Πέμπτη 1 Νοέμβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
ΥΓΕΙΑ
Βαθύτερα στην τσέπη το χέρι για φάρμακα

Την τελευταία τριετία διπλασιάστηκαν οι ιδιωτικές φαρμακευτικές δαπάνες και από 123,1 δισ. το 1998 εκτινάχτηκαν σε 241,7 δισ. το 2000

Τα τρία τελευταία χρόνια οι κάτοικοι της χώρας βάζουν βαθύτερα το χέρι στην τσέπη για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα φάρμακα, παρότι η κυβέρνηση πριν τρία χρόνια -όταν εξάγγειλε τις διαβόητες λίστες- υποσχόταν «φτηνό φάρμακο» και περιορισμό των φαρμακευτικών δαπανών δαπανών (που κι αυτές εκτινάχτηκαν την ίδια περίοδο).

Οπως φαίνεται στον πίνακα οι ιδιωτικές δαπάνες εκτινάχτηκαν από 123,1 δισ. δραχμές το 1998 -χρονιά που επιβλήθηκε η λίστα- σε 241,7 δισ. δραχμές ή αυξήθηκαν κατά 96,3%. Σε αυτή τη δαπάνη περιλαμβάνονται η συμμετοχή των ασφαλισμένων στα φάρμακα, τα φάρμακα από τις συνταγές των ιδιωτών και τα φάρμακα που αγοράζονται χωρίς συνταγή. Το ποσό από τη συμμετοχή στα φάρμακα (κυμαίνεται από 10-25%) ανέρχεται σε 85,23 δισ. δραχμές για το 2000.

Τα παραπάνω στοιχεία περιέχονται σε έρευνα του Βασίλη Κοντοζαμάνη που έγινε για λογαριασμό του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών και παρουσιάστηκαν χτες σε συνέντευξη Τύπου.

Οπως εξηγούσαν φαρμακοποιοί στο «Ρ» οι ασθενείς αναγκάζονται να πληρώνουν τα φάρμακα εκτός λίστας, προτιμούν να μην μπαίνουν στην ουρά για να γράψουν ένα φάρμακο, ενώ μεγάλο μέρος της λιανικών πωλήσεων ανήκει σε ανασφάλιστους που κυρίως είναι οι μετανάστες.

Μεταφορά δαπανών μέσω λίστας

Από το 1998, αναφέρεται στην έρευνα, εφαρμόζεται η θετική περιοριστική λίστα φαρμάκων η οποία ανάγκασε τις εταιρίες να μειώσουν τις τιμές αρκετών φαρμακευτικών προϊόντων για να εισέλθουν σε αυτή.

«Ουσιαστικά, συνεχίζει, το κράτος προσπάθησε να μειώσει τη φαρμακευτική δαπάνη εξαλείφοντας φόρους που επιβάρυναν την τελική τιμή των προϊόντων. Η μεσοσταθμική μείωση των τιμών ήταν της τάξης του 21%, ποσοστό που αντιστοιχεί στην εξάλειψη φορολογικών επιβαρύνσεων στην τιμή του φαρμάκου. Οπως διαπιστώνεται, το πρώτο έτος εφαρμογής των νέων μέτρων (1998) η απόκλιση της δαπάνης από την αναμενόμενη ήταν 5,5 δισ. δραχμές. Το 1999 η απόκλιση μεγαλώνει και φτάνει τα 69 δισ. ενώ το 2000 αγγίζει τα 136 δισ. δραχμές. Επομένως, τα μέτρα που ελήφθησαν αντί να μειώσουν τη δαπάνη στα επιθυμητά επίπεδα, μάλλον προκάλεσαν αδικαιολόγητη θεραπευτική αναστάτωση και οδήγησαν σε υποκατάσταση προϊόντων που χορηγήθηκαν με ιατρική συνταγή χωρίς οικονομικό όφελος».

Και η έρευνα τονίζει: «Στην ουσία, η μείωση ήταν λογιστική και όχι πραγματική. Το κράτος με την εξάλειψη των φόρων που προορίζονταν για τη χρηματοδότηση δημοσίων οργανισμών και ασφαλιστικών ταμείων, όπως ο ΕΟΦ και το ΤΣΑΥ, αναγκάστηκε να καλύψει τις ανάγκες τους από άλλες δημόσιες δαπάνες. Ως συνέπεια, αντί να μειωθεί η πραγματική δαπάνη μεταφέρθηκε».

Οι παράλληλες εξαγωγές

Το μεγαλύτερο κομμάτι της αγοράς φαρμάκων από το 1995 και εντεύθεν καταλαμβάνουν τα εισαγόμενα φάρμακα τα οποία παρουσίασαν πολύ γρήγορους ρυθμούς αύξησης, από 18,3% της αγοράς το 1987, σε 57% το 2000.

«Η πτώση του μεριδίου των παραγόμενων φαρμάκων αποδίδεται στον τρόπο τιμολόγησής τους που ευνοεί την εισαγωγή φαρμάκων αντί να ενισχύει την εγχώρια παραγωγή» υποστηρίζει η έρευνα. Ωστόσο όμως και στο φάρμακο ισχύουν οι κανόνες της αγοράς όπου εκδηλώνεται και ασυδοσία.

Μια έκφραση αυτής της πλευράς αποτελούν και οι παράλληλες εξαγωγές, που όπως επισημαίνεται στην έρευνα, «παρουσίασαν έκρηξη, από το 1998 και εντεύθεν, λόγω του νέου συστήματος υπολογισμού των τιμών των φαρμακευτικών προϊόντων και ανέρχονται σε 103 δισ. δραχμές».

Οι παράλληλες εξαγωγές γίνονται με εισαγόμενα, από το εξωτερικό, φάρμακα που επανεξάγονται σε χώρες όπου η λιανική τιμή των φαρμάκων είναι πολύ μεγαλύτερη από την Ελλάδα. Βέβαια, η εξαγωγή φαρμάκων δε γίνεται λαθραία, αλλά με άδειες εξαγωγής που είναι σε γνώση τόσο της κυβέρνησης όσο και των εταιριών. Ετσι, λοιπόν, οι αρμόδιοι έχουν πλήρη γνώση πώς μπορούν να γίνουν οι απαραίτητες παρεμβάσεις, για να μην υπάρχουν προβλήματα στην ομαλή λειτουργία της αγοράς.

Μια ακόμα από τις επιπτώσεις της στροφής στα εισαγόμενα φάρμακα είναι η κάμψη της μέσης ετήσιας απασχόλησης στη φαρμακοβιομηχανία της χώρας μας.

Οι συνολικές δαπάνες

Στον πίνακα που δημοσιεύουμε, φαίνεται η εξέλιξη των συνολικών φαρμακευτικών δαπανών στην Ελλάδα.

Η αυξημένη κατανάλωση και δαπάνη φαρμάκων, αναφέρεται στην έρευνα, επηρεάζεται από τη γήρανση του πληθυσμού, τη μεγάλη κάλυψη του πληθυσμού, την αύξηση του ΑΕΠ, τη συχνότητα εμφάνισης ασθενειών στους κατοίκους των μεγαλουπόλεων και στην εμφάνιση νέων ασθενειών, τις τιμές, στην εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης, στην ανάπτυξη νέων θεραπειών και την υψηλή τεχνολογία υγείας.

Μια ακόμα αιτία της αύξησης των τιμών είναι η υποκατάσταση παλιών φαρμάκων από νέα ακριβότερα. «Τις περισσότερες φορές -αναφέρεται στην έρευνα- τα νεότερα και πιο ακριβά φαρμακευτικά προϊόντα λόγω της υψηλότερης αποτελεσματικότητας αυξάνουν μεν τη φαρμακευτική δαπάνη, αλλά μειώνουν το συνολικό κόστος θεραπείας επιδρώντας θετικά στις συνολικές δαπάνες υγείας. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ για την περίοδο 1980-91 αποδείχτηκε ότι, η αύξηση κατά 1 δολάριο της δαπάνης για φάρμακα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της νοσοκομειακής δαπάνης κατά 3,65 δολάρια και την αύξηση της εξω-νοσοκομειακής δαπάνης κατά 1,54 δολάρια, με συνολικό όφελος 1,11 δολάρια».

Τέλος στην έρευνα σημειώνεται ότι συνολικές δαπάνες για την υγεία παρουσιάζουν αυξητική τάση με τη συμμετοχή του δημόσιου τομέα να μειώνεται. Ετσι, ενώ το 1989 οι δημόσιες δαπάνες υγείας αποτελούσαν το 63% των συνολικών δαπανών υγείας, το 2000 το αντίστοιχο ποσοστό έφτασε το 57%.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ