Κυριακή 2 Δεκέμβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο Ρεγκές

Παπαγεωργίου Βασίλης

Ηταν πάντα εκεί. Στο ίδιο σημείο. Καθημερινά. Την ίδια περίπου ώρα. Μετά το σχολείο. Τρεις ολόκληρους μήνες τώρα, αφ' ότου άρχισε η σχολική χρονιά. Ξεφόρτωνε γρήγορα-γρήγορα την τσάντα από τον ώμο, έπαιρνε μερικά λευκά χαρτιά, τις μπογιές του, ένα σκληρό χαρτόνι και γραμμή για τη διπλανή αυλή. Την αυλή της κυρίας Ξανθής. Φιλόξενη αυλή. Εκεί μαζεύονταν τα παιδιά της γειτονιάς. Χρόνια τώρα. Ολα τ' απογεύματα μετά το φαγητό, το διάβασμα ή τον μεσημεριανό ύπνο ξεφάντωναν παίζοντας. Ηταν η μοναδική αυλή που ήταν ανοιχτή, δίχως φράχτη. Είχε σωρούς από χώματα, αρκετά δέντρα και θάμνους, μια παλιά αποθήκη κι ένα κοτέτσι. Ιδανική για παιδότοπος. Το σπουδαιότερο; Πολύ καλή η ιδιοκτήτρια της αυλής. Χρυσός άνθρωπος η κυρία Ξανθή. Ούτε μια φορά δεν τα μάλωνε. Ακόμα κι όταν προκαλούσαν ζημιές στο λαχανόκηπό της. Οχι μόνο δεν τα ενοχλούσε αλλά αρκετές φορές τα βοηθούσε, παίζοντας το ρόλο του διαιτητή, του χωροφύλακα, του συμφιλιωτή κι ό,τι άλλο οι περιστάσεις των παιχνιδιών απαιτούσαν. Ασε που κάθε τόσο τα κερνούσε και κάτι. Καραμέλες, κουλουράκια, φουντούκια, καρύδες, τηγανίτες. Ο,τι τέλος πάντων μπορούσε.

Σε μια άκρη της αυλής υπήρχε ένας κομμένος κορμός. Αυτόν χρησιμοποιούσε ο Ρεγκές σαν τραπέζι. Αυτό ήταν το... γραφείο του. Εκεί τοποθετούσε το χαρτόνι και τ' άλλα υλικά κι άρχιζε να ζωγραφίζει. Δεν περνούσαν όμως ούτε καν είκοσι λεπτά και μουντζούρωνε με βίαιες κινήσεις ό,τι είχε φτιάξει. Υστερα έσκιζε το χαρτί και το σκόρπιζε με δύναμη. Αλλες φορές το πίεζε μέσα στη μικρούλα παλάμη του, σχημάτιζε ένα μπαλάκι και το πετούσε ψηλά στο κοτέτσι.

Κάθε μέρα η ίδια εικόνα. Επαναλαμβάνονταν τρεις και τέσσερις φορές. Μπορεί βέβαια κανείς να μη γνώριζε τι προσπαθούσε ν' αποτυπώσει στο χαρτί ο οχτάχρονος Ρεγκές, όλοι όμως στη γειτονιά γνώριζαν την ιστορία του. Τη δική του και των γονιών του. Του Γιάννη και της Ρίτας ή σωστότερα του Μπουγιάρ και της Ταμπένε, ενός ζευγαριού Αλβανών που είχε αναγκαστεί να ξενιτευτεί, όπως τόσοι άλλοι.

Ηταν περίπου πρόπερσι, τέτοια εποχή, όταν ο Ρεγκές ήρθε στο πεδινό χωριό της Ηπείρου, όπου ήδη ζούσαν οι γονείς του τα τελευταία χρόνια. Το χωριό αυτό απείχε εκατόν είκοσι χιλιόμετρα από τα σύνορα κι άλλα τόσα περίπου από τον τόπο γέννησής του. Ο Γιάννης είχε ναυλώσει ταξί, ο Θεός να το ονομάσει ταξί, από την Αλβανία. Απ' την αρχή δεν υπολόγιζε έξοδα γι' αυτό το ταξίδι. Πλήρωνε και «λάδωνε». «Λάδωνε» και πλήρωνε. Ηθελε το ταξίδι με το γιο του να μην έχει περιπέτειες. Ο ίδιος είχε ζήσει τραγικές εμπειρίες. Αυτές τον είχαν σημαδέψει. Τον είχαν κάνει υπερβολικά καχύποπτο. Η κάθε του σκέψη άρχιζε με το «Μήπως». Η κάθε ενέργεια των άλλων τού γεννούσε φοβίες. Βρισκόταν πάντα σε εγρήγορση. Καλού-κακού έπαιρνε κάθε φορά όλα τα αναγκαία μέτρα. Στο συγκεκριμένο ταξίδι ακόμα περισσότερα. Κάποιες δυσκολίες και ατυχίες αρχικά, φυσιολογικές θα μπορούσε να πει κανείς, τον είχαν ανησυχήσει. Ηταν σε επιφυλακή. Η διαδρομή μέσα στο αλβανικό έδαφος κύλησε καλά. Ακόμα καλύτερα ξέμπλεξαν από τα σύνορα. Σ' αυτό συνέβαλε η «εμπειρία» του Γιάννη. Μπες-βγες τόσες φορές, παράνομα τα πρώτα χρόνια, ημιπαράνομα αργότερα, αλλά ποτέ πάντως νόμιμα, γνώριζε τα πάντα. Ως και την παραμικρή λεπτομέρεια. Ετσι «ευχαρίστησε» προκαταβολικά όλους τους συνοριακούς φύλακες. Ενθεν κακείθεν. Η συνοριακή διαδικασία απόκτησε... τυπικό χαρακτήρα.

Το αναπάντεχο ήρθε αργότερα. Σε στιγμή χαλάρωσης, όπως πάντα. Λίγα χιλιόμετρα μετά την Κακαβιά. Σε μια στάση για έναν καφέ. Εκεί βρήκε την ευκαιρία ο οδηγός. Προφασίστηκε κάποιον έλεγχο του αυτοκινήτου και το 'σκασε. Μαζί με τα πράγματα. Ολα σχεδόν. Μόνο μια πλαστική σακούλα, με τρία σάντουιτς και δυο χυμούς, που κρατούσε ο Ρεγκές στα χέρια του ήταν ό,τι τους απέμεινε. Σύξυλος ο Γιάννης. Στράφι η εμπειρία του. Δεν εύρισκε τη δύναμη ούτε να βλαστημήσει! Μόνη του έγνοια ο γιος του.

- Ελα, του φώναξε. Τέλειωσε τη βανίλια σου και φεύγουμε. Θα συνεχίσουμε με τα πόδια.

Τσιμουδιά ο μικρός. Υπάκουσε αμέσως, σιωπηλά. Αισθανόταν την κατάσταση. Ούτε μια ερώτηση ή κάποια περιττή κουβέντα που θα στεναχωρούσε περισσότερο τον πατέρα του. Ο δρόμος ακόμα μακρύς, τα χιλιόμετρα πολλά, λίγα τα χρήματα και περισσή η αγωνία τους.

Στο χωριό έφτασαν μετά από ώρες και ώρες ποδαρόδρομο. Με τον Ρεγκές στους ώμους του Γιάννη. Η εξάντληση ήταν απερίγραπτη. Το ανθρώπινο κουράγιο, η αντοχή και η δύναμη τελικοί νικητές. Η Ρίτα τους περίμενε με μεγάλη αγωνία. Η χαρά της αντάμωσης έντονη. Το βράδυ δεν έκλεισαν μάτι. Είχαν τόσα να πούνε! Λίγο πριν ξημερώσει σαν κεραυνός ήρθε η ερώτηση:

- Γιατί φύγαμε απ' την πατρίδα μας;

- Για καλύτερα, απάντησαν οι δυο γονείς μαζί.

Εκείνος άρχισε τότε να σκέφτεται. Στο μυαλό του στήσανε χορό τα γιατί. Θυμήθηκε τη γιαγιά του και τις ατέλειωτες συζητήσεις που κάνανε. Ζούσε μαζί της από τότε που γεννήθηκε, την περίοδο των δραματικών γεγονότων στη χώρα του. Ζούσε με τη γιαγιά του και την... ελπίδα, με τα παραμύθια και τ' όνειρο. Περίμενε πώς και πώς να βρεθεί με τους γονείς του. Ολο ρωτούσε και ξαναρωτούσε. Πολλά τα ερωτηματικά του. Η γιαγιά δυσκολευόταν ν' απαντήσει κι επιπλέον είχε την έγνοια να μην τον πληγώσει. Ετσι στερεότυπα σχεδόν του έλεγε:

- Είσαι μικρός ακόμα. Θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις.

Η απάντηση αυτή δεν τον ικανοποιούσε, διότι ο ίδιος έβλεπε ότι όσο μεγάλωνε τόσο πλήθαιναν τα γιατί. Ετσι προσπαθούσε μόνος του να καταλάβει γιατί νέοι άνθρωποι, όπως οι γονείς του, φεύγουν από τον τόπο που γεννήθηκαν. Γιατί ν' αφήνουν συγγενείς, φίλους και γνωστούς ταξιδεύοντας προς το άγνωστο; Πολλές φορές η γιαγιά τού είχε αφηγηθεί ότι πριν ζούσαν ήσυχα, ήρεμα και το σημαντικότερο εργάζονταν και οι δυο γονείς του. Εργάτης, σ' ένα εργοστάσιο ο πατέρας του, δασκάλα μουσικής η μητέρα του, σε κρατικό ωδείο της πρωτεύουσας. Τι ήταν λοιπόν αυτό που άλλαξε κι έφερε τα πάνω κάτω στην πατρίδα του;

Ποιοι και γιατί έκαναν αυτές τις αλλαγές; Ποιοι ωφελήθηκαν; Σίγουρα πάντως όχι όσοι αναγκάστηκαν να φύγουν στο εξωτερικό προς αναζήτηση κάποιας εργασίας. Ο Ρεγκές προσπαθούσε ακόμα να καταλάβει γιατί αυτοί που ενώ ξεσήκωσαν το λαό της χώρας του, τάζοντας λαγούς με πετραχήλια, τους κυνηγούσανε όταν προσπαθούσαν να περάσουν τα σύνορα; Οσοι πάλι «τυχεροί» ξεπερνούσαν εμπόδια και σύνορα γιατί έπρεπε ν' αλλάζουν όνομα και να δηλώνουν άλλη θρησκεία;

Δυο χρόνια μετά την πρώτη νύχτα και τα γιατί τελειωμό δεν είχαν. Η ίδια η ζωή του δημιουργούσε καινούρια. Ολα αυτά όμως τον πεισμάτωναν, τον εξόπλιζαν με την απαραίτητη υπομονή και το κουράγιο. Ετσι το είχε πάρει απόφαση: Θα μάθει γράμματα, θα σπουδάσει. Θα προσπαθήσει να καταλάβει τα ΠΩΣ και ν' απαντήσει στα ΓΙΑΤΙ. Θα κάνει το παν να φανεί χρήσιμος στους γονείς, στους φίλους, στους συγγενείς, στους ανήμπορους, στην κοινωνία. Τους πρώτους δυο μήνες, στο σχολείο, ήταν ήδη απ' τους καλούς μαθητές. Είχε μάθει άπταιστα τα ελληνικά, στο σύντομο αυτό διάστημα. Το σημαντικότερο ήταν ότι σιγά-σιγά κατάφερε να κερδίσει, με την καλή συμπεριφορά του, την εκτίμηση των περισσοτέρων συμμαθητών του, των δασκάλων, των γειτόνων. Ελυσε το σπουδαιότερο ίσως πρόβλημα, που ο ίδιος είχε ν' αντιμετωπίσει. Το πρόβλημα της αποδοχής. Γνώριζε καλά ότι είχε πολλά ακόμα εμπόδια που έπρεπε να ξεπεράσει. Ηταν όμως αποφασισμένος να τα παλέψει και αισιόδοξος ότι θα τα καταφέρει. Θα τα καταφέρει παρ' όλο που δεν είχε τίποτα σταθερό, ούτε πατρίδα, ούτε όνομα, ούτε σπίτι, ούτε σχολείο, ούτε φαγητό. Σταθερή είχε μόνο την ελπίδα, το όνειρο και την πίστη, για ένα καλύτερο αύριο. Τελευταία, τα παιδιά της γειτονιάς, όταν τον βλέπανε ν' αποσύρεται στη γωνία του φώναζαν:

- Βαγγέλη, έλα να παίξουμε. Τι κάθεσαι σκεπτικός;

Εκείνος απαντούσε σαν να τον βάραιναν πολλά χρόνια στην πλάτη του.

- Τώρα σκέφτομαι τα προβλήματά μου. Εσείς ποια ώρα τα σκέφτεστε;

Η προσφώνηση πάντως, με το καινούριο του όνομα, τον είχε χαροποιήσει! Του το «χάρισε» κι αυτό η μάνα του. Με την ίδια ευκολία που τον είχε πρωτοονομάσει Ρίγκερς. Ιστορία κι αυτό τ' όνομα! Τον πρωτοφώναξε έτσι μια μέρα που τυχαία παρακολουθούσε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, στην τηλεόραση. Χωρίς καν να είναι σίγουρη αν είχε ακούσει καλά τ' όνομα απ' τον εκφωνητή. Της άρεσε και το καθιέρωσε. Στην πορεία υπέστη πολλές αλλαγές. Τον φωνάζανε Γκέση, Γκες, Ρίγκερση, Ρεγκές. Το τελευταίο είχε επικρατήσει, ως πριν λίγες μέρες όπου η Ρίτα του είπε:

- Είναι απαραίτητο να έχεις ένα χριστιανικό όνομα. Το Βαγγέλης είναι το καλύτερο. Χαρμόσυνο και αισιόδοξο.

Θα ησύχαζε πλέον με τ' όνομα. Από δυο πράγματα μόνο δεν μπορούσε να ησυχάσει. Το ένα ήταν η πείνα. Δεν τον άφηνε ούτε να σκεφθεί. Μια μέρα η Θάλεια, σπουδάστρια των ΤΕΙ που τον βοηθούσε στα μαθήματα, τον ρώτησε:

- Πόσα από τα 25 αναψυκτικά και τα 30 γλυκά θα περισσέψουν, αν οι μαθητές μιας τάξης είναι 18;

- Κανένα!.. Απαντά εκείνος αυτόματα, δίχως να πολυσκεφτεί. Ηταν μια από τις μέρες που πεινούσε πολύ!

Το άλλο ήταν μια είδηση που άκουσε απ' τους γονείς του την προηγούμενη εβδομάδα. Ενας θείος του έχασε τα δυο του χέρια από έκρηξη χειροβομβίδας και ο πατέρας ενός γνωστού του, συνομήλικου κοριτσιού από το ίδιο χωριό, είχε σκοτωθεί. Οταν τους ρώτησε πού και πώς, πήρε μια θολή απάντηση:

- Στον πόλεμο, του είπαν. Στον πόλεμο που κάνανε ορισμένοι για να... μεγαλώσει η πατρίδα!

Ο Βαγγέλης τότε συγκλονίστηκε κι αναρωτήθηκε:

- Τι σόι πατρίδα είναι αυτή που για να μεγαλώσει χρειάζεται να «φάει» τη ζωή του ενός μπαμπά, τα χέρια του θείου του και ποιος ξέρει πόσων άλλων ακόμα; Και γιατί να μεγαλώσει; Για ποιους να μεγαλώσει; Και από τίνος παιδιού θ' αρπάξουν κομμάτι της πατρίδας;

Από την ημέρα εκείνη ορκίστηκε ότι θα προσπαθήσει, μεγαλώνοντας, να καταλάβει την έννοια της πατρίδας.

Φυσικά ως τότε όσες προσπάθειες θα κάνει, για ν' αποτυπώσει στο χαρτί το τι είναι πατρίδα, θα καταλήγουν όλες στο... κοτέτσι της κυρίας Ξανθής!


Του Βασίλη ΖΙΩΒΑ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Ζητά άμεση λύση στα προβλήματα του αύλειου χώρου του 55ου Νηπιαγωγείου (2023-09-22 00:00:00.0)
Να γιατί θυμάμαι (2014-11-09 00:00:00.0)
Μάθημα στην αυλή (2013-09-14 00:00:00.0)
Η μπάλα (2007-04-01 00:00:00.0)
Η μάνα του Κριτσμή (2003-10-12 00:00:00.0)
«Με λένε Φώφη...» (2002-10-01 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ