Τα στοιχεία αυτά - παρόλο που ελέγχονται για την πληρότητά τους - δείχνουν καθαρά ότι η εργατική τάξη πληρώνει όλο και πιο ακριβά την κυβερνητική αδιαφορία για την ασυδοσία της εργοδοσίας και η οποία μεταφράζεται στη μη τήρηση των μέτρων ασφάλειας και υγιεινής της εργασίας, καθώς και στην ένταση της εκμετάλλευσης μέσω και της εντατικοποίησης της δουλιάς. Αλλωστε, πολλές φορές εργοδότης είναι η ίδια η κυβέρνηση, για παράδειγμα στα μεγάλα έργα όπως τα Ολυμπιακά, και επομένως είναι και ο άμεσος υπεύθυνος για το ότι οι χώροι δουλιάς έχουν μετατραπεί σε παγίδες θανάτου.
Ο αριθμός των 185 θανατηφόρων περιστατικών για το έτος 2001 είναι ο μεγαλύτερος αριθμός που έχει καταγραφεί κατά την τελευταία δεκαετία και όλα συντείνουν στο ότι η κατάσταση αυτή, αν δε χειροτερεύσει, θα μείνει, τουλάχιστον, η ίδια. Ηδη από 1η Γενάρη μέχρι και 30 Απρίλη του 2002, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει καταγράψει και δημοσιεύσει ο «Ρ» από καταγγελίες συνδικάτων και εργαζομένων, ο αριθμός των νεκρών εργατών έχει φθάσει τους 28, ενώ ο αριθμός των τραυματιών είναι πολλαπλάσιος. Το 57% (16) των 28 θανατηφόρων περιστατικών σημειώθηκαν στον κλάδο των κατασκευών που κατέχει τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια τη θλιβερή πρωτιά σε αυτή τη μακάβρια λίστα των εργαζομένων που έχασαν τη ζωή τους για ένα μεροκάματο. Ποσοστό που είναι πολύ αυξημένο ακόμα και σε σχέση με τα ήδη πολύ υψηλά ποσοστά θανάτων στον κλάδο των κατασκευών τα τελευταία χρόνια.
Κύριες αιτίες των τραυματισμών και των θανάτων εργαζομένων στους χώρους δουλιάς είναι η μη τήρηση από την εργοδοσία των μέτρων ασφάλειας και υγιεινής, που σε συνδυασμό με την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων δημιουργεί εξαιρετικά επικίνδυνες συνθήκες για τη ζωή τους. Η ένταση της εκμετάλλευσης εκφράζεται είτε με την εντατικοποίηση της εργασίας, όπου η εργοδοσία εξαναγκάζει με διάφορες μεθοδεύσεις τους εργαζόμενους να εργάζονται με όλο και πιο εντατικούς ρυθμούς από ό,τι προηγούμενα στον ίδιο χρόνο εργασίας, είτε με την παράταση του χρόνου εργασίας (υπερωρίες), είτε με το συνδυασμό και των δύο. Μια κατάσταση που εξαντλεί τους εργαζόμενους, με αποτέλεσμα να μην είναι ούτε οι ίδιοι ικανοί να πάρουν κάποια ατομικά και πολύ στοιχειώδη μέτρα ασφάλειας. Τόσο η έλλειψη των μέτρων ασφάλειας και υγιεινής όσο και η εντατικοποίηση της δουλιάς εντάσσονται στις συνολικότερες μεθοδεύσεις των κεφαλαιοκρατών - όπως μείωση των μισθών, ανασφάλιστη εργασία κ.ά. - με στόχο τη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης και κατά συνέπεια την αύξηση του ποσοστού κέρδους τους. Ομως η περίπτωση των μέτρων ασφάλειας και υγιεινής έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Οτι η έλλειψή τους δε συμβάλλει απλώς στην πτώση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, αλλά απειλεί την ίδια τους τη ζωή, τη φυσική τους ύπαρξη.