβαια, τη συνεκτίμηση των επενεργειών των βαθύτερων αιτιών της κοινωνικής του αναποτελεσματικότητας. Μια παρόμοια εξέλιξη θα αποφύγει την επανάληψη των γνωστών συμψηφισμών- κοινωνικών παγίδων, μέσω των οποίων οι κρατούντες παραχωρούν, κατά καιρούς και ανάλογα με την ειδική συγκυρία, λιγότερα ή περισσότερα, ψιχία στους αδυνάτους με αντιπαροχή τη διαφύλαξη και προστασία των κύριων υποστασιακών χαρακτηριστικών του πολιτικού συστήματος που, ασφαλώς, εγγυώνται τη διαρκή αναπαραγωγή των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών ανισοτήτων.


Στο σημείο αυτό, αποκτά εξαιρετικό ενδιαφέρον η αναζήτηση των πραγματικών (και όχι των διαφημιζομένων), ορίων μέσα στα οποία, το εκάστοτε ισχύον πολιτικό σύστημα επιτρέπει να αναπτύσσεται το αποκαλούμενο δικαίωμα της ελεύθερης διαπραγμάτευσης και διεκδίκησης.

Υποστήριξε η κ. Παπαρήγα ότι «ο πολιτικός χαρακτήρας του ασφαλιστικού προβλήματος δεν έχει να κάνει, απλώς, με μια άσκηση πίεσης της κυβέρνησης για να δώσει κάτι στους εργαζόμενους αλλά έχει να κάνει με τη συνολική αντιπαράθεση, με τη γενική γραμμή πλεύσης. Από τα ίδια τα πράγματα, μπαίνει το ερώτημα: αντιστέκομαι - διεκδικώ μέχρις εκεί που επιτρέπουν τα όρια του συστήματος, δηλαδή τα πολιτικά όρια της κυρίαρχης πολιτικής ή διεκδικώ βάζοντας σε αμφισβήτηση, πολιτική, κατ' αρχήν, αμφισβήτηση, αυτήν την κατεύθυνση; Για μας το ζήτημα είναι διεκδικώ, ναι, ως πού; Αν π.χ. στο τραπέζι όχι του κοινωνικού διαλόγου, αλλά των διαπραγματεύσεων, την ώρα της πάλης, μπει το θέμα, αυτές οι διεκδικήσεις έρχονται σε αντίθεση με την ΟΝΕ, αυτές οι διεκδικήσεις αντιμάχονται τις 4 ελευθερίες του Μάαστριχτ, τι γίνεται τότε;"

Αυτά τα ερωτήματα, πράγματι, αποτελούν την καρδιά του θέματος. Η απάντηση σ' αυτά μπορεί να αποκαλύψει τις κρυμμένες αλήθειες για τη φύση των διεκδικήσεων και τη μέριμνα του συστήματος να παραμείνει αλώβητο στην ταξική του κατεύθυνση.

Τα επιτρεπτά όρια των διεκδικήσεων καθορίζονται και επιβάλλονται από το εκάστοτε ισχύον νομικό πλαίσιο της οικείας έννομης τάξης. Το πώς νομοθετήθηκε και επιβλήθηκε αυτό το πλαίσιο δεν εξετάζεται. Είναι αρκετό το ότι υπάρχει. Οποιαδήποτε ένσταση ή επιφύλαξη για πιθανότατη προηγηθείσα σύγκρουση ταξικών συμφερόντων που οδήγησε στην επικράτηση του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου (που στην πραγματικότητα υπηρετεί τα συμφέροντα των νικητριών τάξεων), κρίνεται ως προσπάθεια ανατροπής της θεσπισμένης έννομης τάξης και τιμωρείται βαρύτατα, ώστε να εξουδετερωθεί οποιοσδήποτε εκφράζει παρόμοιες επιφυλάξεις ή να αποτραπεί η έκφρασή τους. Υπέρτατος στόχος η διασφάλιση της εξακολούθησης λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Ολες, οι λοιπές επιδιώξεις εγκλωβίζονται και υποτάσσονται στη διαδικασία επίτευξης του υπέρτατου αυτού στόχου. Ομως, το σύστημα χρησιμοποιεί τη δύναμη των ελεγχόμενων από το ίδιο ΜΜΕ, για να επιβάλει την παραπληροφόρηση και να αναγάγει την έννομη τάξη των νικητριών τάξεων σε έννομη τάξη όλου του έθνους.

Γνωστοί οικονομολόγοι έχουν αποδείξει ότι το πολιτικό σύστημα που συνδυάζεται με το οικονομικό σύστημα της οικονομίας της αγοράς δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς ένα αξιόλογο επίπεδο ανεργίας. Το αναγκαίο αυτό ποσοστό ανεργίας που αποτελεί προαπαιτούμενο για τη λειτουργία του συστήματος της αγοράς, έχει αποκληθεί "το λιπαντικό" ή "η καύσιμος ύλη" του συστήματος. Κι όμως, το σύστημα χρησιμοποιεί την παραπλανητική ετικέτα της πλήρους απασχόλησης., ενώ όλοι γνωρίζουν ότι πλήρης απασχόληση σε καθεστώς οικονομίας της αγοράς δεν είναι δυνατή. Είναι φανερό, συνεπώς, ότι η διεκδίκηση της πλήρους απασχόλησης στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, μπορεί να επιτρέπεται, από το νομοθετημένο πλαίσιο, αφού η επίτευξή της δεν είναι εφικτή.

Στο ερώτημα των ορίων δράσης που επιτρέπει το ισχύον πολιτικό σύστημα σε συνδυασμό με την «τεχνική» της κεφαλαιοποίησης που προωθεί και αναπτύσσει υπέρ των επιχειρήσεων, αναφέρεται και ο Νόαμ Τσόμσκι: «Η επιλεκτική ενημέρωση από τον αμερικανικό Τύπο και η προσπάθεια να χαλιναγωγηθεί η κοινή γνώμη με διάφορες μεθόδους, αποτελούν κεντρικά σημεία της ανάλυσης. Π.χ. η δυσφορία της κοινής γνώμης στα προγράμματα του Ρέιγκαν που είχαν εξαναγκάσει τους Αμερικανούς εργαζόμενους να επιδοτούν τη βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας μέσω του στρατιωτικού συστήματος, αντιμετωπίστηκε με την υποδαύλιση του φόβου. Το σύστημα χρειάζονταν την προπαγάνδα για να δαιμονοποιήσει όλα όσα συνέβαιναν» (Νόαμ Τσόμσκι: «Η κουλτούρα της προπαγάνδας», Εκδοση ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ).

Χαρακτηριστικό, τωρινό παράδειγμα του τρόπου επιβολής της έννομης τάξης σε διακρατικό επίπεδο, αποτελούν και οι τρέχουσες συζητήσεις για τη θέσπιση του αποκαλούμενου «ευρωτρομονόμου» που επιχειρούν:

  • να μετονομάσουν, γνωστές εδώ και μερικές δεκαετίες, μορφές απεργίας (π.χ. κατάληψη εργοστασίων ή δημόσιων καταστημάτων ή μέσων μεταφοράς) σε τρομοκρατικές ενέργειες και
  • να θεωρήσουν την απλή έκφραση γνώμης ή επιφύλαξης για τις μεθόδους λειτουργίας των κρατών ή των δημοσίων αρχών, ως στήριξη της τρομοκρατίας.

Είναι εμφανές, ότι, με την αξιοποίηση κάθε ευκαιρίας διαμορφώνεται ένα ασφυκτικό πλαίσιο κανόνων που επικαλείται τη δημοκρατική νομιμότητα αλλά που στην πράξη παρεμποδίζει τους αδυνάτους να διαταράξουν τη δημοκρατική υπεροχή των δυνατών και εχόντων. Οι διεκδικήσεις που αναπτύσσονται μέσα σ' αυτό το πλαίσιο αδυνατούν να θίξουν την καρδιά και τις δομές του συστήματος - άλλωστε, η επιδίωξη αυτής της αδυναμίας αποτέλεσε τον πρώτο και κύριο στόχο κατά την κατάστρωση - θέσπιση αυτού του πλαισίου. Περιθωριακές και μόνον επιπτώσεις στο πολιτικό σύστημα, μπορούν να αναμένονται από τις αποκαλούμενες «ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις».

Επισημαίνω, ότι ειδικότερα, στη χώρα μας, οι ελεύθερες αυτές διαπραγματεύσεις έχουν ορατά αποτελέσματα σε πολλούς τομείς της δημόσιας ζωής. Περιορίζομαι να σημειώσω, ότι στη διάρκεια της περιόδου 1980-2001:

  • είχαμε αύξηση των πραγματικών μισθών, στον τομέα των επιχειρήσεων, κατά 15 %, ενώ, ταυτόχρονα,
  • είχαμε σωρευτική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 50 %,

με συνέπεια, το 35 % του παραγόμενου, λόγω της αυξημένης παραγωγικότητας των εργαζομένων, εθνικού πλούτου να έχει, ήδη, «κλαπεί» από τις επιχειρήσεις (άλλος παράγει και άλλος απολαμβάνει το προϊόν της παραγωγής). Εννοείται, ότι οι επιχειρήσεις ιδιοποιήθηκαν αυτό το κομμάτι της παραγωγής που θα 'πρεπε να αποδοθεί στην εργασία, πέραν της δικαιούμενης δικής τους αμοιβής, δηλαδή πέραν του επιχειρηματικού κέρδους.

Ως συμπέρασμα στις παρατηρήσεις αυτές θα μπορούσε να διατυπωθεί η άποψη ότι η διεκδικητική διαδικασία στο πολιτικό σύστημα που συμβαδίζει με το οικονομικό σύστημα της αγοράς, έναντι περιστασιακών μικροαλλαγών και μικροπαροχών προς τους πολλούς και αδυνάτους, αναπαράγει και διατηρεί τα κεντρικά στοιχεία του ίδιου του συστήματος:

  • αναπαράγει τις αδικίες, τις ανισότητες, τις ανισορροπίες και τις αντινομίες του πολιτικού συστήματος, αλλ' επίσης,
  • αναπαράγει και τα προνόμια, την υπερπροστασία και τις επιλεκτικές ταξικές προτεραιότητές του.

Του
Γιώργου ΡΩΜΑΝΙΑ*
*Ο Γιώργος Ρωμανιάς είναι επιστημονικός Σύμβουλος του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ