Μετά πήγα στη θάλασσα και παρόλο που το νερό ήταν λίγο κρύο, βούτηξα. Με τις πρώτες απλωτές και κουράστηκα, στον τόπο πως θα έμενα νόμισα. Απογοητευμένη, αποφάσισα να φύγω. Μέχρι να φτάσω στο αυτοκίνητο, πενήντα μέτρα ανηφόρα, Γολγοθάς μου φάνηκε, συνέχισα το μαρτυρικό ανήφορο - στην ουσία ίσωμα ήταν, ασθαίνοντας, και τελικά όταν έβαλα μπροστά διαπίστωσα ότι δεν ξεπερνούσα τα εξήντα χιλιόμετρα. Από το ανοιχτό παράθυρο, δε φυσούσε ο μπάτης, το νέφος έμπαινε και έστηνε χορό με τον καπνό από το τσιγάρο μου, ενώ οι φωνές των Πλάτερς ξεχύνονταν και με ανάγκασαν χωρίς να το θελήσω να κάνω «μελωδικές», αλλά ενοχλητικές συγκρίσεις.
Μα, αφού όλα άλλαξαν, δεν είναι φυσικό να αλλάξω και εγώ; Ναι, τότε ήμουνα ατρόμητη, από άγνοια ίσως, αλλά ήμουνα ευαίσθητη, Τώρα αναίσθητη είμαι, που χαμογελάω χωρίς να γελάω, που συννεφιάζω χωρίς να δακρύζω; Που κοιτάω μια υπέροχη δύση χωρίς να τη βλέπω; Τι κοινό έχω με τον προ τόσων χρόνων εαυτό μου, αναρωτήθηκα. Σχεδόν τίποτε, εκτός του ότι συνεχίζω να ελπίζω και συνεχίζω να καπνίζω.
Και έτσι ξαφνικά, αποφάσισα να συνεχίσω να ελπίζω, αλλά να σταματήσω να καπνίζω. Γιατί; Μα επειδή θέλω να κολυμπήσω, θέλω να τρέξω, να χορέψω τόσο, όσο μου το επιτρέπει η ηλικία μου και όχι όσο μου υπαγορεύει το κάπνισμα. Ναι, θέλω να ζήσω, χωρίς κομμένη την ανάσα. Θα το κατορθώσω, άραγε; Θα προσπαθήσω, τουλάχιστον. Και εσείς, αν θέλετε να νιώσετε καλύτερα, αν επιθυμείτε την ποιότητα στη ζωή, ακολουθήστε το παράδειγμά μας. Προσπαθήστε να απαλλαχτείτε από την ανόητη εξάρτηση ενός χαρτιού με πίσσα και φύλλα καπνού, και ποιος ξέρει τι άλλο...
Ναι, μπορεί να μην ξαναγίνουμε είκοσι χρόνων, όμως δε θα μας εμποδίσει το τσιγάρο, να απολαύσουμε τη δεύτερη, φθινοπωρινή μας άνθηση, όπως αυτή που κάνει η τριανταφυλλιά στα μέσα του Οκτώβρη. Ναι, θα ξαναγίνουμε, ώριμες βέβαια, Κοκκινοσκουφίτσες, αλλά συνετές, δε θα χορεύουμε με τους λύκους. Δε θα καπνίζουμε. Τουλάχιστον...