Αποκαλυπτικές ήταν οι τοποθετήσεις μιας σειράς αστών πολιτικών, σε διήμερο συνέδριο για την εξωτερική πολιτική που ξεκίνησε χτες στην Αθήνα, για την απόφασή τους να τρέξουν επικίνδυνες διευθετήσεις σε Αιγαίο και Ανατ. Μεσόγειο, ώστε να θωρακιστεί η ΝΑΤΟική συνοχή στην περιοχή και να τρέξουν μπίζνες του κεφαλαίου, βάζοντας στο κρεβάτι του Προκρούστη ελληνικά και κυπριακά κυριαρχικά δικαιώματα.
Την κεντρική ομιλία κλήθηκε να κάνει ο Γ. Παπανδρέου, που ανέπτυξε τις «αρχές του ΠΑΣΟΚ», ανάμεσά στις οποίες ήταν, όπως είπε δίχως ίχνος ντροπής, το ότι επί διακυβέρνησής του «τέθηκαν αυστηροί όροι για τις αμερικανικές βάσεις». Στο ίδιο πνεύμα, πρόσθεσε ότι «η κριτική στάση στην τότε ΕΟΚ δεν μεταφράστηκε σε αποστασιοποίηση αλλά σε ενεργό διεκδίκηση». Για την περίοδο από τις ανατροπές στις σοσιαλιστικές χώρες και μετά, εστίασε στη «μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων» της ντόπιας αστικής τάξης «στη διεθνή σκηνή», αφού ελληνικά κεφάλαια βρήκαν διέξοδο, πόρους, φτηνό εργατικό δυναμικό, νέες αγορές. Παρουσίασε ως ορόσημο τη Συμφωνία του Ελσίνκι (έκανε λόγο για «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή ζητήματα» μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας). Στάθηκε άλλωστε στη σύσφιξη των σχέσεων με τα τουρκικά μονοπώλια, υπογραμμίζοντας μεταξύ άλλων ότι αυξήθηκε το διμερές εμπόριο και άνθισε ο τουρισμός. Υπερασπίστηκε επίσης το κατάπτυστο Σχέδιο Ανάν στο Κυπριακό, ενώ χαρακτήρισε «πολύ σημαντική εξέλιξη» τη Συμφωνία των Πρεσπών, στη λογική της ταχύτερης ενσωμάτωσης της Δυτικοβαλκανικής στις ευρωατλαντικές δομές.
Ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτης ισχυρίστηκε ότι η Ελλάδα έχει «ίσο μέτρο απέναντι σε όλες τις καταστάσεις», όταν η κυβέρνηση στηρίζει π.χ. τη γενοκτονία στην Παλαιστίνη ή την εισβολή του Ισραήλ στη Συρία, για την οποία άλλωστε δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο «να αλλάξει ακόμα και σύνορα», ενώ διαφήμισε ταυτόχρονα τη «στρατηγική σχέση» της κυβέρνησης με το Ισραήλ. Ξόρκισε εξάλλου κάθε «φοβικό σύνδρομο» και «δογματική ακινησία», δηλώνοντας ότι στην κυβέρνηση είναι «αποφασισμένοι να κάνουμε βήματα μπροστά», με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο παζάρι για Αιγαίο και Ανατ. Μεσόγειο. Καλλιεργώντας, δε, τον εφησυχασμό, ισχυρίστηκε ότι ο διάλογος δεν συνεπάγεται υποχωρήσεις (όταν η τουρκική αστική τάξη, με τις πλάτες ΗΠΑ και ΕΕ, βάζει όλο και περισσότερα ζητούμενα στο τραπέζι) και επέμεινε ότι υπάρχει τώρα ευκαιρία για την κυβέρνηση και τη διπλωματία «να κάνει το μεγάλο άλμα μπροστά».
Ο πρ. υπουργός Ευ. Βενιζέλος παρατήρησε ότι «έχουμε μπει σε περίοδο που δεν αρκεί να πεις "ανήκω στην ΕΕ, στο ΝΑΤΟ ή έχω μια ισχυρή ελληνοαμερικανική σχέση" για να πεις ότι έχεις απαντήσεις σε όλα τα ζητήματα», επιβεβαιώνοντας εμμέσως το κουβάρι των ανταγωνισμών. Τόνισε ότι «η (εξωτερική) πολιτική μας είναι ευκρινής, σταθερή και συναινετική αυτά τα 50 χρόνια. Η πολιτική αυτή συγκροτήθηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο ένας είναι η συνέχεια του άλλου». Αναγνώρισε ότι «έχει διευρυνθεί ο κατάλογος των μονομερών τουρκικών διεκδικήσεων», αλλά πιέζοντας για αποφάσεις, είπε ότι «σε σημεία ο χρόνος έχει λειτουργήσει εναντίον ημών», αποσιωπώντας βέβαια τον ρόλο των λυκοσυμμαχιών στις τέτοιες εξελίξεις. Εξωραΐζοντάς τες άλλωστε τόνισε ότι «προτιμούμε μια Τουρκία εντός δυτικών ορίων», σε καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ και εντός ΝΑΤΟ. Στο «ψητό» έδειξε πεδία όπου μπορούν να συμβιβαστούν ευκολότερα ανοίγοντας δρόμο και για τα δυσχερέστερα. Π.χ. μιλώντας για «διοικητικές αρμοδιότητες», έκλεισε το ματάκι, λέγοντας ότι «θέματα που έχουν να κάνουν με το FΙR Αθηνών, θέματα Ερευνας και Διάσωσης» κ.λπ. «μπορούν να διευθετηθούν με κριτήριο την εθνική ασφάλεια και τη συμμετοχή μας στο ΝΑΤΟ», βάζοντας και εδώ τον λύκο να φυλά τα πρόβατα, το ΝΑΤΟ που δεν αναγνωρίζει σύνορα στο Αιγαίο, αλλά το προσεγγίζει ως ενιαίο επιχειρησιακά χώρο. Αλλά και στα κυριαρχικά δικαιώματα, για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, είπε ότι υπάρχει από το Δίκαιο της Θάλασσας «υποχρέωση διαβούλευσης, διαπραγμάτευσης», στο πλαίσιο της οποίας «θα δούμε πόση επήρεια έχουν τα νησιά».
Ο υπουργός Εξωτερικών επί ΣΥΡΙΖΑ Ν. Κοτζιάς τάχθηκε και αυτός υπέρ του «διαλόγου». Διαφοροποιήθηκε σε σημεία όπως να αρθεί πρώτα το casus belli κ.λπ., ώστε «να γίνει πιο πιστευτός στον κόσμο ο διάλογός μας», αγωνιώντας για τη λαϊκή νομιμοποίηση του εν εξελίξει παζαριού τους. Ολα αυτά ενώ ο ίδιος τόνισε ότι η Αγκυρα «μας στριμώχνει σε μια υποχώρηση απέναντι στην εξάσκηση των δικαιωμάτων μας». Εβαλε επίσης θέμα για «αναίτιες υποχωρήσεις» που έγιναν π.χ. στο Κυπριακό, αποσιωπώντας τον ρόλο και τις πιέσεις ιμπεριαλιστικών κέντρων και κεφαλαίου. Αλλωστε, σε άλλο σημείο της ομιλίας του περιέγραψε πως και μεγάλοι επιχειρηματίες αντιμετωπίζουν Τουρκία και Ελλάδα με όρους «σημαντικότερου και ελάσσονος εταίρου» αντίστοιχα, με βάση οικονομικά, γεωπολιτικά, δημογραφικά κ.ά. χαρακτηριστικά τους.
Ο τ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Πρ. Παυλόπουλος, εκφράζοντας ενδοαστικές διαφοροποιήσεις, στηλίτευσε το Σχέδιο Ανάν από την άποψη της διασφάλισης της παρουσίας της Κύπρου εντός ΕΕ. Συγκεκριμένα, είπε ότι με την προωθούμενη «συνομοσπονδιακή λύση», δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει η Κύπρος στο πλαίσιο της ΕΕ με βάση το περιλάλητο «ευρωπαϊκό κεκτημένο» και κατά συνέπεια θα έβγαινε. Στηλίτευσε, επίσης, τις Συμφωνίες της Μαδρίτης (αναγνώρισε «ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο) και Ελσίνκι, χαρακτηρίζοντάς τες «λάθος». Για τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή είπε ότι «η ενδεχόμενη δημιουργία νέων κρατών στην περιοχή προϋποθέτει αναθεώρηση της Συνθήκης της Λοζάνης. Αν φτάσουμε σε τέτοιες αλλαγές συνόρων θα βρεθούμε μπροστά σε μια αλλαγή θεώρησης διεθνών συνθηκών, εξαιρετικά επικίνδυνη», τόνισε, ουσιαστικά επιβεβαιώνοντας τους κινδύνους από τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ.
Τέλος, σε παρέμβασή του ο πρ. πρωθυπουργός Αντ. Σαμαράς έβαλε κατά της κυβέρνησης για τους χειρισμούς της στα Ελληνοτουρκικά, κατηγορώντας την για κατευνασμό και ότι ετοιμάζει «Πρέσπες του Αιγαίου και της Ανατ. Μεσογείου», απέναντι σε μια Τουρκία «με όλο και πιο αναθεωρητική συμπεριφορά». Ζήτησε αποτροπή μέσα κι από «αληθινές συμμαχίες κατά του εχθρού», παραπέμποντας στις λυκοφιλίες με Ισραήλ και Αίγυπτο, αλλά και την ανάληψη έξτρα ρόλων στον ευρωατλαντικό καταμερισμό (αυτό που έβαλε φωτιά σε όλη την περιοχή), όπως αυτό του ενεργειακού ανεφοδιασμού της Ευρώπης σε συνεννόηση με την κυβέρνηση Τραμπ. «Η Τουρκία ζητά συνεκμετάλλευση και εμείς πάμε το παιχνίδι παραπέρα», είπε, όπως και ότι «τα νερά είναι ήρεμα επειδή αυτοί προκαλούν κι εμείς κοιτούμε αλλού». Ενισχύοντας δε την αίσθηση περί κρυφής διπλωματίας, έβαλε ερώτημα «αφού δεν αποδέχεται η Τουρκία ότι συζητάμε από μέρους μας μόνο ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, κάθε τόσο τι συζητούν Γεραπετρίτης με Φιντάν επί ώρες;». Για, δε, τη διαγραφή του την απέδωσε στο ότι «χαλάω τη σούπα του δικαιωματισμού, του κατευνασμού (...) την σούπα της μετάλλαξης της ΝΔ σε "Ποτάμι"». «Ηταν κάτι προαποφασισμένο», πρόσθεσε, όπως και ότι «λίγο πλέον η ΝΔ μοιάζει με την παράταξη που όλοι ξέρουμε», δηλώνοντας ότι ο ίδιος θα μείνει «μάχιμος και παρών».