Αναφορά στη ζωή και το έργο του μεγάλου Ελληνα συνθέτη
Γεννημένος στην Ηλιούπολη του Καΐρου, ο Γιάννης Χρήστου μεγάλωσε στο εύπορο περιβάλλον της ελληνικής παροικίας της Αλεξάνδρειας. Από παιδί άρχισε πιάνο, που συνέχισε με την Τζίνα Μπαχάουερ, η οποία τον μύησε και στα θεωρητικά της μουσικής. Σπούδασε φιλοσοφία στην Αγγλία, ενώ παράλληλα μελέτησε σύνθεση με τον Hans F. Redlich στο Letchworth και αργότερα στην ακαδημία Chigiana στη Σιένα της Ιταλίας με τους Vitto Frazzi και F. Lavagnino. Παράλληλα, μυείται στην ψυχολογία από τον αδελφό του Ευάγγελο και παρακολουθεί διαλέξεις του Καρλ Γιουνγκ.
Το έργο του θεμελιώνεται πάνω σε φιλοσοφικές και μεταφυσικές βάσεις, με την ένταξη της μουσικής σε μια τελετουργία και ιεροτελεστία, όπου μεταφέρονται και τα πιο συνηθισμένα γεγονότα της καθημερινής ζωής. Ο προσωπικός χαρακτήρας των έργων του είναι φανερός σε κάθε λεπτομέρεια της σύνθεσης, η οποία τεχνικά στηρίζεται στα πιο προχωρημένα πρότυπα της δυτικής μουσικής. Η ουσία όμως και η ψυχολογία της μουσικής του στηρίζεται στη φιλοσοφία των μεγάλων πολιτισμών (από τους προσωκρατικούς και τον Αισχύλο ως τους αρχαίους πολιτισμούς της Ανατολής) αλλά και στο μέλλον, όπως το οραματίζεται ο συνθέτης.
Από το 1960 εγκαθίσταται με την οικογένειά του στην Ελλάδα, μοιράζοντας το χρόνο του ανάμεσα σε Αθήνα και Χίο, ενώ έχει ολοένα και μεγαλύτερη ενεργό συμμετοχή στα μουσικά πράγματα Ελλάδας και εξωτερικού. (παραγγελίες, εκτελέσεις έργων του κ.ά.). Από το 1964, έχοντας αποκηρύξει το «διακοσμητισμό» και τον «αισθητισμό» εισάγει στη μουσική του νέες έννοιες και πρότυπα, όπως την έννοια του «continuum» (συνεχής, σταθερός, κρατημένος ήχος που δηλώνει την απόλυτη ηρεμία πριν ή μετά από μια ένταση). Ενα άλλο στοιχείο της μουσικής του σκέψης, το «πρότυπο του Φοίνικα» που αναγεννάται από τις στάχτες του, καίγεται και ξαναγίνεται στάχτη ακολουθώντας ένα κυκλικό πρότυπο, τώρα επεκτείνεται στην έννοια του «Σεληνιακού προτύπου», όπου εκτός από τη σταθερότητα του κυκλικού επαναλαμβανόμενου σχήματος υπάρχει και η πιθανότητα μερικής ή ολικής έκλειψης. Διαμορφώνει νέο ιδίωμα με στοιχεία τυχαιότητας και αυτοσχεδιασμού, ενώ χρησιμοποιεί νέα γραφική σημειογραφία (π.χ. «Μυστήριον»).
Ο Γ. Χρήστου κάνει πλέον ένα ριζικό διαχωρισμό ανάμεσα στη στοιχειώδη οργάνωση ήχων και τη δημιουργική σύνθεση αυτών των στοιχείων με τρόπο ώστε να ξεπερνά την αναμενόμενη λειτουργία της μουσικής και να την καθιστά ένα μέσο υπέρβασης των γνωστών χωρο-χρονικών ορίων και περάσματος σε ένα μετα-μουσικό επίπεδο, με ρόλο καθαρά λυτρωτικό. Σε αυτή την περίοδο ανήκουν τα έργα «Η κυρία με τη στρυχνίνη», «Αναπαράσταση Ι», «Επίκυκλος», «Εναντιοδρομία» κ.ά. Κορυφαία προσφορά του στις παραστάσεις αρχαίου δράματος είναι η μουσική του για τις παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου «Προμηθεύς Δεσμώτης» και «Αγαμέμνων», καθώς και του Θεάτρου Τέχνης «Βάτραχοι», «Οιδίπους Τύραννος» και «Πέρσες». Ο τραγικός θάνατός του σε τροχαίο το 1970 άφησε ανολοκλήρωτη την όπερά του «Ορέστεια».