Αυξάνονται οι κίνδυνοι γενικευμένης πολεμικής σύγκρουσης με την εμπλοκή και άλλων δυνάμεων, όπως το Ιράν
Οπως έγινε γνωστό, από τις αμερικανοβρετανικές επιθέσεις, οι οποίες είχαν «μη επιχειρησιακή στήριξη» από Ολλανδία, Καναδά, Μπαχρέιν, χτυπήθηκαν πάνω από 70 στόχοι σε πέντε περιοχές της Υεμένης, σε βάσεις, αεροδρόμια και άλλες υποδομές που ελέγχονται από τους Χούθι, οι οποίοι υποστηρίζονται από το Ιράν.
Το τηλεοπτικό κανάλι «Al Masirah» μετέδωσε πως σκοτώθηκαν 5 άτομα και τραυματίστηκαν άλλα 6 και πως χτυπήθηκαν δεκάδες στόχοι στην πρωτεύουσα Σαναά (και δη στην αεροπορική βάση αλ Νταϊλάμι), το αεροδρόμιο της πόλης - λιμάνι Χοντέιντα, στρατιωτική εγκατάσταση στην πόλη Σαάντα, το αεροδρόμιο στην πόλη Τάιζ και το αεροδρόμιο στην πόλη Χάτζα.
Ο εκπρόσωπος των Χούθι, Μοχάμεντ Αμπντελ Σαλάμ, κατήγγειλε τις επιθέσεις και προανήγγειλε αντίποινα, ξεκαθαρίζοντας πως θα συνεχίσουν να βάζουν στο στόχαστρο εμπορικά πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα αν έχουν οποιαδήποτε σχέση με το Ισραήλ.
Το μεσημέρι της Παρασκευής εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν στην πρωτεύουσα Σαναά εναντίον των αμερικανοβρετανικών επιθέσεων.
Το πρόσχημα που επικαλέστηκαν από την πρώτη στιγμή οι ΗΠΑ και η Βρετανία, προετοιμάζοντας το έδαφος για τις επιθέσεις που εξαπέλυσαν την Παρασκευή και ενώ απειλούν και με νέες επιδρομές στη συνέχεια, ήταν η «προστασία» της διεθνούς εμπορικής ναυτιλίας από τις επιθέσεις που ξεκίνησαν στα μέσα Οκτώβρη οι Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα, εναντίον εμπορικών πλοίων που συνδέονται με ισραηλινά συμφέροντα, ως αντίποινα για τη σφαγή των Παλαιστινίων από τον ισραηλινό στρατό στη Γάζα.
Στην πραγματικότητα, η Ουάσιγκτον, το Λονδίνο και άλλοι σύμμαχοί τους στοχεύουν στον έλεγχο της στρατηγικής σημασίας περιοχής της Ερυθράς Θάλασσας, στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών με αντιπάλους όπως η Κίνα, η Ρωσία, το Ιράν κ.ά.
Για αυτό ακριβώς εξάλλου, ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ έχουν αναπτύξει ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις και πολυεθνικές στρατιωτικές αποστολές εδώ και χρόνια σε αυτή την κρίσιμη περιοχή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από την Ερυθρά Θάλασσα περνά καθημερινά περίπου το 12% του διεθνούς εμπορίου και το 1/3 των εμπορικών πλοίων που μεταφέρουν κοντέινερ, με καθημερινό τζίρο άνω του 1 τρισ. δολαρίων.
Ο Τζούλιαν Χιντς, διευθυντής του γερμανικού ερευνητικού κέντρου IfW Kiel, εκτίμησε πως το παγκόσμιο εμπόριο μειώθηκε κατά 1,3% από τον Νοέμβριο έως τον Δεκέμβριο του 2023, καθώς οι επιθέσεις κατά εμπορικών πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα οδήγησαν σε μείωση των όγκων φορτίων που μεταφέρονται σε αυτή την περιοχή.
Σήμερα περίπου 200.000 εμπορευματοκιβώτια μεταφέρονται μέσω της Ερυθράς Θάλασσας κάθε μέρα, συγκριτικά με 500.000 ημερησίως τον Νοέμβριο, ανέφερε το ινστιτούτο.
Οι επιπτώσεις από αυτές τις εξελίξεις ωστόσο ήταν κάθε άλλο παρά ομοιόμορφες: Σύμφωνα με το IfW Kiel, οι εξαγωγές από και οι εισαγωγές στην ΕΕ μειώθηκαν τον Δεκέμβρη κατά 2% και 3,1%, αντίστοιχα. Οι ΗΠΑ κατέγραψαν μείωση 1,5% στις εξαγωγές και 1% μείωση στις εισαγωγές. Η Κίνα, ωστόσο, είδε τις εξαγωγές να αυξάνονται κατά 1,3% και τις εισαγωγές να ενισχύονται κατά 3,1%...
Χαρακτηριστικές ήταν και οι ανακοινώσεις της «Tesla» στη Γερμανία ότι θα διακόψει την παραγωγή της από τις 29 Ιανουαρίου έως και τις 11 Φλεβάρη λόγω κενών στον ανεφοδιασμό εξαιτίας της κρίσης στην Ερυθρά Θάλασσα. Σε παρόμοια κίνηση προέβη και η «Volvo» στο Βέλγιο, ανακοινώνοντας ανάσχεση της παραγωγής την επόμενη βδομάδα.
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, διέταξε τις επιθέσεις στην Υεμένη - χωρίς ειδική έγκριση από το αμερικανικό Κογκρέσο - υποστηρίζοντας πως «αποτελούν άμεση απάντηση σε άνευ προηγουμένου επιθέσεις των Χούθι εναντίον διεθνών θαλάσσιων πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα συμπεριλαμβανομένης της χρήσης βαλλιστικών αντιπλοϊκών πυραύλων για πρώτη φορά στην ιστορία».
Απείλησε και με νέες επιδρομές, λέγοντας ότι «δεν θα διστάσω να κατευθύνω περαιτέρω μέτρα για την προστασία του λαού μας και την ελεύθερη ροή του διεθνούς εμπορίου».
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Ρ. Σούνακ ισχυρίστηκε πως το Ηνωμένο Βασίλειο ανέλαβε «περιορισμένη, αναγκαία και ανάλογη δράση για αυτοάμυνα, μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες» και τα βρετανικά αεροσκάφη πέτυχαν «στοχευμένα πλήγματα» εναντίον στρατιωτικών εγκαταστάσεων των Χούθι.
Αργότερα, εκπρόσωπος του Πενταγώνου θριαμβολόγησε υποστηρίζοντας πως οι επιθέσεις εναντίον των Χούθι είχαν «θετικά αποτελέσματα». Πρόσθεσε πως ΗΠΑ και Βρετανία θα παρακολουθούν την κατάσταση για τυχόν αντίποινα. Στη συνέχεια, οι Συνδυασμένες Ναυτικές Δυνάμεις (CMF), πολυεθνική στρατιωτική δύναμη υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, που εδρεύει στο Μπαχρέιν, εξέδωσαν προειδοποίηση σε όλα τα πλοία να «μείνουν μακριά από το Μπαμπ αλ-Μαντέμπ», σύμφωνα με την ένωση δεξαμενόπλοιων Intertanko.
Λίγο πριν τις επιθέσεις της Παρασκευής, είχε προηγηθεί η έγκριση ψηφίσματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, που ζητούσε να σταματήσουν «αμέσως» τις επιθέσεις κατά εμπορικών πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα - το ίδιο Συμβούλιο Ασφαλείας που δεν έχει ζητήσει να σταματήσει το μακελειό στη Γάζα, λόγω των αμερικανικών βέτο στα σχετικά ψηφίσματα. Το ψήφισμα που συνέταξαν ΗΠΑ και Ιαπωνία εγκρίθηκε με 11 ψήφους υπέρ, ενώ υπήρχαν 4 αποχές (Ρωσία, Κίνα, Αλγερία, Μοζαμβίκη).
Σε κοινή ανακοίνωσή τους με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, οι κυβερνήσεις της Αυστραλίας, του Μπαχρέιν, του Καναδά, της Δανίας, της Γερμανίας, της Ολλανδίας, της Νέας Ζηλανδίας και της Νότιας Κορέας υποστήριξαν τις επιδρομές στην Υεμένη, ισχυριζόμενες ότι στόχος είναι «η αποκλιμάκωση της έντασης και η αποκατάσταση της σταθερότητας» στην Ερυθρά Θάλασσα.
Προσθέτουν δε απειλητικά ότι «δεν θα διστάσουμε να υπερασπίσουμε ζωές και να προστατεύσουμε την ελεύθερη ροή των εμπορευμάτων» αν οι «απειλές» συνεχιστούν.
Το ΝΑΤΟ έσπευσε να βαφτίσει τις αμερικανοβρετανικές επιθέσεις ...«αμυντικές» (!), λέγοντας ότι σχεδιάστηκαν «για να διατηρήσουν την ελευθερία της ναυσιπλοΐας σε μια από τις πιο ζωτικές θαλάσσιες οδούς του κόσμου».
Γαλλία και Ιταλία δεν συμμετείχαν στις επιδρομές στην Υεμένη, σε μία ακόμα ένδειξη των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων για τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Μετά την αμερικανοβρετανική επιδρομή, το γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών περιορίστηκε να δηλώσει ότι οι Χούθι με τις επιθέσεις που πραγματοποιούν έχουν «υπερβολικά σοβαρή ευθύνη για την κλιμάκωση στην περιοχή». Υπενθυμίζεται ότι η Γαλλία έχει στείλει πολεμικά πλοία στην περιοχή για να προστατεύουν εμπορικά πλοία γαλλικών συμφερόντων, ωστόσο δεν συμμετέχει στην υπό αμερικανική ηγεσία ναυτική δύναμη «Φρουρός Ευημερίας».
Από την πλευρά της η Ιταλία αρνήθηκε να λάβει μέρος στην επιδρομή, όπως δήλωσε κυβερνητική πηγή, η οποία εξήγησε ότι η Ρώμη προτίμησε να ακολουθήσει μια «κατευναστική» πολιτική στην Ερυθρά Θάλασσα.
Η δε Ισπανία κράτησε αποστάσεις και από τα σχέδια αποστολής ναυτικής δύναμης της ΕΕ στην Ερυθρά Θάλασσα, με την υπουργό Αμυνας Μαργαρίτα Ρόμπλες να δηλώνει ότι δεν ξέρει ακόμα αν θα υπάρξει τέτοια αποστολή, αλλά αν υπάρξει «η Ισπανία δεν θα συμμετάσχει (...) γιατί ήδη συμμετέχουμε σε 17 αποστολές».
Ο ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ Ζ. Μπορέλ συνομίλησε την Παρασκευή με τον ΥΠΕΞ του Ομάν, Μπ. Αλμπουσαϊντί, σχετικά με τις αυξανόμενες εντάσεις στην Ερυθρά Θάλασσα και την ανάγκη να διατηρηθεί η «ελευθερία της ναυσιπλοΐας», δεδομένων των σχεδίων της ΕΕ για την ανάπτυξη δικής της ναυτικής αποστολής στην περιοχή.
Η αμερικανοβρετανική επέμβαση προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Ρωσίας, που απαίτησε να συγκληθεί εκτάκτως το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Η εκπρόσωπος του ρωσικού ΥΠΕΞ, Μαρία Ζαχάροβα, σχολίασε ότι «τα πλήγματα των ΗΠΑ στην Υεμένη αποτελούν ένα ακόμα παράδειγμα της στρέβλωσης, από τους Αγγλοσάξονες, των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας, και πλήρους περιφρόνησης του Διεθνούς Δικαίου, στο όνομα μιας κλιμάκωσης στην περιοχή προκειμένου να πετύχουν τους καταστροφικούς τους στόχους».
Η Κινέζα ομόλογός της, Μάο Νινγκ, εξέφρασε «έντονη ανησυχία» για την κλιμάκωση της έντασης στην Ερυθρά Θάλασσα, καλώντας «τα εμπλεκόμενα μέρη να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους και να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση, προκειμένου να αποφευχθεί η επέκταση της σύγκρουσης».
Η Σαουδική Αραβία ανακοίνωσε ότι παρακολουθεί με «ανησυχία» τις εξελίξεις στη γειτονική Υεμένη και κάλεσε κι αυτή σε «αυτοσυγκράτηση». Το Ριάντ ήταν ένας από τους επικριτές του ενδεχομένου επέμβασης στην Υεμένη, καθώς επιχειρεί να απεμπλακεί από τον αποτυχημένο πόλεμο κατά των Χούθι, με φόντο και την επανέναρξη των διπλωματικών σχέσεων με το Ιράν, κατόπιν μεσολάβησης της Κίνας.
Ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών του Ιράν, Ν. Κανανί, καταδίκασε «σθεναρά» τα πυραυλικά πλήγματα, τονίζοντας ότι αποτελούν «καθαρή παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Υεμένης, όπως και του Διεθνούς Δικαίου».
Το Ιράκ καταδίκασε τις επιθέσεις, δηλώνοντας ότι η διεύρυνση των στόχων «δεν αποτελεί λύση, αντίθετα οδηγεί σε διεύρυνση του πολέμου».
Τέλος, το Ομάν αποφάσισε να κηρύξει τον εθνικό εναέριο χώρο του «ζώνη απαγόρευσης πτήσεων» για όλα τα στρατιωτικά αεροσκάφη που έχουν αποστολή να βομβαρδίσουν την Υεμένη.